.
ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ (DOUBT)
Σκηνοθεσία: Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ
Πρωταγωνιστούν: Μέριλ Στριπ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Έιμι Άνταμς, Βαϊόλα Ντέιβις
Την πρώτη φορά που θα δούμε τον ιερέα Φλιν στην ταινία του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, έναν «ήρωα» που σύντομα θα μεταμορφωθεί σε θύμα μιας αληθινά επικίνδυνης κατηγορίας, θα είναι στον άμβωνα να παραδίδει το κυριακάτικο κήρυγμά του, μιλώντας (για τι άλλο;) για την αμφιβολία. Η αμφιβολία μπορεί να είναι το ίδιο χρήσιμος οδηγός στη ζωή μας όσο και η βεβαιότητα, θα είναι πάνω κάτω το νόημα των λόγων του, όσο από τις πίσω σειρές της εκκλησίας μια γυναίκα θα κάνει σιγά σιγά την εμφάνισή της βάζοντας στη θέση τους με αυστηρότητα και σφιγμένα χείλη τους νεαρούς μαθητές που βαριούνται. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που θα δούμε την αδελφή Αλόισιους, διευθύντρια του καθολικού σχολείου στο οποίο τοποθετείται η δράση στα 1964. Τα κοινά σημεία ανάμεσα στους δύο αυτούς ανθρώπους είναι ανύπαρκτα. Εκείνος ανανεωτικός και δημοφιλής, εκείνη οπισθοδρομική και τρομακτική. Εκείνος αγκαλιάζει την αμφιβολία, εκείνη πολύ απλά δεν έχει καμία. Οι δυο τους θα έρθουν σε ευθεία σύγκρουση όταν μια νεαρή ελαφρώς αφελής αλλά καλοπροαίρετη καλόγρια θα εκμυστηρευθεί στη διευθύντρια ότι ο ιερέας «ενδιαφέρεται» για ένα αγόρι κι εκείνη πεπεισμένη ότι το «ενδιαφέρον» του έχει προχωρήσει πολύ πιο μακριά θα βαλθεί να του αποσπάσει μια ομολογία. Η αμφιβολία θα αρχίσει να δηλητηριάζει τους πάντες γύρω τους, μεταμορφώνοντας το σχολείο σε πεδίο μιας ηλεκτρισμένης αντιπαράθεσης, που έχει ως πρώτο θύμα τον ίδιο το θεατή. Το σενάριο του Σάνλεϊ, βασισμένο στο δικό του θεατρικό, χαιρετίζει την αμφιβολία ως ηθικό οδηγό στη ζωή μας, αλλά τη χρησιμοποιεί με τρόπο βασανιστικά αποτελεσματικό ως εργαλείο για να μεταμορφώσει το φιλμ σε μια κινούμενη άμμο μέσα στην οποία βυθίζεται κάθε βεβαιότητα. Πέρα από τη μοχθηρή σιγουριά της ηγουμένης, όλα τα άλλα παραμένουν αδιαφανή. Το φιλμ χρησιμοποιεί ακόμη και την πιο μικροσκοπική λεπτομέρεια για να τραβήξει το χαλί κάτω από την έμφυτη προδιάθεση καθενός από μας να διαλέξει πλευρά, να ταχθεί με τους καλούς και να αντιπαθήσει τους κακούς. Το τέχνασμά του στήνεται πάνω σε μια σειρά από τεταμένους διαλόγους και τοποθετείται σε ένα αληθινό ναρκοπέδιο ηθικών διλημμάτων και φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων για τη χρησιμότητα ή τη δύναμη της πίστης, τη σημασία της αλήθειας (…) (ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥΣ – Athens Voice)
(…) Η ταινία είναι μια σαφής παραβολή του πνεύματος της αλλαγής στην εποχή μετά τη δολοφονία του Κένεντι. Ο μαύρος μαθητής στην τάξη γίνεται το μήλον της έριδος ανάμεσα στη φιλευσπλαχνία της θεούσας πραγματίστριας, που τον ανέχεται γιατί είναι αρνί του Θεού αλλά και διότι της τον επιβάλλει η νομοθεσία, και στην πραγματική, παρεξηγήσιμη φροντίδα του φιλελεύθερου ιερέα, που εκφράζει το κοινωνικό αίτημα για τον τερματισμό των διακρίσεων, αρχής γενομένης από τη θεσμοθετημένη εκκλησιαστική κοινότητα.
