O ήρωας των αστυνομικών μυθιστορημάτων τού Μεχμέτ Μουράτ Σομέρ είναι αρρενωπός,καλλιεργημένος, δυναμικός. Είναι επίσης ο πρώτος ντετέκτιβ στην ιστορία της αστυνομι-
κής λογοτεχνίας που είναι τραβεστί, κι αυτό σίγουρα έχει συντελέσει στην απίστευτη
επιτυχία των βιβλίων τού Τούρκου συγγραφέα, που έχουν μεταφραστεί από μερικούς
εκ των εγκυρότερων εκδοτικών οίκων του πλανήτη, ενώ κυκλοφορούν ήδη και στα ελληνικά.
.
Ντετέκτιβ «Χοπ-Τσίκι-Γιάγια» *
*σημαίνει «τραβεστί» στην παλιά τουρκική αργκό
Κείμενο, φωτογραφία: Kωνσταντίνος Τσολακης (Ταχυδρόμος, 26/9/2009)
Ο Μεχμέτ Μουράτ Σομέρ έχει μόλις επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη από ένα φεστιβάλ βιβλίου στη Γενεύη, όταν τον συναντώ για ένα ποτό σε ένα μπιστρό κοντά στην Πλατεία Ταξίμ.
«Η έκθεση συνέπεσε με σχολικές διακοπές στην Ελβετία και ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ήταν φίσκα με παιδιά!» αναφωνεί και γουρλώνει τα μάτια.
«Φαντάσου με, λοιπόν, στο τουρκικό περίπτερο να διαβάζω ένα τολμηρότατο απόσπασμα από ένα από τα βιβλία μου, δίπλα μου να κάθεται η αναρχική συγγραφέας και δημοσιογράφος Περιχάν Μαγκντέν κι απέναντί μου να έχω παιδάκια 6-7 χρόνων να με κοιτάνε με αγελαδίσια βλέμματα. Και οι γονείς να μη τους κλείνουν τ’ αφτιά, γελούσαν όταν τους το ζητούσα. Θεέ μου... τι ντροπή!»
Την επομένη της συνάντησής μας, ο Σομέρ έχει κανονίσει να πάει λίγες μέρες διακοπές στην Αττάλεια, στη νοτιοδυτική Τουρκία. Είναι εξουθενωμένος, μου λέει, ύστερα από μήνες απανωτών περιοδειών στο εξωτερικό για την προώθηση των βιβλίων του. «Τις χρειάζομαι τις διακοπές αυτές», μου εξηγεί κι ανάβει ένα τσιγάρο...
O Σομέρ είναι ο συγγραφέας της δημοφιλέστατης στην Τουρκία σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων «Χοπ-Τσίκι-Γιάγια». Στα τουρκικά κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή εφτά βιβλία της σειράς, ενώ έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν και στην Αγγλία, τις ΗΠΑ, την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία.
O ήρωας του Σομέρ είναι ένας ανώνυμος ερασιτέχνης ντετέκτιβ, που το πρωί εργάζεται ως προγραμματιστής κομπιούτερ και το βράδυ συνδιευθύνει ένα δημοφιλές γκέι μπαρ της Πόλης. Αν και όχι πάντοτε με προθυμία, αναλαμβάνει να εξιχνιάσει φόνους που, πολλές φορές, αρχικά μοιάζουν ασύνδετοι.
Έρχεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τον υπόκοσμο της Πόλης, αλλά και με υψηλόβαθμους της τουρκικής κοινωνίας και, αν και διανοούμενος, δεν διστάζει να ρίξει μπουνιά και να παλέψει με τραμπούκους, παρά τα στενά φορέματα και τα ψηλά τακούνια που λατρεύει να φορά... Μάλιστα, φορέματα και τακούνια. Βλέπετε... ο ντετέκτιβ του Σομέρ είναι τραβεστί.
