Η μαμά θεωρεί τη μητέρα της ανήθικη, διότι πλάγιασε με πολλούς ανθρώπους. (…) η γιαγιά Έρρα είχε διάφορους αρραβωνιαστικούς και τώρα ζει με μια γυναίκα και αυτό που συμβαίνει ονομάζεται ομοφυλοφιλία […]
Την επομένη μάς τηλεφωνεί η γιαγιά Έρρα και απαντώ εγώ’ (…)
«Θέλετε να κάνουμε πικ-νικ και οι τέσσερις, την Κυριακή;» Όταν λέει και οι τέσσερις, καταλαβαίνω ότι επιτέλους θα γνωρίσω τη φίλη της, άλλο ένα μυστικό θα προστεθεί στον μακρύ κατάλογο με τα μυστικά στον «όρκο φιλίας» ανάμεσα σε μένα και τον μπαμπά.
Το Σάββατο το βράδυ επιστρέφοντας, τα χέρια του μπαμπά είναι γεμάτα με σακούλες από το σούπερ-μάρκετ, και όλη την Κυριακή το πρωί προετοιμάζει το πικ-νικ, αλλά ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να βάζει τα πάντα στο καλάθι, ο ουρανός σκοτεινιάζει. Δεν είναι μερικές σταγονίτσες ούτε μια καλοκαιρινή μπόρα που μετά ο ουρανός θα είναι γαλανός και λαμπερός, αλλά πραγματικός κατακλυσμός. (…)
Όταν φτάνουμε, είμαστε βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο. Η γιαγιά Έρρα και η φίλη της ορμούν πάνω μας με πετσέτες και τρίβουν τα κεφάλια μας μέχρι να μας ζαλίσουν. Η καταιγίδα εξελίχθηκε σε ένα δραματικό στοιχείο της ημέρας, σαν ένα είδος δράκου που βρυχάται και θέλησε να επιτεθεί στο πικ-νικ μας, αλλά ευτυχώς καταφέραμε να γλιτώσουμε από τα νύχια του. Οι δυο γυναίκες άπλωσαν ένα τραπεζομάντιλο στο πάτωμα στο κεντρικό μέρος του λοφτ και τώρα τοποθετούν χάρτινα πιάτα και πλαστικά πιρούνια. Η φίλη της Έρρα είναι κοντή, τα μαλλιά της και τα μάτια της είναι σκούρα, διότι είναι από το Μεξικό και ονομάζεται Μερτσέντες σαν αυτοκίνητο πολυτλείας. Σφίγγοντας το χέρι μου μού λέει: «Χαίρομαι πάρα πολύ, Ράνταλ», σαν να το πίστευε πραγματικά.
Η γιαγιά Έρρα είναι πιο δυνατή απ’ αυτό που φαίνεται, με παίρνει στην αγκαλιά της, με σηκώνει ψηλά και με φιλά σε όλο το πρόσωπο, με κοιτάζει και χαμογελάει ανάμεσα σε κάθε φιλί. Τα μάτια της είναι μπλε σαν ζαφείρια με ρυτίδες τριγύρω που φαίνονται από κοντά, και τα μαλλιά της είναι κάτασπρα με λίγες μικρές ξανθιές τούφες που έχουν απομείνει. «Α, αγοράκι μου» λέει. «Πάει πολύς καιρός, ε;», και εγώ απαντώ «Ναι».
Nancy Huston: Ίχνη ρήγματος (Άγρα, 2008)
Την επομένη μάς τηλεφωνεί η γιαγιά Έρρα και απαντώ εγώ’ (…)
«Θέλετε να κάνουμε πικ-νικ και οι τέσσερις, την Κυριακή;» Όταν λέει και οι τέσσερις, καταλαβαίνω ότι επιτέλους θα γνωρίσω τη φίλη της, άλλο ένα μυστικό θα προστεθεί στον μακρύ κατάλογο με τα μυστικά στον «όρκο φιλίας» ανάμεσα σε μένα και τον μπαμπά.
Το Σάββατο το βράδυ επιστρέφοντας, τα χέρια του μπαμπά είναι γεμάτα με σακούλες από το σούπερ-μάρκετ, και όλη την Κυριακή το πρωί προετοιμάζει το πικ-νικ, αλλά ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να βάζει τα πάντα στο καλάθι, ο ουρανός σκοτεινιάζει. Δεν είναι μερικές σταγονίτσες ούτε μια καλοκαιρινή μπόρα που μετά ο ουρανός θα είναι γαλανός και λαμπερός, αλλά πραγματικός κατακλυσμός. (…)
Όταν φτάνουμε, είμαστε βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο. Η γιαγιά Έρρα και η φίλη της ορμούν πάνω μας με πετσέτες και τρίβουν τα κεφάλια μας μέχρι να μας ζαλίσουν. Η καταιγίδα εξελίχθηκε σε ένα δραματικό στοιχείο της ημέρας, σαν ένα είδος δράκου που βρυχάται και θέλησε να επιτεθεί στο πικ-νικ μας, αλλά ευτυχώς καταφέραμε να γλιτώσουμε από τα νύχια του. Οι δυο γυναίκες άπλωσαν ένα τραπεζομάντιλο στο πάτωμα στο κεντρικό μέρος του λοφτ και τώρα τοποθετούν χάρτινα πιάτα και πλαστικά πιρούνια. Η φίλη της Έρρα είναι κοντή, τα μαλλιά της και τα μάτια της είναι σκούρα, διότι είναι από το Μεξικό και ονομάζεται Μερτσέντες σαν αυτοκίνητο πολυτλείας. Σφίγγοντας το χέρι μου μού λέει: «Χαίρομαι πάρα πολύ, Ράνταλ», σαν να το πίστευε πραγματικά.
Η γιαγιά Έρρα είναι πιο δυνατή απ’ αυτό που φαίνεται, με παίρνει στην αγκαλιά της, με σηκώνει ψηλά και με φιλά σε όλο το πρόσωπο, με κοιτάζει και χαμογελάει ανάμεσα σε κάθε φιλί. Τα μάτια της είναι μπλε σαν ζαφείρια με ρυτίδες τριγύρω που φαίνονται από κοντά, και τα μαλλιά της είναι κάτασπρα με λίγες μικρές ξανθιές τούφες που έχουν απομείνει. «Α, αγοράκι μου» λέει. «Πάει πολύς καιρός, ε;», και εγώ απαντώ «Ναι».
Nancy Huston: Ίχνη ρήγματος (Άγρα, 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου