.
ΜΙΚΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ AΝΘΟΛΟΓΙΟ
από την gay βιβλιογραφία
Α’
6 κείμενα από την Ελληνική Πεζογραφία
ΜΙΚΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ AΝΘΟΛΟΓΙΟ
από την gay βιβλιογραφία
Α’
6 κείμενα από την Ελληνική Πεζογραφία
.
Γιώργος Αδαμίδης: Τα τριαντάφυλλα του Βορρά (Εντευκτήριο – τ.78, 2007)
Κατεβαίνουμε με τη φίλη μου τη σχεδόν κατακόρυφη σκάλα μπροστά από τον καθεδρικό. Πάνω ή δίπλα στις μεγάλες πέτρες των τάφων που διασπούν το γκαζόν κορίτσια με μαγιό κάνουν ηλιοθεραπεία. Ένας νεαρός, όχι πάνω από 25, διασταυρώνεται μαζί μας. Κοιτάζω αφηρημένα. Μου φαίνεται... «Σε έφαγε με τα μάτια του» λέει η φίλη μου. Μπα, εσένα κοιτούσε, λέω. Στη λειτουργία με τους Γρηγοριανούς ύμνους προσέχω ένα μελαχρινό, λεπτό παιδί στη χορωδία, ξεχωρίζει από το χρώμα του δέρματός του, Μαυριτανό θα τον λέμε με τη φίλη μου από δω και μπρος, οι άλλοι της χορωδίας φοράνε σαντάλια, αυτός ένα ζευγάρι πράσινα αθλητικά. Στον αυλόγυρο, πριν ξεκινήσει η λιτανεία, τον φωτογραφίζω ξανά και ξανά, με την άνεση του τουρίστα, μια ακόμη μηχανή ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά... Όλες οι λήψεις είναι προφίλ. Ποτέ δεν στρέφει το βλέμμα απευθείας προ το μέρος μου. Μιλάει σχεδόν συνέχεια με τον διπλανό του. Επιτέλους, σε μία τον πετυχαίνω να χαμογελάει πλατιά. Το απόγευμα, περπατώντας στον ποδηλατόδρομο πλάι στη θάλασσα, κάνω τρία χιλιόμετρα παραπάνω πήγαιν-έλα, για το χατήρι μιας προκλητικής οπισθιογραμμής και δύο σφιχτοδεμένων μηρών που τη στήριζαν, μόνο και μόνο γιατί, από χαζομάρα μου, δεν είδα το μελαχρινό (και πάλι!) πρόσωπο ενός δρομέα. [...]
Στή Μεσαιωνική Αγορά, σ' αυτό το τεράστιο υπαίθριο παζάρι πέρα από τον Βοτανικό Κήπο, κάτω από μια τέντα, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες, τρία νέα παιδιά έχουν στήσει ένα πρόχειρο σιδεράδικο, με το αμόνι του με το φυσερό του με τα όλα του. Ξεχωρίζει ένας ξανθός, 27-28 χρονώ, λεπτός, με άσπρο δέρμα και σχεδόν άτριχο στήθος, που φαντάζει προκλητικό κάτω από ένα δερμάτινο γιλέκο και μόνο. Σηκώνω τη φωτογραφική μηχανή. Έχει πέσει η μπαταρία. Απομένουν τα μάτια για να σώσουν τη σκηνή. Να την κρατήσουν για λίγο μέχρις ότου η μνήμη την αλλοιώσει. Την άλλη μέρα που ξαναπηγαίνω το παιδί φοράει μια πουκαμίσα. Καμιά πρόκληση στον αέρα. Αισθάνομαι το σώμα μου σαν ψηφιδωτό από μνήμες. Με χρώματα και με οσμές. Με γεύσεις. Μακαρόνια με τόνο, φρέσκο κρεμμυδάκι και μαϊντανό που μαγείρεψα μια φορά για τον Άγγελο και μου είπε «σε λατρεύω» και μετά η μάνα του με ρώτησε στυφά ειρωνικά με οxτακόσια τριάντα πέντε κρυφά νοήματα «τι μακαρονάδα ήταν αυτή που του έκανες και το λέει και το ξαναλέει;», ή καλοκαιρινά τηγανιτά πιπέρια και μελιτζάνες και πατάτες με πηχτή κόκκινη σάλτσα ντομάτας...