«Διαβάζω από μικρός αστυνομικά και πάντα μου έκανε εντύπωση που κανένας ντετέκτιβ δεν είναι γκέι, λεσβία ή τραβεστί. Αποφάσισα, λοιπόν, να δημιουργήσω εγώ έναν και επέλεξα να είναι τραβεστί διότι ήμουν σίγουρος πως θα έκανε περισσότερη εντύπωση από το να είναι γκέι ή λεσβία. Συν τοις άλλοις, έχει πολύ γούστο να λες ότι είσαι ο δημιουργός του πρώτου ποτέ ντετέκτιβ τραβεστί...»
Καταφύγιο στον εκδοτικό οίκο
του νομπελίστα Παμούκ
Γεννημένος στην Άγκυρα το 1959, ο Σομέρ σπούδασε μηχανικός και, πριν ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, εργάστηκε ως αρχιτέκτονας, οικονομικό στέλεχος σε τράπεζα, σύμβουλος επιχειρήσεων καθώς και ως σεναριογράφος για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι βλακείες σενάρια έγραφα. Αλλά άμα ο σκηνοθέτης που παρήγγειλε το σενάριο θέλει ζευγάρια σε παραλίες να τρέχουν ο ένας προς τον άλλο στο ηλιοβασίλεμα... ε, καταπίνεις τον αισθητικό εγωισμό σου και παραδίδεις τις αηδίες που ζητά. Είναι άσκοπο να τσακώνεσαι μαζί του».
Άρχισε να γράφει το 2001 και τα τρία πρώτα βιβλία «Χοπ-Τσίκι-Γιάγια» (που στην τουρκική αργκό της δεκαετίας του 1960 σήμαινε «ομοφυλόφιλος») τα έγραψε το ένα μετά το άλλο. Έκανε όμως πολύ καιρό να τους βρει εκδοτική στέγη.
«Όλοι σχεδόν οι οίκοι που προσέγγισα είπαν πως τους ενδιέφεραν τα βιβλία μου, αλλά αρνήθηκαν να τα εκδώσουν φοβούμενοι την αντίδραση των ομάδων που σατιρίζω, δηλαδή των κληρικών, της μαφίας, των συντηρητικών... Δεν τους πείραζε τ’ ότι οι ήρωες είναι, ως επί το πλείστον, γκέι και τραβεστί.
Απηυδισμένος, ήμουν έτοιμος ν’ αρχίσω να τα κυκλοφορώ underground μέσω Internet, όταν το 2003 δέχτηκε να τα εκδώσει η “Ιλετισίμ Γιαγινλαρί”, ο σπουδαιότερος, θα ’λεγα, εκδοτικός οίκος της Τουρκίας.
Ενδιαφέρονταν, βλέπεις, να ξεκινήσουν σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ταυτόχρονα, μόνο αυτοί, με το κύρος τους, μπορούσαν να τα προστατέψουν από αρνητικές αντιδράσεις».
Ανάμεσα στους συγγραφείς που εκδίδει η «Ιλετισίμ Γιαγινλαρί» είναι ο νομπελίστας Oρχάν Παμούκ. Σύμφωνα με τον Σομέρ, ενώ προηγουμένως η πόρτα της ξένης αγοράς ήταν ανοιχτή «μια πιθαμή μονάχα» στην τουρκική λογοτεχνία, η βράβευση του Παμούκ το 2006 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας την άνοιξε διάπλατα.
«Πριν το Νόμπελ του Παμούκ, λίγοι Τούρκοι συγγραφείς μεταφράζονταν στο εξωτερικό. Μάλιστα, οι περισσότερες μεταφράσεις ήταν κακές. Εδώ και περίπου τρία χρόνια, όμως, οι ξένοι εκδοτικοί οίκοι μεταφράζουν ολοένα και περισσότερους τουρκικούς τίτλους, ακόμη και από αβανγκάρντ, “περίεργους” συγγραφείς – και δίνουν περισσότερη προσοχή στην ποιότητα της μετάφρασης.
