Nicholas Georgiadis
ΜΙΚΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ AΝΘΟΛΟΓΙΟ
από την gay βιβλιογραφία
Β’
6 κείμενα από την Ξένη Πεζογραφία
.
James Baldwin: Το δωμάτιο του Τζοβάνι (Μεταίχμιο, 2005)
Ήτανε καλοκαίρι, δεν είχαμε σχολείο. Οι γονείς του είχαν πάει κάπου για το Σαββατοκύριακο κι εγώ περνούσα εκείνο το Σαββατοκύριακο σπίτι του, που βρισκότανε κοντά στο Kόνι Άιλαντ, στο Μπρούκλιν.[...] Πρέπει να πήγαμε στον κινηματογράφο. Δεν μπορώ να θυμηθώ κανέναν άλλο λόγο για το πώς βρεθήκαμε έξω, και θυμάμαι να περπατάμε μέσα στους σκοτεινούς, τροπικούς δρόμους του Μπρούκλιν με τη ζέστη να αναδύεται από τα πεζοδρόμια και να εκτοξεύεται από τους τοίχους των σπιτιών με τόση δύναμη που θα μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο, με όλους τους ενήλικες του κόσμου, όπως φαινότανε, να κάθονται φωνακλάδες κι ατημέλητοι στις βεράντες κι όλα τα παιδιά του κόσμου στα πεζοδρόμια ή στα ρείθρα του δρόμου ή κρεμασμένα από τις εξωτερικές σκάλες κινδύνου, με το μπράτσο μου γύρω από τους ώμους του Τζόι. Ήμουνα περήφανος, νομίζω γιατί το κεφάλι του έφτανε ακριβώς κάτω από τ' αυτί μου. Περπατούσαμε, και ο Τζόι έλεγε διάφορες σόκιν εξυπνάδες και γελούσαμε. Παράξενο που θυμάμαι, πρώτη φορά ύστερα από τόσον καιρό, πόσο καλά ένιωθα εκείνη τη βραδιά, πόσο μου άρεσε ο Τζόι.
Όταν φτάσαμε σπίτι μέσα από κείνους τους δρόμους, είχε ησυχία, και ήμασταν κι εμείς σιωπηλοί. Ήμασταν πολύ σιωπηλοί μέσα στο διαμέρισμα και νυσταγμένοι γδυθήκαμε στο δωμάτιο του Τζόι και πέσαμε στο κρεβάτι. Με πήρε ο ύπνος - κάμποση ώρα, νομίζω. Αλλά ξύπνησα βρίσκοντας το φως αναμμένο και τον Τζόι να εξετάζει το μαξιλάρι με μεγάλη, εξαγριωμένη προσοχή. «Τι συμβαίνει;» «Νομίζω ότι με τσίμπησε κοριός». «Τι λες, βρε βόδι. Έχεις κοριούς στο κρεβάτι σου;» «Νομίζω ότι με τσίμπησε ένας». «Σ' έχει ξανατσιμπήσει κοριός;» «Όχι». «Ε, πέσε να κοιμηθείς. Στον ύπνο σου το είδες».
Με κοίταξε με ανοιχτό το στόμα και με ορθάνοιχτα τα σκούρα μάτια του. Ήταν σάμπως να είχε μόλις ανακαλύψει ότι ήμουνα ειδικός στους κοριούς. Γέλασα και άρπαξα το κεφάλι του όπως ένας Θεός ξέρει πόσες φορές είχα ξανακάνει, όταν έπαιζα μαζί του ή όταν με ενοχλούσε. Αυτήν τη φορά, όμως, μόλις τον άγγιξα κάτι συνέβη σ' εκείνον και σε μένα που έκανε αυτό το άγγιγμα διαφορετικό από κάθε άλλο άγγιγμα που ξέραμε κι ο ένας κι ο άλλος. Και δεν αντιστάθηκε, όπως έκανε συνήθως, αλλά έμεινε εκεί που τον είχα τραβήξει, πάνω στο στήθος μου. Και συνειδητοποίησα ότι η καρδιά μου χτυπούσε τρομακτικά κι ότι ο Τζόι έτρεμε επάνω μου και το φως στο δωμάτιο ήταν πολύ δυνατό και ζεστό. Πήγα να κινηθώ και να κάνω καμιά πλακίτσα, αλλά κάτι μουρμούρισε ο Τζόι κι έσκυψα το κεφάλι για ν' ακούσω. Ο Τζόι σήκωσε το κεφάλι του καθώς εγώ χαμήλωνα το δικό μου και φιληθήκαμε, έτσι που τα λέμε, κατά λάθος. Και τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένιωσα πραγματικά το σώμα κάποιου άλλου, τη μυρωδιά κάποιου άλλου. Κρατιόμασταν αγκαλιασμένοι. Ήταν σαν να κρατούσα στο χέρι μου ένα σπάνιο, εξουθενωμένο, σχεδόν καταδικασμένο πουλί που έτυχε σαν από θαύμα να βρω. Ήμουνα κατατρομαγμένος, είμαι σίγουρος ότι ήταν κι εκείνος τρομαγμένος, και κλείσαμε τα μάτια. Για να το θυμάμαι τόσο καθαρά, τόσο επώδυνα απόψε, σημαίνει ότι δεν το είχα ποτέ ούτε για μια στιγμή πραγματικά ξεχάσει. Νιώθω και τώρα μέσα μου μιαν αμυδρή, τρομερή αναστάτωση από αυτό που με κατακυρίεψε τότε, μεγάλη διψασμένη κάψα, και τρέμουλο, και τρυφερότητα τόσο οδυνηρή, που νόμιζα πως θα σπάσει η καρδιά μου. Αλλά μέσα απ' αυτό τον συντριπτικό, τον αφόρητο πόνο ξεπήδησε χαρά, δώσαμε χαρά ο ένας στον άλλο εκείνη τη νύχτα. Μου φάνηκε, τότε, ότι ολάκερη η ζωή δεν θα μου έφτανε για να κάνω με τον Τζόι την πράξη του έρωτα.
Μετάφραση: Τερέζα Βεκιαρέλλη
Truman Capote: Εν ψυχρώ (Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1969)
Ο ήλιος έκαιγε. Ένα μικρό ψαροκάικο είχε ρίξει άγκυρα σε μιαν απέραντη μεριά: Η «Εστρελλίτα», με τέσσερις άντρες πάνω, τον Ντικ, τον Πέρρυ, ένα νεαρό Μεξικάνο και τον Όττο, ένα πλούσιο μεσόκοπο Γερμανό. –Παρακαλώ. Πάλι! Είπε ο Όττο. Κι ο Πέρρυ γρατσουνώντας την κιθάρα του, τραγούδησε με τη βραχνή γλυκειά φωνή του ένα λαϊκό τραγούδι από την περιοχή των Σμόκυ Μάουνταινς.
Μια βδομάδα είχαν μείνει στην Πόλι του Μεξικού και μετά, ο Ντικ κι αυτός είχαν τραβήξει νότια – Κουαρναβάκα, Τάξκο, Ακαπούλκο. Εκεί στο Ακαπούλκο, σ’ ένα μαλιομάγαζο με τζουκ-μποξ, είχανε γνωρίσει τον τριχοπόδη, καλοκάγαθο Όττο. Τον είχε «ψαρέψει» ο Ντικ. Μα ο κύριος αυτός, ένας δικηγόρος που είχε έρθει για διακοπές από το Αμβούργο, «είχε κιόλας βρει φίλο» - ένα ντόπιο νεαρό από το Ακαπούλκο που μοναχός του είχε βαφτιστεί Καουμπόυ. «Και τελικά αποδείχθηκε αξιόπιστο πρόσωπο», είπε κάποτε ο Πέρρυ για τον Κάου μπόυ. «Κακός σα Γιούδας καμμιά φορά, αλλά αστείος φίλε μου, και περίφημος τζόκεϋ. Κι ο Ντικ τον συμπαθούσε. Τα πηγαίναμε περίφημα μαζί»
Ο Καουμπόυ βρήκε για τους δυο σημαδεμένους πλάνητες ένα δωμάτιο σ’ ενός θείου του το σπίτι, ανέλαβε να βελτιώσει τα Ισπανικά του Πέρρυ και μοιράστηκε γενναιόδωρα τα ωφελήματα του δεσμού του με τον πλούσιο τουρίστα από το Αμβούργο, που με έξοδά του πίνανε, τρώγανε κι αγοράζανε γυναίκες. Ο ξένος πάλι χαλάλιζε τα πέζος, που ξόδευε, αν όχι τίποτ’ άλλο, για τα νόστιμα καλαμπούρια του Ντικ. Κάθε μέρα ο Όττο νοίκιαζε την «Εστρελλίτα», ένα καϊκάκι για ψάρεμα στα βαθιά, κι οι τέσσερις φίλοι αρμενίζανε γιαλό – γιαλό σέρνοντας πίσω τους το γρίπο. Ο Κάουμπόυ μανούβραρε το σκάφος. Ο Όττο ζωγράφιζε και ψάρευε. Ο Πέρρυ περνούσε δολώματα στ’ αγκίστρια, ονειροπολούσε, τραγουδούσε και καμμιά φορά ψάρευε. Ο Ντικ δεν έκανε τίποτα – μονάχα βογγούσε, γκρίνιαζε για το κούνημα του καϊκιού, ξάπλωνε εδώ κι εκεί ακίνητος, ναρκωμένος από τον ήλιο, σαν την σαύρα.