Χρήστος Βούπουρας: Στο αδιέξοδο της οδού Ασωμάτων (Εστία, 2003)
Γιώργος Αδαμίδης: Τα τριαντάφυλλα του Βορρά (Εντευκτήριο – τ.78, 2007)
Κατεβαίνουμε με τη φίλη μου τη σχεδόν κατακόρυφη σκάλα μπροστά από τον καθεδρικό. Πάνω ή δίπλα στις μεγάλες πέτρες των τάφων που διασπούν το γκαζόν κορίτσια με μαγιό κάνουν ηλιοθεραπεία. Ένας νεαρός, όχι πάνω από 25, διασταυρώνεται μαζί μας. Κοιτάζω αφηρημένα. Μου φαίνεται... «Σε έφαγε με τα μάτια του» λέει η φίλη μου. Μπα, εσένα κοιτούσε, λέω. Στη λειτουργία με τους Γρηγοριανούς ύμνους προσέχω ένα μελαχρινό, λεπτό παιδί στη χορωδία, ξεχωρίζει από το χρώμα του δέρματός του, Μαυριτανό θα τον λέμε με τη φίλη μου από δω και μπρος, οι άλλοι της χορωδίας φοράνε σαντάλια, αυτός ένα ζευγάρι πράσινα αθλητικά. Στον αυλόγυρο, πριν ξεκινήσει η λιτανεία, τον φωτογραφίζω ξανά και ξανά, με την άνεση του τουρίστα, μια ακόμη μηχανή ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά... Όλες οι λήψεις είναι προφίλ. Ποτέ δεν στρέφει το βλέμμα απευθείας προ το μέρος μου. Μιλάει σχεδόν συνέχεια με τον διπλανό του. Επιτέλους, σε μία τον πετυχαίνω να χαμογελάει πλατιά. Το απόγευμα, περπατώντας στον ποδηλατόδρομο πλάι στη θάλασσα, κάνω τρία χιλιόμετρα παραπάνω πήγαιν-έλα, για το χατήρι μιας προκλητικής οπισθιογραμμής και δύο σφιχτοδεμένων μηρών που τη στήριζαν, μόνο και μόνο γιατί, από χαζομάρα μου, δεν είδα το μελαχρινό (και πάλι!) πρόσωπο ενός δρομέα. [...]
Στή Μεσαιωνική Αγορά, σ' αυτό το τεράστιο υπαίθριο παζάρι πέρα από τον Βοτανικό Κήπο, κάτω από μια τέντα, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες, τρία νέα παιδιά έχουν στήσει ένα πρόχειρο σιδεράδικο, με το αμόνι του με το φυσερό του με τα όλα του. Ξεχωρίζει ένας ξανθός, 27-28 χρονώ, λεπτός, με άσπρο δέρμα και σχεδόν άτριχο στήθος, που φαντάζει προκλητικό κάτω από ένα δερμάτινο γιλέκο και μόνο. Σηκώνω τη φωτογραφική μηχανή. Έχει πέσει η μπαταρία. Απομένουν τα μάτια για να σώσουν τη σκηνή. Να την κρατήσουν για λίγο μέχρις ότου η μνήμη την αλλοιώσει. Την άλλη μέρα που ξαναπηγαίνω το παιδί φοράει μια πουκαμίσα. Καμιά πρόκληση στον αέρα. Αισθάνομαι το σώμα μου σαν ψηφιδωτό από μνήμες. Με χρώματα και με οσμές. Με γεύσεις. Μακαρόνια με τόνο, φρέσκο κρεμμυδάκι και μαϊντανό που μαγείρεψα μια φορά για τον Άγγελο και μου είπε «σε λατρεύω» και μετά η μάνα του με ρώτησε στυφά ειρωνικά με οxτακόσια τριάντα πέντε κρυφά νοήματα «τι μακαρονάδα ήταν αυτή που του έκανες και το λέει και το ξαναλέει;», ή καλοκαιρινά τηγανιτά πιπέρια και μελιτζάνες και πατάτες με πηχτή κόκκινη σάλτσα ντομάτας...