Κι ενώ το έργο θα μπορούσε να εξαντληθεί στην απαρίθμηση των θεμάτων που θίγει και στο στρογγύλεμά τους από έναν πεπειραμένο συγγραφέα που μετέτρεψε τις γραφές του σε μια πρεστιζάτη ταινία με πρωτοκλασάτους ηθοποιούς, έρχεται ένα δεκάλεπτο για να δώσει πλήρες νόημα στον όρο και την υπόθεση της Αμφιβολίας. Η Βαϊόλα Ντέιβις είναι η μάνα του παιδιού, το οποίο κατηγορείται πως «πείραξε» ο Φλιν. Καλείται από την Μποβιέ για να ενημερωθεί για την ασαφή κατηγορία. Η μάνα έχει αργήσει στο μεροκάματο και οι δυο γυναίκες περπατάνε προς την έξοδο, και μαζί τους η κάμερα κατευθύνεται για μια και μοναδική φορά έξω από τους τοίχους του δράματος, με φόντο τις εργατικές πολυκατοικίες της Νέας Υόρκης. Εκεί, αργά και ξερά, η Βαϊόλα Ντέιβις εξηγεί στην άναυδη ηγουμένη τι ακριβώς σημαίνει γι' αυτήν η ενδοοικογενειακή βία, η φυσική κλίση, τα χρήματα και η δουλειά, για μια φυλή που ίδρωνε να σηκώσει κεφάλι. Η ερμηνεία αυτής της γυναίκας δεν περιγράφεται, καθώς τόσο σπάνια η αλήθεια εκφράζεται πέρα από τις λέξεις, πυκνά και σωτήρια, μέσα από το πρόσωπο και τη στάση της, την ηθική και τη σωματική. Χρόνια είχα να το νιώσω αυτό, ένα μικρό trans σε μια ταινία θεατρογενή μάλιστα, από εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Υπόκλιση. (ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ – Lifo)
ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ (DOUBT)
Σκηνοθεσία: Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ
Πρωταγωνιστούν: Μέριλ Στριπ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Έιμι Άνταμς, Βαϊόλα Ντέιβις
Την πρώτη φορά που θα δούμε τον ιερέα Φλιν στην ταινία του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, έναν «ήρωα» που σύντομα θα μεταμορφωθεί σε θύμα μιας αληθινά επικίνδυνης κατηγορίας, θα είναι στον άμβωνα να παραδίδει το κυριακάτικο κήρυγμά του, μιλώντας (για τι άλλο;) για την αμφιβολία. Η αμφιβολία μπορεί να είναι το ίδιο χρήσιμος οδηγός στη ζωή μας όσο και η βεβαιότητα, θα είναι πάνω κάτω το νόημα των λόγων του, όσο από τις πίσω σειρές της εκκλησίας μια γυναίκα θα κάνει σιγά σιγά την εμφάνισή της βάζοντας στη θέση τους με αυστηρότητα και σφιγμένα χείλη τους νεαρούς μαθητές που βαριούνται. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που θα δούμε την αδελφή Αλόισιους, διευθύντρια του καθολικού σχολείου στο οποίο τοποθετείται η δράση στα 1964. Τα κοινά σημεία ανάμεσα στους δύο αυτούς ανθρώπους είναι ανύπαρκτα. Εκείνος ανανεωτικός και δημοφιλής, εκείνη οπισθοδρομική και τρομακτική. Εκείνος αγκαλιάζει την αμφιβολία, εκείνη πολύ απλά δεν έχει καμία. Οι δυο τους θα έρθουν σε ευθεία σύγκρουση όταν μια νεαρή ελαφρώς αφελής αλλά καλοπροαίρετη καλόγρια θα εκμυστηρευθεί στη διευθύντρια ότι ο ιερέας «ενδιαφέρεται» για ένα αγόρι κι εκείνη πεπεισμένη ότι το «ενδιαφέρον» του έχει προχωρήσει πολύ πιο μακριά θα βαλθεί να του αποσπάσει μια ομολογία. Η αμφιβολία θα αρχίσει να δηλητηριάζει τους πάντες γύρω τους, μεταμορφώνοντας το σχολείο σε πεδίο μιας ηλεκτρισμένης αντιπαράθεσης, που έχει ως πρώτο θύμα τον ίδιο