Μετάφραση: Λ. Δουκίδου
Marguerite Duras: Μάτια γαλανά, μαύρα τα μαλλιά (Εξάντας 1988)
Της λέει ότι η αιτία για την απόγνωση που ένιωσαν κι οι δύο εκείνο το βράδυ στο παραθαλάσσιο καφέ, ήταν το ίδιο πρόσωπο, ο νεαρός ξένος. Εκείνη θυμάται που της μίλησε πολλές φορές για έναν νεαρό ξένο με γαλάζια μάτια και μαύρα μαλλιά, δεν είχε όμως ποτέ σκεφθεί ότι επρόκειτο γι αυτόν που κι εκείνη είχε αγαπήσει.
Τώρα θυμάται καλύτερα τη θανάσιμη λύπη για την οποία της μιλούσε, αυτή που τον επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι και που τον διέλυε, αυτή που ήταν αφηρημένη και χωρίς καμιά συνέχεια ποτέ.
Μετάφραση: Έφη Κορομηλά
Alan Hollinghurst: Η έλξη (Σέλας, 2001)
Στις αρχές Ιουλίου, ο Ντάνι έπιασε δουλειά ως νυχτοφύλακας σ’ ένα συγκρότημα γραφείων στο Σίτι. Ήξερε ότι ο Άλεξ δεν θα ήταν ευχαριστημένος και του ανέφερε το ωράριο –οχτώ με έξι- κάπως ανέμελα, σαν παιδί που μάταια ελπίζει να κερδίσει κάποιες επιπλέον ελευθερίες απ’ τους γονείς του. Ο Άλεξ έστρεψε αλλού το βλέμμα ενώ κοκκίνισε αυτόματα λες και τον είχαν χαστουκίσει. Ο Ντάνι κατάλαβε ότι δεν είχε επιλέξει την πλέον κατάλληλη στιγμή – κουβεντούλα νωρίς το βράδυ στο τραπέζι της κουζίνας του Άλεξ. Ένα μπουκάλι καλό κρασί που τον είχε πείσει να ανοίξει ήταν ένα αδέξιο καταπραϋντικό – φυσικά δεν είχε πρόθεση να το γιορτάσουν. «Δεν δουλεύω τα Σάββατα» είπε ο Ντάνι.
«Ω γλυκέ μου» ήταν το μόνο που είπε ο Άλεξ.
Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης
Fernando Pessoa (Μπερνάντο Σοάρες): Το βιβλίο της ανησυχίας (Εξάντας, 2004)
Αγαπάω, τα αργόσυρτα καλοκαιρινά βράδια, την ησυxία της κάτω πόλης, και προπάντων την ησυxία που η αντίθεση την κάνει ακόμη εντονότερη στα μέρη που την ημέρα σφύζουν από κίνηση. Η Ρούα ντου Αρσενάλ, η Ρούα ντα Αλφάντεγκα, οι θλιβεροί δρόμοι που εκτείνονται προς τα ανατολικά, μετά το τέρμα της Ρούα ντα Αλφάντεγκα, οι έρημες αποβάθρες σε ευθεία γραμμή, όλα αυτά με ανακουφίζουν από τη μελαγχολία μου, αν κάποιο από εκείνα τα βράδια εισxωρήσω στη μοναξιά των διαδρομών τους. Ζω σε μια εποχή παλαιότερη από αυτή στην οποία ζω. Απολαμβάνω να νιώθω πως είμαι σύγχρονος του Σεζάριο Βέρδε, κι έχω μέσα μου όχι άλλους στίχους σαν τους δικούς του, αλλά την ίδια ουσία από την οποία είναι φτιαγμένοι οι στίχοι του. Περιφέρω, μέχρι να πέσει η νύχτα, μια αίσθηση ζωής ίδια με αυτών των δρόμων. Τη μέρα είναι γεμάτοι από φασαρία που δεν σημαίνει τίποτα. Τη νύχτα είναι γεμάτοι από έλλειψη φασαρίας, που πάλι δεν σημαίνει τίποτα. Εγώ τη μέρα είμαι ένα τίποτα, αλλά τη νύχτα είμαι εγώ. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μένα και τους δρόμους από την πλευρά της Αλφάντεγκα, εκτός από το ότι αυτοί είναι δρόμοι και εγώ ψυχή, το οποίο μπορεί να μην έχει καμιά σημασία μπροστά στην ουσία των πραγμάτων. Υπάρχει ένα κοινό πεπρωμένο, καθότι αφηρημένο, για τους ανθρώπους και τα πράγματα - ένας εξίσου αδιάφορος ορισμός στην άλγεβρα του μυστηρίου.
