Συχνάζαμε τον περισσότερο καιρό στο Ζάππειο, στο «Γυαλί-Καφενέ» της εισόδου του, όπου το χειμώνα πίναμε τσάι καυτό και το καλοκαίρι λεμονάδες και, μετά τις δύο, όταν κ’ οι τελευταίοι περιπατητές είχανε πια φύγει, τριγυρνούσαμε στα δρομάκια του πάρκου, για να μυρίσουμε τις ανθισμένες ακακίες ή τις νεραντζιές και καθόμασταν κάτω από τον μεγάλο πλάτανο για ν’ ακούσουμε τα’ αηδόνι. Μέναμε ώρα πολλή σιωπηλοί, καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του, νιώθοντας εκείνη την άνεση που δίνει σε τέτοιες ώρες σιωπής η αληθινή φιλία. Και καμιά φορά μου ζητούσε να του απαγγείλω ποιήματά του, γιατί του άρεσαν περισσότερο όταν τ’ άκουγε από μένα καθώς μου ‘λεγε.
Όταν έρθη το φθινόπωρο
Και τα φύλλα μαραθούνε,
Μια βραδιά τα αργά σου βήματα
Πάλι θα με θυμηθούνε...
Μ’ άκουε σιωπηλός κι έπειτα μου ‘σφιγγε το μπράτσο:
- Πάμε, μου έλεγε απλά.
Και σηκωνόμαστε για να εξακολουθήσουμε την περιπλάνησή μας ή για να τον συνοδεύσω σπίτι του, αν κόντευε να ξημερώσει.
Όταν έρθη το φθινόπωρο
Και τα φύλλα μαραθούνε,
Μια βραδιά τα αργά σου βήματα
Πάλι θα με θυμηθούνε...
Μ’ άκουε σιωπηλός κι έπειτα μου ‘σφιγγε το μπράτσο:
- Πάμε, μου έλεγε απλά.
Και σηκωνόμαστε για να εξακολουθήσουμε την περιπλάνησή μας ή για να τον συνοδεύσω σπίτι του, αν κόντευε να ξημερώσει.
Γ. Τσουκαλάς, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ 15-3-1964
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου