.
πέος (το) [πέ-ους/-η,-ων] το ανδρικό γεννητικό όργανο: αρτηρία / νεύρο / ιστός τού ~ ΣΥΝ. ανδρικό μόριο, (!) πούτσος, (!) καυλί ,(!) ψωλή.
[ΕΤΥΜ. αρχ. < Ι. Ε. *pesos «πέος», πβ. Σανσκρ. pasas-, λατ. penis (pes-ni-s) κ.ά. (λ. –ταμπού που, παρ’ ότι αρχαιότατη, συνήθως αποφεύγεται από τους συγγραφείς) Βλ.κ. πόσθη]
πέος (το) [πέ-ους/-η,-ων] το ανδρικό γεννητικό όργανο: αρτηρία / νεύρο / ιστός τού ~ ΣΥΝ. ανδρικό μόριο, (!) πούτσος, (!) καυλί ,(!) ψωλή.
[ΕΤΥΜ. αρχ. < Ι. Ε. *pesos «πέος», πβ. Σανσκρ. pasas-, λατ. penis (pes-ni-s) κ.ά. (λ. –ταμπού που, παρ’ ότι αρχαιότατη, συνήθως αποφεύγεται από τους συγγραφείς) Βλ.κ. πόσθη]
.
πούτσος (ο) (! –λαϊκ. Αποφεύγεται σε τυπικές μορφές επικοινωνίας) το πέος, το ανδρικό γεννητικό όργανο ΣΥΝ. ψωλή, καυλί (ευφημ.) μαραφέτι, μαρκούτσι, πουλί, τέτοια. Επίσης πούτσα (η)
[ΕΤΥΜ. αβεβ. ετύμου, πιθ. < σλαβ. butsa «εξόγκωμα, προεξοχή» ή, κατ’ άλλη εκδοχή, < αρχ. πόσθη (βλ.λ)]
.
πουλί (το) 3. (ευφημ.) το ανδρικό γεννητικό όργανο ΣΥΝ. πέος. – (υποκ.) πουλάκι (το) (βλ.λ) (μεγεθ) πούλος (ο)
[ΕΤΥΜ.< μεσν. πουλλί(ν) < μτγν. πουλλίον, υποκ. του πούλλος < λατ. pullus «νεοσσός», που συνδ. πιθ. με αρχ. πώλος (βλ.λ)]
.
ψωλή (η) (!) το ανδρικό μόριο, το πέος ΣΥΝ. (!) πούτσα, πούτσος. – μεγεθ. ψωλάρα (η), (υποκ.) ψωλάκι (το) κ ψωλίτσα (η).
[ΕΤΥΜ. αρχ. ουσιαστικοπο. θηλ. τού επιθ. ψωλός (με καταλ. επίθεμα –λός, πβ κ. χω-λός) < θ. ψω-, ετεροιωμ. βαθμ. τού ρ. ψην «τρίβω» (βλ.λ.ψήχω)]
.
καυλί (το) {καυλ-ιού / -ιών} (!) το ανδρικό γεννητικό όργανο, κ. ειδικοτ. η βάλανος του πέους.
[ΕΤΥΜ. < αρχ. καυλίον, υποκ. του ους. καυλός (βλ.λ)]
.
μαραφέτι (το) 3. (ειδικοτ. -!) το ανδρικό γεννητικό όργανο ΣΥΝ. πράμα.
[ΕΤΥΜ. < τουρκ. marifet]
.
τσουτσούνι (το) [τσουτσουνι-ιού / ιών] (λαϊκ-οικ) 1. το ανδρικό γεννητικό όργανο, το πέος. - (υποκ.) τσουτσουνάκι (το), (μεγεθ.) τσουτσούνα κ. τσουτσουνάρα
[ΕΤΥΜ. ανσδιπλ. τ. τού τσούνι / τσουνί (βλ.λ)]
.
παπάρι (το) {παπαρ-ιού /ιών} (!) το ανδρικό γεννητικό όργανο: στα ~ μου (δεν με νοιάζει).
.
Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Κέντρο Λεξικολογίας)
.
σημ.: Σύμβολο (!) μπροστά από λέξη χυδαία (ταμπού)
.
Διαβάστε επίσης:
2 σχόλια:
αλλιώς και
μαλαπέρδα
παπάρι
παλούκι
μπάρα
κτλ κτλ.
Your blog keeps getting better and better! Your older articles are not as good as newer ones you have a lot more creativity and originality now keep it up!
Δημοσίευση σχολίου