Χρήστος Βούπουρας: Στο αδιέξοδο της οδού Ασωμάτων (Εστία, 2003)
Άνα μπαχέμπακ θα πει Σ' αγαπώ Η άμμος στην παραλία της Χαμαμέτ είναι κράμα από ασήμι και χρυσό, κολλάει πάνω στα κορμιά των ανδρών και τα στολίζει με στολές αρχέγονες. Μέσα στην καυτή άμμο της Χαμαμέτ, ντυμένοι με μακριά σώβρακα, χώνονται οι Άραβες, γιατί ντρέπονται να γδύσουν τα κορμιά τους. [...]
Κατέβηκε μ' αλογίσιο περπάτημα και στήθηκε στην άκρη της θάλασσας. Έβαλε τα χέρια στη μέση του κι αγνάντεψε το πέλαγο της Μεσογείου. Τον έβλεπα πλάτη. Οι ηλιοκαμένες κνήμες του κομμάτια από άγαλμα. Δεν με κοίταξε, δεν έπιασε τ' αρχίδια του, και όταν χόρτασε τ' αγνάντεμα, αργά περπάτησε κι η άμμος δεν βούλιαξε, σαν να 'ταν λαφρύς όπως ο αγέρας, απόθεσε το κορμί του λίγο πιο πέρα και γυρίζοντας το κεφάλι κάρφωσε το βλέμμα του, από μάτια βαμμένα με σκούρα χρώματα, βαθιά, επάνω μου, κι ύστερα τα γύρισε στη θάλασσα, να σβήσει η φλόγα τους.
Σηκώθηκα, μάζεψα τα πράγματά μου, τον πολιτισμό μου, τα κομμάτια μου, και πήρα το δρόμο της επιστροφής.
Με πρόλαβε την ώρα που καθάριζα τα πόδια μου απ' την άμμο, λίγο πριν μπω στο ξενοδοχείο. Μου πρόσφερε ξανά το ίδιο βλέμμα, τα ίδια μάτια. Τώρα όμως έβλεπα και τ' αραβικά του χείλια να κρύβουν σοφά τις σειρές από τα κατάλευκα δόντια του, που μόλις φάνηκαν στο στεναγμό της Ανατολής που βγήκε από μέσα του κι απλώθηκε, δίχτυ αράχνης, πάνω μου. ...
Μάνος Κοντολέων: Eρωτική αγωγή (Πατάκη, 2003)
Την επόμενη, ίσως τη μεθεπόμενη μέρα, ο Άρης είχε υπηρεσία στην αποθήκη πυρομαχικών. Εκεί κατά τα μεσάνυχτα βγήκε να κάνει έλεγχο στις σκοπιές της δικαιοδοσίας του, αλλά ήταν όμορφη νύχτα, θερμή και με φεγγάρι, και πήρε να σεργιανά σε γωνιές απόμερες του στρατοπέδου. Κι ήταν σε μια από αυτές που άκουσε κάποιο θόρυβο και σταμάτησε, έστησε αυτί και διαπίστωσε πως κάτι σαν λυγμός ακουγότανε, και πλησίασε και είδε τον Ματθαίο να είναι καθισμένος πάνω σε πέτρα και να έχει σκεπασμένο το πρόσωπό με τα χέρια του, και η στολή υπηρεσίας του σχεδόν ξεσχισμένη.
«Τι έπαθες;» - και επειδή ο άλλος δεν σήκωνε το κεφάλι μήτε αποκάλυπτε το πρόσωπό του, ο Άρης έσκυψε από πάνω του, του τράβηξε τα χέρια, είδε τους μώλωπες, τα ξεραμένα αίματα και τα σκισμένα χείλια.
Και ο Άρης αμέσως κατάλαβε και δεν είπε τίποτε, μόνο ξεκρέμασε το παγούρι με το νερό από τη ζώνη του και βρήκε κάτι χαρτομάντιλα στην τσέπη του, τα μούλιασε και πήρε να καθαρίζει το πρόσωπο και να βγάζει τα σημάδια της βίας από τα χείλια του άλλου.
Κι ο Ματθαίος πήρε ακόμα πιο βαθιά να κλαίει, και ο Άρης δεν ήξερε τι περισσότερο να κάνει ή να πει, αλλά μετά άπλωσε τα χέρια του και κράτησε από τους ώμους τον ασθμαίνοντα φαντάρο, αυτόν τον ανήμπορο πώλον, που τον είχαν βάναυσα πυννιάσει.