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα. .. Εκείνες τις αργές και άδειες ώρες ανεβαίνει από την ψυχή στο πνεύμα μου μια θλίψη ολόκληρου του είναι μου, η πίκρα ότι όλα είναι μια αίσθηση δική μου και συνάμα ένα πράγμα εξωτερικό, που δεν είναι στο χέρι μου να το αλλάξω. Αχ, πόσες φορές τα όνειρά μου υψώνονται μπροστά μου σαν πράγματα, όχι για να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, αλλά για να μου πουν ότι της μοιάζουν στο ότι δεν τα θέλω, στο ότι εμφανίζονται ξαφνικά απ' έξω, όπως το τραμ που κάνει στροφή στο βάθος του δρόμου ή όπως η φωνή του νυχτερινού ντελάλη -τι να διαλαλεί αραγε;-, που ξεχωρίζει, αραβική μελωδία, σαν απρόσμενο σιντριβάνι, στη μονοτονία του δειλινού.
…
Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα
Carme Riera: Μάρτυρές μου οι Γλάροι (Ήριννα, 1981)
Σου αφήνω, αγάπη μου, τη θάλασσα για ενθύμιο
Ο κόσμος όλος μού συμπεριφερόταν κανονικά, όπως πριν, κι ο πατέρας μου μ’ έστειλε να περάσω το καλοκαίρι μου έξω από τη Μαγιόρκα σαν ανταμοιβή για τους καλούς βαθμούς που ‘χα πάρει στις εξετάσεις του Ιουνίου.
Η όψη των ημερών εκείνων θα σημαίνει πάντα για μένα ερήμωση. Έφαγα νοστιμότατα σάντουιτς με δηλητηριασμένα μανιτάρια και φρούτα διαβρωμένα απ’ τα σκουλίκια. Δοκίμασα γλυκά που ‘κρυβαν στη μαρέγκα τους μαχαίρια χωρίς χερούλια, κρασιά που προσποιόντουσαν τέλεια την καταγωγή τους απ’ τα φτυσίματα. Ποτέ δεν αισθάνθηκα τόσο κενή, τόσο ξένη με τον εαυτό μου. Κενή, ανίκανη, καταστραμμένη, άρχισα να μισώ τα πάντα, τον κόσμο, την πόλη, κι εκείνο το καλοκαίρι που τόσο τρυφερά είχε αρχίσει. Κι όμως, διατηρούσα άθικτη εκείνη την τεράστια ικανότητα για αγάπη που την τροφοδοτούσες εσύ και μόνο εσύ, και που χωρίς να της διαφεύγει η παραμικρή σταγόνα επέστρεφε σε σένα ακέραιη. Το τελευταίο απόγευμα είχες παρκάρει το αυτοκίνητό σου στο λιμάνι. Έβαλα τα κλάματα – ήταν τόσες οι αιτίες! – ψάχνοντας καταφύγιο στην αγκαλιά σου που μ’ αρνήθηκε. [...] Ξάφνου, το μουρμούρισμα της θάλασσας εισέβαλε στ’ αυτιά μου – δεν σ’ άκουγα πια – και με τράβηξε κοντά της, εγκαταλείποντάς με στη μέση των κυμάτων. Το νερό χτυπούσε στο φινιστρίνι. Ένα γαλάζιο γεμάτο ένταση, που αντανακλούσε την ηρεμία του ουρανού, μου πλήγωνε τα μάτια, χωρίς να ξέρω αν ήταν το χρώμα της θάλασσας ή των ματιών σου. Στην οκτάκλινη καμπίνα ήμουν μόνη μαζί σου. Ξάπλωσα δίπλα σου στην κουκέτα. Ο αφρός των κυμάτων, φτερά από χελιδόνια, χνάρια από δελφίνια έμπαιναν από το στρογγυλό φινιστρίνι στο σχήμα γεμάτου φεγγαριού, ενός μεσημεριάτικου φεγγαριού. Άρχισες να γδύνεσαι αργά.