το θεατή. Το σενάριο του Σάνλεϊ, βασισμένο στο δικό του θεατρικό, χαιρετίζει την αμφιβολία ως ηθικό οδηγό στη ζωή μας, αλλά τη χρησιμοποιεί με τρόπο βασανιστικά αποτελεσματικό ως εργαλείο για να μεταμορφώσει το φιλμ σε μια κινούμενη άμμο μέσα στην οποία βυθίζεται κάθε βεβαιότητα. Πέρα από τη μοχθηρή σιγουριά της ηγουμένης, όλα τα άλλα παραμένουν αδιαφανή. Το φιλμ χρησιμοποιεί ακόμη και την πιο μικροσκοπική λεπτομέρεια για να τραβήξει το χαλί κάτω από την έμφυτη προδιάθεση καθενός από μας να διαλέξει πλευρά, να ταχθεί με τους καλούς και να αντιπαθήσει τους κακούς. Το τέχνασμά του στήνεται πάνω σε μια σειρά από τεταμένους διαλόγους και τοποθετείται σε ένα αληθινό ναρκοπέδιο ηθικών διλημμάτων και φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων για τη χρησιμότητα ή τη δύναμη της πίστης, τη σημασία της αλήθειας (…) (ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥΣ – Athens Voice)
(…) Η ταινία είναι μια σαφής παραβολή του πνεύματος της αλλαγής στην εποχή μετά τη δολοφονία του Κένεντι. Ο μαύρος μαθητής στην τάξη γίνεται το μήλον της έριδος ανάμεσα στη φιλευσπλαχνία της θεούσας πραγματίστριας, που τον ανέχεται γιατί είναι αρνί του Θεού αλλά και διότι της τον επιβάλλει η νομοθεσία, και στην πραγματική, παρεξηγήσιμη φροντίδα του φιλελεύθερου ιερέα, που εκφράζει το κοινωνικό αίτημα για τον τερματισμό των διακρίσεων, αρχής γενομένης από τη θεσμοθετημένη εκκλησιαστική κοινότητα.
Κι ενώ το έργο θα μπορούσε να εξαντληθεί στην απαρίθμηση των θεμάτων που θίγει και στο στρογγύλεμά τους από έναν πεπειραμένο συγγραφέα που μετέτρεψε τις γραφές του σε μια πρεστιζάτη ταινία με πρωτοκλασάτους ηθοποιούς, έρχεται ένα δεκάλεπτο για να δώσει πλήρες νόημα στον όρο και την υπόθεση της Αμφιβολίας. Η Βαϊόλα Ντέιβις είναι η μάνα του παιδιού, το οποίο κατηγορείται πως «πείραξε» ο Φλιν. Καλείται από την Μποβιέ για να ενημερωθεί για την ασαφή κατηγορία. Η μάνα έχει αργήσει στο μεροκάματο και οι δυο γυναίκες περπατάνε προς την έξοδο, και μαζί τους η κάμερα κατευθύνεται για μια και μοναδική φορά έξω από τους τοίχους του δράματος, με φόντο τις εργατικές πολυκατοικίες της Νέας Υόρκης. Εκεί, αργά και ξερά, η Βαϊόλα Ντέιβις εξηγεί στην άναυδη ηγουμένη τι ακριβώς σημαίνει γι' αυτήν η ενδοοικογενειακή βία, η φυσική κλίση, τα χρήματα και η δουλειά, για μια φυλή που ίδρωνε να σηκώσει κεφάλι. Η ερμηνεία αυτής της γυναίκας δεν περιγράφεται, καθώς τόσο σπάνια η αλήθεια εκφράζεται πέρα από τις λέξεις, πυκνά και σωτήρια, μέσα από το πρόσωπο και τη στάση της, την ηθική και τη σωματική. Χρόνια είχα να το νιώσω αυτό, ένα μικρό trans σε μια ταινία θεατρογενή μάλιστα, από εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Υπόκλιση. (ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ – Lifo)
1 σχόλιο:
"Χρόνια είχα να το νιώσω αυτό, ένα μικρό trans σε μια ταινία θεατρογενή μάλιστα, από εκεί που δεν το περιμένει κανείς. "
Κυρίως επειδή είναι δύσκολο να πιστέψεις οτι υπάρχουν ηθοποιοί του κινηματογράφου που ξέρουν να μεταδώσουν συναισθήματα.
Δημοσίευση σχολίου