Και το αγκάλιασμα ξαφνικά έγινε η πρώτη σκηνή ενός νέου έργου που ο Άρης πήρε να συγγράφει και να σκηνοθετεί, και ο πρωταγωνιστής του σε λίγο λες και κατανόησε απόλυτα τον ρόλο που του είχε ανατεθεί, και έχοντας νωπά ακόμα τα μάγουλα από τα δάκρυα και το στόμα πικρό από το αίμα έσκυψε και πήρε το βαλλίον του Άρη ανάμεσα στα χείλη του και το φίλησε πρώτα, και ό,τι στη συνέχεια έκανε ήταν εκφράσεις ευχαριστίας και εκτονώσεις καταπιεσμένου ερωτικού συναισθήματος.
Κι ο Άρης αφέθηκε να μπει κι αυτός μέσα στο έργο που είχε ο ίδιος συλλάβει και κράτησε τον ρόλο τον δεύτερο – ένας ηθοποιός που έφτασε σε οργασμό ή ένας θεατρικός ήρωας που τον είχαν βάλει να εκσπερματώνει;
Nύχτα θερμή, με φεγγάρι. Νύχτα αυγουστιάτικης πανσελήνου. .
Από το ημερολόγιο της Ντόρας Ρωζέττη (Οδός Πανός, τ.132)
Ροβινσώνικη ζωή
Βρέθηκα ένα καλοκαίρι σ' ένα νησάκι, όπου θα 'μενα δυο-τρεις μέρες μονάχα, δε θ' άξιζε πιότερο: ζούσα σ' απόλυτη ερημιά. Είναι αλήθεια πως δοκίμασα ομορφιές άyvωστες για μένα ως τώρα. Θαρρούσα πως ήμουνα ουρανοκατέβατη, τόσο παράξενα και άγνωστα ήταν όλα γύρω μου. Σαν τρελλή ανεβοκατέβαινα κατσάβραχα, σκαρφάλωνα στις συκιές κι έκανα επιδρομές στα διάφορα αμπέλια, ζητώντας να δοκιμάσω άπληστα απ' όλα τα είδη των σταφυλιών' με χτυπούσε στα νεύρα να βλέπω χάμω τσαμπιά μεγάλα, τόσο πλάι το 'να στ' άλλο..Έμπηζα φωνές δυνατές, απάγγελνα, τραγουδούσα, πού θα χαιρόμουν ποτέ τέτοια λευτεριά, κι ερημιά; Δεν πέρασα ποτέ από το ίδιο μέρος δυο φορές, πότε σε ρεματιές γεμάτες πικροδάφνες και λυγαριές, πότε σε κουφάλες στα βραχάκια της παραλίας, πότε τρώγοντας φραγκόσυκα και βατόμουρα και πότε γράφοντας με πολύχρωμα χαλίκια στίχους στην άμμο. .