Μετάφραση: Μαρία Χοσέ Λούμπετ – Αλίκη Αλεξανδρή
James Baldwin: Το δωμάτιο του Τζοβάνι (Μεταίχμιο, 2005)
Ήτανε καλοκαίρι, δεν είχαμε σχολείο. Οι γονείς του είχαν πάει κάπου για το Σαββατοκύριακο κι εγώ περνούσα εκείνο το Σαββατοκύριακο σπίτι του, που βρισκότανε κοντά στο Kόνι Άιλαντ, στο Μπρούκλιν.[...] Πρέπει να πήγαμε στον κινηματογράφο. Δεν μπορώ να θυμηθώ κανέναν άλλο λόγο για το πώς βρεθήκαμε έξω, και θυμάμαι να περπατάμε μέσα στους σκοτεινούς, τροπικούς δρόμους του Μπρούκλιν με τη ζέστη να αναδύεται από τα πεζοδρόμια και να εκτοξεύεται από τους τοίχους των σπιτιών με τόση δύναμη που θα μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο, με όλους τους ενήλικες του κόσμου, όπως φαινότανε, να κάθονται φωνακλάδες κι ατημέλητοι στις βεράντες κι όλα τα παιδιά του κόσμου στα πεζοδρόμια ή στα ρείθρα του δρόμου ή κρεμασμένα από τις εξωτερικές σκάλες κινδύνου, με το μπράτσο μου γύρω από τους ώμους του Τζόι. Ήμουνα περήφανος, νομίζω γιατί το κεφάλι του έφτανε ακριβώς κάτω από τ' αυτί μου. Περπατούσαμε, και ο Τζόι έλεγε διάφορες σόκιν εξυπνάδες και γελούσαμε. Παράξενο που θυμάμαι, πρώτη φορά ύστερα από τόσον καιρό, πόσο καλά ένιωθα εκείνη τη βραδιά, πόσο μου άρεσε ο Τζόι.
Όταν φτάσαμε σπίτι μέσα από κείνους τους δρόμους, είχε ησυχία, και ήμασταν κι εμείς σιωπηλοί. Ήμασταν πολύ σιωπηλοί μέσα στο διαμέρισμα και νυσταγμένοι γδυθήκαμε στο δωμάτιο του Τζόι και πέσαμε στο κρεβάτι. Με πήρε ο ύπνος - κάμποση ώρα, νομίζω. Αλλά ξύπνησα βρίσκοντας το φως αναμμένο και τον Τζόι να εξετάζει το μαξιλάρι με μεγάλη, εξαγριωμένη προσοχή. «Τι συμβαίνει;» «Νομίζω ότι με τσίμπησε κοριός». «Τι λες, βρε βόδι. Έχεις κοριούς στο κρεβάτι σου;» «Νομίζω ότι με τσίμπησε ένας». «Σ' έχει ξανατσιμπήσει κοριός;» «Όχι». «Ε, πέσε να κοιμηθείς. Στον ύπνο σου το είδες».
Με κοίταξε με ανοιχτό το στόμα και με ορθάνοιχτα τα σκούρα μάτια του. Ήταν σάμπως να είχε μόλις ανακαλύψει ότι ήμουνα ειδικός στους κοριούς. Γέλασα και άρπαξα το κεφάλι του όπως ένας Θεός ξέρει πόσες φορές είχα ξανακάνει, όταν έπαιζα μαζί του ή όταν με ενοχλούσε. Αυτήν τη φορά, όμως, μόλις τον άγγιξα κάτι συνέβη σ' εκείνον και σε μένα που έκανε αυτό το άγγιγμα διαφορετικό από κάθε άλλο άγγιγμα που ξέραμε κι ο ένας κι ο άλλος. Και δεν αντιστάθηκε, όπως έκανε συνήθως, αλλά έμεινε εκεί που τον είχα τραβήξει, πάνω στο στήθος μου. Και συνειδητοποίησα ότι η καρδιά μου χτυπούσε τρομακτικά κι ότι ο Τζόι έτρεμε επάνω μου και το φως στο δωμάτιο ήταν πολύ δυνατό και ζεστό. Πήγα να κινηθώ και να κάνω καμιά πλακίτσα, αλλά κάτι μουρμούρισε ο Τζόι κι έσκυψα το κεφάλι για ν' ακούσω. Ο Τζόι σήκωσε το κεφάλι του καθώς εγώ χαμήλωνα το δικό μου και φιληθήκαμε, έτσι που τα λέμε, κατά λάθος. Και τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένιωσα πραγματικά το σώμα κάποιου άλλου, τη μυρωδιά κάποιου άλλου. Κρατιόμασταν αγκαλιασμένοι. Ήταν σαν να κρατούσα στο χέρι μου ένα σπάνιο, εξουθενωμένο, σχεδόν καταδικασμένο πουλί που έτυχε σαν από θαύμα να βρω. Ήμουνα κατατρομαγμένος, είμαι σίγουρος ότι ήταν κι εκείνος τρομαγμένος, και κλείσαμε τα μάτια. Για να το θυμάμαι τόσο καθαρά, τόσο επώδυνα απόψε, σημαίνει ότι δεν το είχα ποτέ ούτε για μια στιγμή πραγματικά ξεχάσει. Νιώθω και τώρα μέσα μου μιαν αμυδρή, τρομερή αναστάτωση από αυτό που με κατακυρίεψε τότε, μεγάλη διψασμένη κάψα, και τρέμουλο, και τρυφερότητα τόσο οδυνηρή, που νόμιζα πως θα σπάσει η καρδιά μου. Αλλά μέσα απ' αυτό τον συντριπτικό, τον αφόρητο πόνο ξεπήδησε χαρά, δώσαμε χαρά ο ένας στον άλλο εκείνη τη νύχτα. Μου φάνηκε, τότε, ότι ολάκερη η ζωή δεν θα μου έφτανε για να κάνω με τον Τζόι την πράξη του έρωτα.
