5.8.08

ΜΙΚΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ 3

Image Hosted by ImageShack.us
Henry Scott Tuke

ΜΙΚΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ AΝΘΟΛΟΓΙΟ
από την gay βιβλιογρα
φία

Γ’
12 ξένα ποιήματα


W.H. Auden: Πάνω σε τούτο το νησί

Κοίταξε τώρα, ξένε, σ’ ετούτο το νησί
το πηδηχτό το φως ανακαλύπτει προς απόλαυσή σου.
Στάσου ακίνητος εδώ
και σώπαινε,
ώστε από του αυτιού μέσα τα κανάλια
καθώς ποταμός να πλανηθεί μπορέσει
της θάλασσας ο ήχος ο λικνιστικός.
[...]
Πέρα μακριά, σαν σπόροι που επιπλέουν, τα καράβια
ξεκόβουν και τραβούν προς εθελούσια βιαστικά θελήματα,
κι ολόκληρο το θέαμα
μπορεί στ’ αλήθεια να εισχωρήσει
και να κινηθεί στη μνήμη όπως αυτά τα σύννεφα,
που μες στου λιμανιού το κάτοπτρο περνούν
και σεργιανίζουν μέσα στο νερό όλο το καλοκαίρι.

Μετάφραση: Αντώνης Δεκαβάλλες
[Ποιήματα] W.H. Auden (Κέδρος, 2002)


Gastón Baquero: Είναι όμορφο το καλοκαίρι, πολύ όμορφο

Κάθομαι στον ήλιο να ρουφήξω απόγευμα,
να καταπιώ μαλακές φετούλες δειλινού,
τελικές φετούλες αυτής της σκυθρωπής Κυριακής,
σκυθρωπής όπως όλες οι Κυριακές,
και περισσότερο ακόμα οι σκυθρωπές οι Κυριακές το καλοκαίρι.
...
Μετάφραση: Ελένη Χαρατσή
Λέξεις γραμμένες στην άμμο από έναν αθώο (Μικρή Άρκτος, 2001)


Francisco Brines: Εκείνο το καλοκαίρι της νεότητάς μου
.
Και τι είναι αυτό που έµεινε από εκείνο το παλιό καλοκαίρι
στα παράλια της Ελλάδας;
Τι µου αποµένει από το µοναδικό καλοκαίρι της ζωής µου;
Αν µπορούσα να διαλέξω απ’ όλα όσα έχω ζήσει
κάποιον τόπο και το χρόνο που τον περιβάλλει,
η θαυµατουργή συνοδεία του µε φέρνει εκεί,
όπου το να είσαι ευτυχισµένος είναι ο φυσικός λόγος του να είσαι ζωντανός.
Διαρκεί η εµπειρία, σαν κλειστό δωµάτιο των παιδικών χρόνων·
δεν µένει πια η ανάµνηση των διαδοχικών ηµερών
σ’ αυτή την ανούσια διαδοχή των χρόνων.
Σήµερα βιώνω αυτή την έλλειψη,
κι εκβιάζω από την αυταπάτη να διασώσω κάτι
που να µου επιτρέπει να κοιτάζω ακόµη τον κόσµο
µε τον αναγκαίο έρωτα·
κι έτσι να µε αναγνωρίσω άξιο για το όνειρο της ζωής.
Απ’ ό,τι υπήρξε τύχη, σ’ εκείνο το µέρος της ευτυχίας,
άπληστα λεηλατώ
την ίδια πάντα εικόνα:
τα µαλλιά του ν’ ανεµίζουν στον αέρα
και το βλέµµα καρφωµένο µέσα στη θάλασσα.
Μόνον εκείνη την αδιάφορη στιγµή.
Σφραγισµένη σ’ αυτήν, η ζωή.

Μετάφραση: Ρήγας Κούπα
Aνθολογία ομο-ερωτικών ποιημάτων: Η έλξη των ομωνύμων (Οδυσσέας, 2005)


Mark Doty: Mέρες του 1981

Οδός Cambridge, καλοκαίρι,
Κι ένα αγόρι με μπλε μπαντάνα στα μαλλιά έφερε στο μαγαζάτορα
ωραία λουλούδια: δελφίνια, εξαίσια, πιο μαύρα μέσα

στο θολό δωμάτιο, αν κι ήταν ακόμη απόγευμα, «απογευματινή
χοροεσπερίδα», μέσα στη ζέστη του Ιούλη. Άντρες με κολλητά μπλουτζήν
-χωρίς κανείς τους να χορεύει – παρακολουθούσαν