Πρόδρομος Σαββίδης: Δυο σταγόνες βροχή (Οδυσσέας, 1985)
Ο αποσπερίτης, ο αυγερινός και η αφροδίτη Φεύγουμε και δεν πηδάει στην ξύλινη σκάλα. Έμεινε στην προκυμαία. Τρέχει προς τα πάνω. 'Εμεινε έξω. Σταμάτησε μπροστά σ' ένα από κείνα τα τεράστια σιδερένια παλούκια που δένουν τα πλoία. Διώχνει κάποιον. Βγάζει τη θηλειά, την αρπάζει και πηδάει στη θάλασσα. Θα καρφωθεί στα πλευρά του καραβιού. Σηκώνει τα πόδια ελάχιστα λυγισμένα και κολλάει σαν βεντούζα στην πλώρη. Σκαρφαλώνει τώρα σαν πιθήκι. Φτάνει στην τρύπα απ' όπου βγαίνει το χοντρό παλαμάρι, πατάει εκεί, κάνει έλξη στην κουπαστή και πηδάει μέσα. Μπήκε. Στέγνωσε το στόμα μου. Μου ξέρανε το λαιμό ο κερατάς. Ακουμπούσε τεμπέλικα τον ένα αγκώνα στο σιδερένιο κάγκελο της ξύλινης σκάλας, με το πουκάμισο ανοικτό μέχρι τη ζώνη, να φαίνεται μόνο το ένα του στήθος. γυμνό απ' την πλαγιαστή στάση και κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω τον καθένα που επιβιβαζόταν, με βλέμμα να τον γδύσει, αδιάφορα αν ήταν αρσενικός ή θηλυκιά. Έκανα πως δε βρήκα το εισιτήριο αμέσως, που έπρεπε να δώσω να το ελέγξει ο άλλος ο όρθιος δίπλα του με τη στολή, ν' αφήσω τα μάτια, μου να γλείψουν το κορμί του κι από τη ζώνη και κάτω, κoιτάζoντας τάχα προς το έδαφος. «Στο τσεπάκι, στο τσεπάκι αγόρι είναι, του πουκάμισου». Σήκωσα τα μάτια και του χαμογέλασα ένα ευχαριστώ, δείχνοντας το εισιτήριο στον άλλο. «Σιγά, θα πέσεις στο νερό». Αποτέλεσμα: πέντε μελανιές απ' τα δάχτυλά του στο μπράτσο μου. Κάθε καλοκαίρι δέκα μέρες στην Αιδηψό με γέρους. Πρώτη φορά ταξιδεύω μόνoς μου, και όχι στην Αιδηψό. ... -
Κώστας Ταχτσής: Το φοβερό βήμα (Εξάντας, 1989)
Στη Χαλκίδα, τα μεσάνυχτα, ανέβηκαν στο πλοίο κι άλλοι επιβάτες. Γέμισε το κατάστρωμα. Ο φίλος μου μού εξήγησε το φαινόμενο της παλίρροιας. Όταν χάθηκαν τα φώτα της Χαλκίδας στον ορίζοντα, μας έβαλαν να κοιμηθούμε μαζί σε μια κουβέρτα, στη μισή ξαπλώσαμε, με την άλλη μισή σκεπαστήκαμε, γιατί, παρόλο πού ήταν Αύγουστος κι η βραδιά γλυκιά, φυσούσε στο κατάστρωμα. Κολλήσαμε αναγκαστικά ο ένας πλάι στον άλλο. Αισθανόμουν την ανάσα του στο πρόσωπό μου, τη θέρμη του κορμιού του να ζεσταίνει το δικό μου πιο πολύ κι απ' την κουβέρτα. Αλλά αυτό, αντί να με αποκοιμίσει, μ' ερέθιζε και δεν έλεγε να με πάρει ο ύπνος. [...]
Ο φίλος μου είχε αποκοιμηθεί. Κοίταξα για λίγο τ' άστρα, που θαρρείς και κουνιούνταν αυτά, κι όχι το πλοίο, στον ουράνιο θόλο, ύστερα αλλαξα πλευρό καε με πήρε κι εμένα ο ύπνος. Εμείς κατεβήκαμε στο Βόλο, εκείνοι θα συνέχιζαν ως τη Θεσσαλονίκη κι από κει στη Χαλκιδική για να παραθερίσουν. Ο χωρισμός ήταν σπαρακτικός. Η κυρία απ' την Αίγυπτο χάρισε στη μάνα μου ένα βάζο με γλυκό από χουρμάδες. Εγώ κι ο φίλος μου ανταλλάξαμε διευθύνσεις, και μου υποσχέθηκε ότι, μόλις γύριζε στήν Αλεξάνδρεια, θα μου έστελνε μια καρτ-ποστάλ. Μου χάρισε και μια μικρή φωτογραφία του. Ήταν ντυμένος πρόσκοπος και την έχω ακόμα, καμιά φορά, όταν ψάχνω το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες, βγαίνει στην επιφάνεια, τον κοιτάζω, νοστιμούλης ήταν, εγώ όμως «τον θυμούμαι σαν πιο εμορφο...». Ήταν ο δεύτερος, άτυχος κι αυτός, έρωτάς μου. ...
1 σχόλιο:
Όμορφο. Το απόλαυσα. Σ’ ευχαριστώ για τις επιλογές και τον κόπο να τα δημοσιεύσεις. :-)
Δημοσίευση σχολίου