Μετάφραση: Τερέζα Βεκιαρέλλη
Truman Capote: Εν ψυχρώ (Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1969)
Ο ήλιος έκαιγε. Ένα μικρό ψαροκάικο είχε ρίξει άγκυρα σε μιαν απέραντη μεριά: Η «Εστρελλίτα», με τέσσερις άντρες πάνω, τον Ντικ, τον Πέρρυ, ένα νεαρό Μεξικάνο και τον Όττο, ένα πλούσιο μεσόκοπο Γερμανό. –Παρακαλώ. Πάλι! Είπε ο Όττο. Κι ο Πέρρυ γρατσουνώντας την κιθάρα του, τραγούδησε με τη βραχνή γλυκειά φωνή του ένα λαϊκό τραγούδι από την περιοχή των Σμόκυ Μάουνταινς.
Μια βδομάδα είχαν μείνει στην Πόλι του Μεξικού και μετά, ο Ντικ κι αυτός είχαν τραβήξει νότια – Κουαρναβάκα, Τάξκο, Ακαπούλκο. Εκεί στο Ακαπούλκο, σ’ ένα μαλιομάγαζο με τζουκ-μποξ, είχανε γνωρίσει τον τριχοπόδη, καλοκάγαθο Όττο. Τον είχε «ψαρέψει» ο Ντικ. Μα ο κύριος αυτός, ένας δικηγόρος που είχε έρθει για διακοπές από το Αμβούργο, «είχε κιόλας βρει φίλο» - ένα ντόπιο νεαρό από το Ακαπούλκο που μοναχός του είχε βαφτιστεί Καουμπόυ. «Και τελικά αποδείχθηκε αξιόπιστο πρόσωπο», είπε κάποτε ο Πέρρυ για τον Κάου μπόυ. «Κακός σα Γιούδας καμμιά φορά, αλλά αστείος φίλε μου, και περίφημος τζόκεϋ. Κι ο Ντικ τον συμπαθούσε. Τα πηγαίναμε περίφημα μαζί»
Ο Καουμπόυ βρήκε για τους δυο σημαδεμένους πλάνητες ένα δωμάτιο σ’ ενός θείου του το σπίτι, ανέλαβε να βελτιώσει τα Ισπανικά του Πέρρυ και μοιράστηκε γενναιόδωρα τα ωφελήματα του δεσμού του με τον πλούσιο τουρίστα από το Αμβούργο, που με έξοδά του πίνανε, τρώγανε κι αγοράζανε γυναίκες. Ο ξένος πάλι χαλάλιζε τα πέζος, που ξόδευε, αν όχι τίποτ’ άλλο, για τα νόστιμα καλαμπούρια του Ντικ. Κάθε μέρα ο Όττο νοίκιαζε την «Εστρελλίτα», ένα καϊκάκι για ψάρεμα στα βαθιά, κι οι τέσσερις φίλοι αρμενίζανε γιαλό – γιαλό σέρνοντας πίσω τους το γρίπο. Ο Κάουμπόυ μανούβραρε το σκάφος. Ο Όττο ζωγράφιζε και ψάρευε. Ο Πέρρυ περνούσε δολώματα στ’ αγκίστρια, ονειροπολούσε, τραγουδούσε και καμμιά φορά ψάρευε. Ο Ντικ δεν έκανε τίποτα – μονάχα βογγούσε, γκρίνιαζε για το κούνημα του καϊκιού, ξάπλωνε εδώ κι εκεί ακίνητος, ναρκωμένος από τον ήλιο, σαν την σαύρα.