Το τελευταίο είναι πολύ σημαντικό, διότι τα τουρκικά δεν μεταφράζονται εύκολα. Μπορεί και να μην είχαν μεταφραστεί τα βιβλία μου αν ο Παμούκ δεν είχε κερδίσει το Νόμπελ. Του χρωστάμε πολλά».
O Σομέρ δεν διστάζει να σου πει πως έχει... σουξέ στο εξωτερικό. «Πρωτομεταφράστηκα στην Ισπανία και τα βιβλία μου είναι πολύ πετυχημένα εκεί. Το ισπανικό αναγνωστικό κοινό είναι ανοιχτόμυαλο – δεν τους παραξένεψε ο χαρακτήρας ενός ντετέκτιβ τραβεστί.
Κι ίσως βοήθησε τ’ ότι, μέσω των ταινιών του Αλμοδόβαρ, οι Ισπανοί εκτείθενται χρόνια τώρα σε παραδείγματα συμπαθητικών, έξυπνων τραβεστί». Ξαφνιάστηκε όταν την έκδοση της σειράς στις ΗΠΑ ανέλαβε ο αμερικανικός κλαδος των βρετανικών εκδόσεων «Πένγκουϊν».
«Είμαι πολύ περήφανος που στην Αμερική τα βιβλία μου τα εξέδωσε ένας τόσο σημαντικός οίκος. Είναι απαιτητικότατοι όμως, με έχουν ταράξει στις τουρνέ! Και αυτό φυσικά δεν μου επιτρέπει να εξερευνήσω τις ΗΠΑ, τον περισσότερο χρόνο μου εκεί τον περνάω σε αεροδρόμια».
Ένας λόγος που ο Σομέρ επέλεξε μια τραβεστί για ήρωα τον βιβλίων του ήταν η επιθυμία του να επιτεθεί στα στερεότυπα που τις περιβάλλουν. «Έχω παρατηρήσει πως, με λίγες εξαιρέσεις, στη λογοτεχνία, στο σινεμά, στην τηλεόραση, οι τραβεστί είναι συνήθως ή κουτσομπόλες ελαφρόμυαλες ή ψυχοπαθείς δολοφόνοι.
O Χάνιμπαλ Λέκτερ στη “Σιωπή των αμνών”, για παράδειγμα, και ο Νόρμαν Μπέιτς στο “Ψυχώ” και οι δύο έχουν φετίχ με τα γυναικεία ρούχα. Ήθελα, λοιπόν, ο χαρακτήρας μου να είναι σπίρτο, καλλιεργημένος, ηθικός και γοητευτικός.
Το πρωί είναι ένας αρρενωπός, σουάβ, πετυχημένος επαγγελματίας – το βράδυ μια πανέμορφη τραβεστί που έχει πρότυπο την Όντρεϊ Χέπμπορν. Έχει, βέβαια, ελατώμματα –είναι πολύ σνομπ!– και αμφιβάλλω αν υπάρχει στην πραγματικότητα άτομο σαν τον ήρωά μου – τα βιβλία μου είναι φαντασίες, όχι ντοκιμαντέρ.
Ελπίζω, όμως, πως ο ανθρώπινος τρόπος που απεικονίζω τις τραβεστί στα βιβλία μου –και διαφέρουν δραματικά η μία από την άλλη σε χαρακτήρα και κλάση– θα αλλάξει τη γνώμη μερικών γι’ αυτές».