Μετάφραση: Λ. Δουκίδου
Marguerite Duras: Μάτια γαλανά, μαύρα τα μαλλιά (Εξάντας 1988)
Της λέει ότι η αιτία για την απόγνωση που ένιωσαν κι οι δύο εκείνο το βράδυ στο παραθαλάσσιο καφέ, ήταν το ίδιο πρόσωπο, ο νεαρός ξένος. Εκείνη θυμάται που της μίλησε πολλές φορές για έναν νεαρό ξένο με γαλάζια μάτια και μαύρα μαλλιά, δεν είχε όμως ποτέ σκεφθεί ότι επρόκειτο γι αυτόν που κι εκείνη είχε αγαπήσει.
Τώρα θυμάται καλύτερα τη θανάσιμη λύπη για την οποία της μιλούσε, αυτή που τον επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι και που τον διέλυε, αυτή που ήταν αφηρημένη και χωρίς καμιά συνέχεια ποτέ.
Μετάφραση: Έφη Κορομηλά
Alan Hollinghurst: Η έλξη (Σέλας, 2001)
Στις αρχές Ιουλίου, ο Ντάνι έπιασε δουλειά ως νυχτοφύλακας σ’ ένα συγκρότημα γραφείων στο Σίτι. Ήξερε ότι ο Άλεξ δεν θα ήταν ευχαριστημένος και του ανέφερε το ωράριο –οχτώ με έξι- κάπως ανέμελα, σαν παιδί που μάταια ελπίζει να κερδίσει κάποιες επιπλέον ελευθερίες απ’ τους γονείς του. Ο Άλεξ έστρεψε αλλού το βλέμμα ενώ κοκκίνισε αυτόματα λες και τον είχαν χαστουκίσει. Ο Ντάνι κατάλαβε ότι δεν είχε επιλέξει την πλέον κατάλληλη στιγμή – κουβεντούλα νωρίς το βράδυ στο τραπέζι της κουζίνας του Άλεξ. Ένα μπουκάλι καλό κρασί που τον είχε πείσει να ανοίξει ήταν ένα αδέξιο καταπραϋντικό – φυσικά δεν είχε πρόθεση να το γιορτάσουν. «Δεν δουλεύω τα Σάββατα» είπε ο Ντάνι.
«Ω γλυκέ μου» ήταν το μόνο που είπε ο Άλεξ.
Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης
Fernando Pessoa (Μπερνάντο Σοάρες): Το βιβλίο της ανησυχίας (Εξάντας, 2004)
Αγαπάω, τα αργόσυρτα καλοκαιρινά βράδια, την ησυxία της κάτω πόλης, και προπάντων την ησυxία που η αντίθεση την κάνει ακόμη εντονότερη στα μέρη που την ημέρα σφύζουν από κίνηση. Η Ρούα ντου Αρσενάλ, η Ρούα ντα Αλφάντεγκα, οι θλιβεροί δρόμοι που εκτείνονται προς τα ανατολικά, μετά το τέρμα της Ρούα ντα Αλφάντεγκα, οι έρημες αποβάθρες σε ευθεία γραμμή, όλα αυτά με ανακουφίζουν από τη μελαγχολία μου, αν κάποιο από εκείνα τα βράδια εισxωρήσω στη μοναξιά των διαδρομών τους. Ζω σε μια εποχή παλαιότερη από αυτή στην οποία ζω. Απολαμβάνω να νιώθω πως είμαι σύγχρονος του Σεζάριο Βέρδε, κι έχω μέσα μου όχι άλλους στίχους σαν τους δικούς του, αλλά την ίδια ουσία από την οποία είναι φτιαγμένοι οι στίχοι του. Περιφέρω, μέχρι να πέσει η νύχτα, μια αίσθηση ζωής ίδια με αυτών των δρόμων. Τη μέρα είναι γεμάτοι από φασαρία που δεν σημαίνει τίποτα. Τη νύχτα είναι γεμάτοι από έλλειψη φασαρίας, που πάλι δεν σημαίνει τίποτα. Εγώ τη μέρα είμαι ένα τίποτα, αλλά τη νύχτα είμαι εγώ. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μένα και τους δρόμους από την πλευρά της Αλφάντεγκα, εκτός από το ότι αυτοί είναι δρόμοι και εγώ ψυχή, το οποίο μπορεί να μην έχει καμιά σημασία μπροστά στην ουσία των πραγμάτων. Υπάρχει ένα κοινό πεπρωμένο, καθότι αφηρημένο, για τους ανθρώπους και τα πράγματα - ένας εξίσου αδιάφορος ορισμός στην άλγεβρα του μυστηρίου.