O αντίκτυπος των βιβλίων
και η «τραβεστί» παράδοση της Τουρκίας
Η τουρκική κοινωνία, μου εξηγεί ο Σομέρ, αντιμετωπίζει τις τραβεστί με υποκρισία: «Απ’ ό,τι γνωρίζω, η Τουρκία έχει το μεγαλύτερο –μετά τη Βραζιλία– πληθυσμό τραβεστί στον κόσμο. O λόγος;
Oι τραβεστί έχουν ζήτηση, ειδικά ανάμεσα στους άντρες που κατάγονται από τις συντηρητικές κοινότητες της Ανατολίας. Κάποιοι αποζητούν τις τραβεστί διότι οι κοπέλες τους αρνούνται να κάνουν σεξ μαζί τους πριν το γάμο.
Άλλοι διότι αρνούνται να αποδεχτούν πως είναι γκέι και το να κάνουν σεξ με μια τραβεστί είναι το πλησιέστερο που μπορούν να έρθουν στο να το κάνουν μ’ έναν άντρα – τους παρέχει μια ψευδαίσθηση. Και ορισμένοι, βέβαια, πάνε μαζί τους διότι τις γουστάρουν...»
Από την άλλη πλευρά, μου λέει, υπάρχουν περιπτώσεις όπως του περίφημου τραγουδιστή Ζεκί Μουρέν, που, αν και τραβεστί, θεοποιήθηκε.
«Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια απ’ όταν πέθανε, παραμένει όμως ένας από τους πιο λατρεμένους τραγουδιστές της χώρας μας. Ξέρεις, τον αποκαλούμε “Σανάτ γκιουνεζί” – σημαίνει “Ήλιος της τέχνης”.
Χιλιάδες Τούρκων παρέστησαν στην κηδεία του και δεν θυμάμαι να είχαμε ποτέ θρηνήσει Τούρκο καλλιτέχνη τόσο. Απέδειξε σε πολλούς πως μια τραβεστί μπορεί να έχει κότσια, ταλέντο και ψυχή».
Oι φόνοι τραβεστί, με πληροφορεί, δεν σπανίζουν στην Τουρκία. «Κάθε άλλο. Και τα κίνητρα ποικίλλουν. Κάποιοι τις σκοτώνουν από τύψεις που πήγανε μαζί τους. Άλλοι διότι, όταν ξέκοψαν μαζί τους, εκείνες απείλησαν πως θα τους μαρτυρήσουν στις οικογένειές τους.
Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές η αστυνομία δεν αντιμετωπίζει τους φόνους τραβεστί με σοβαρότητα. Το ίδιο ισχύει με τα μίντια».
Oι Τουρκάλες τραβεστί ενθουσιάστηκαν, μου λέει, όταν εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο της σειράς. «Δεν γνωρίζω πόσες διαβάζουν τα βιβλία μου.
Έμαθα όμως πως, όταν βγήκε το “Φονικό φιλί”, κάποιες περπατούσαν πάνω-κάτω την Ιστικλάλ Τζαντεσί (σ.σ. πρόκειται για τον πιο κεντρικό πεζόδρομο της Πόλης, αντίστοιχο της Ερμού) με κόπιες του βιβλίου επιδεικτικά ανά χείρας, φωνάζοντας “Γιούχου! Κοιτάξτε! Το βιβλίο αυτό γράφει για μένα!”».
O Σομέρ ομολογεί πως ποτέ δεν ξεκίνησε να γράφει τα μυθιστορήματά του για βιοποριστικούς λόγους. «Γεννήθηκα σε εύπορη οικογένεια και οι προηγούμενες δουλειές μου μού απέφεραν τόσα λεφτά, ώστε να μπορώ πια να ζω άνετα χωρίς να δουλεύω.
Το κάνω κέφι το γράψιμο. Και θα συνεχίσω να γράφω βιβλία με τον ντετέκτιβ τραβεστί ήρωά μου για όσο καιρό υπάρχει ζήτηση γι’ αυτά. Δεν θα διστάσω να τα κόψω μαχαίρι όταν αυτό πάψει να ισχύει».
.Διαβάστε ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα πιέζοντας εδώ:
Gay Βιβλιογραφία στα ελληνικά No 632 .