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα. .. Εκείνες τις αργές και άδειες ώρες ανεβαίνει από την ψυχή στο πνεύμα μου μια θλίψη ολόκληρου του είναι μου, η πίκρα ότι όλα είναι μια αίσθηση δική μου και συνάμα ένα πράγμα εξωτερικό, που δεν είναι στο χέρι μου να το αλλάξω. Αχ, πόσες φορές τα όνειρά μου υψώνονται μπροστά μου σαν πράγματα, όχι για να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, αλλά για να μου πουν ότι της μοιάζουν στο ότι δεν τα θέλω, στο ότι εμφανίζονται ξαφνικά απ' έξω, όπως το τραμ που κάνει στροφή στο βάθος του δρόμου ή όπως η φωνή του νυχτερινού ντελάλη -τι να διαλαλεί αραγε;-, που ξεχωρίζει, αραβική μελωδία, σαν απρόσμενο σιντριβάνι, στη μονοτονία του δειλινού.
…
Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα
Carme Riera: Μάρτυρές μου οι Γλάροι (Ήριννα, 1981)
Σου αφήνω, αγάπη μου, τη θάλασσα για ενθύμιο
Ο κόσμος όλος μού συμπεριφερόταν κανονικά, όπως πριν, κι ο πατέρας μου μ’ έστειλε να περάσω το καλοκαίρι μου έξω από τη Μαγιόρκα σαν ανταμοιβή για τους καλούς βαθμούς που ‘χα πάρει στις εξετάσεις του Ιουνίου.
Η όψη των ημερών εκείνων θα σημαίνει πάντα για μένα ερήμωση. Έφαγα νοστιμότατα σάντουιτς με δηλητηριασμένα μανιτάρια και φρούτα διαβρωμένα απ’ τα σκουλίκια. Δοκίμασα γλυκά που ‘κρυβαν στη μαρέγκα τους μαχαίρια χωρίς χερούλια, κρασιά που προσποιόντουσαν τέλεια την καταγωγή τους απ’ τα φτυσίματα. Ποτέ δεν αισθάνθηκα τόσο κενή, τόσο ξένη με τον εαυτό μου. Κενή, ανίκανη, καταστραμμένη, άρχισα να μισώ τα πάντα, τον κόσμο, την πόλη, κι εκείνο το καλοκαίρι που τόσο τρυφερά είχε αρχίσει. Κι όμως, διατηρούσα άθικτη εκείνη την τεράστια ικανότητα για αγάπη που την τροφοδοτούσες εσύ και μόνο εσύ, και που χωρίς να της διαφεύγει η παραμικρή σταγόνα επέστρεφε σε σένα ακέραιη. Το τελευταίο απόγευμα είχες παρκάρει το αυτοκίνητό σου στο λιμάνι. Έβαλα τα κλάματα – ήταν τόσες οι αιτίες! – ψάχνοντας καταφύγιο στην αγκαλιά σου που μ’ αρνήθηκε. [...] Ξάφνου, το μουρμούρισμα της θάλασσας εισέβαλε στ’ αυτιά μου – δεν σ’ άκουγα πια – και με τράβηξε κοντά της, εγκαταλείποντάς με στη μέση των κυμάτων. Το νερό χτυπούσε στο φινιστρίνι. Ένα γαλάζιο γεμάτο ένταση, που αντανακλούσε την ηρεμία του ουρανού, μου πλήγωνε τα μάτια, χωρίς να ξέρω αν ήταν το χρώμα της θάλασσας ή των ματιών σου. Στην οκτάκλινη καμπίνα ήμουν μόνη μαζί σου. Ξάπλωσα δίπλα σου στην κουκέτα. Ο αφρός των κυμάτων, φτερά από χελιδόνια, χνάρια από δελφίνια έμπαιναν από το στρογγυλό φινιστρίνι στο σχήμα γεμάτου φεγγαριού, ενός μεσημεριάτικου φεγγαριού. Άρχισες να γδύνεσαι αργά.
Μετάφραση: Μαρία Χοσέ Λούμπετ – Αλίκη Αλεξανδρή
1 σχόλιο:
..Και η Κάρολ, της Χαισμιθ, εκδ. μεταίχμιο
Το Μαρτιν και Τζον του Πεκ, εκδ Οδυσσέας
και τα δύο πολύ καλά..
Καλησπέρα
Δημοσίευση σχολίου