τις μαύρες κυρίες να τραγουδούν. Κι αυτές, κρυφές συνήγοροι της καρδιάς μας,
μας σπρώχνανε κοντά όσο η χορογραφία τις απομάκρυνε
σ’ ένα πολύχρωμο χάος μες στο βίντεο γουόλ,

φουστάνια και περούκες, χειρονομίες απολύτως στο ρυθμό
να γίνονται κομμάτια του καιρού που ιριδίζει
μέσα στην καπνισμένη ατμόσφαιρα του μπαρ. Οι Supremes

-ήδη τότε μορφές ιστορικές, χυμώδεις και ασκητικές – κι έπειτα το ατέλειωτο
ποτάμι των γυναικών που αγαπήσαμε, εμβληματικές, που οι έρωτες
τις κάνανε κομμάτια, ή τουλάχιστον έτσι μας άφηναν να νομίζουμε τα τραγούδια.

Ο άντρας που συνάντησα, λεπτός, μαυριδερός σαν Προύστ, ψώνισμα με λαγνεία, συστήθηκε επειδή του άρεσε το κίτρινό μου πουκάμισο.
Δεν θυμάμαι ποιος κέρασε τα ποτά,

ή γιατί μού άρεσε εμένα' νομίζω ήταν απλώς γιατί
μ' αυτόν μπορούσα. Η μεθυστική ορμητικότητα της βιαστικής
φυγής μας, ο ήλιος του απογεύματος εκτυφλωτικός πάνω απ' τον Charles,

κι εκείνα τα τελευταία άσπρα πανιά να θαμπώνουν’ ήταν τόσο εύκολο,
και περίεργα απολαυστικό, κι ελεύθερο
σαν τις κυρίες που τραγουδούσαν: παλιρροϊκό, στροβίλισμα γεμάτο φωτάκια,

που μπορούσες να το αφήσεις να σε πάρει μαζί, χωρίς άλλη σκέψη,
ν’ αφεθείς να παρασυρθείς. Ήμουνα έτοιμος και περίμενα
να με πάρει το κύμα. Αφού βγήκαμε απ' τον υπόγειο

γονάτισε μπροστά μου στο παγκάκι
ενός άδειου προαστιακού πάρκου, και έκανα
να βρω κάπου να πιαστώ, το κεφάλι μου ριγμένο πίσω

στον γαλαζόμαυρο ουρανό, ξεβγαλμένο στις άκρες
από τα λαμπερά φώτα της πόλης, κι έπειτα κάτω να τον κοιτάω:
τoν ανελέητο, τόν εκτυφλωτικό, τον κανένα.
...
Μετάφραση: Δημήτρης Παπανικολάου
«Στον Καβάφη» και άλλα ποιήματα (Ποίηση – τ.24, 2004)


Carol Ann Duffy: Να βλέπεις μακριά

Να βλέπεις μακριά έναν ωκεανό να ρουφά τον κοχλάζοντα ήλιο
και να λες σε κάποιον πράγματα που θα κοκκίνιζα ακόμη και να τα ονειρευτώ.
Άσε να γλιστρήσει το φόρεμά σου σ’ ένα δωμάτιο ψηλό πάνω από το λιμάνι.
Γράψε μου σύντομα

Νεαροί τύποι τραγουδούν στην αθέατη πλευρά της νύxτας σ’ ένα γλωσσικό
παζάρι, φως, μια μελωδία από το κοντινό παρεκκλήσι
Σ’ αρπάζει απότομα, το ροδάκινο στην παλάμη σου ανασαίνει.
Νιώσε τη γεύση του για χάρη μου.
...
Μετάφραση: Βικτωρία Καπλάνη
H σύζυγος του κόσμου και άλλα ποιήματα (Ποίηση - τ. 20, 2002)


Lawrence Durrell: Mελαχροινός Έλληνας

Κάτω στους φαρδείς σκιερούς δρόμους της πόλης
πλάι στα λευκά μαρμάρινα σκαλοπάτια
όπου οι ήσυχοι, ελαφροντυμένοι άνθρωποι
συνωστίζονται με τη γοητεία της μουσικής
βαθιά στις χλωμές σκιές των σπιτιών
και τη λευκή φαντασία του σεληνόφωτος
ανάμεσα στις κολώνες
και τις γυαλιστερές παρυφές των ομιχλών
κατά μήκος του μεγάλου θόλου
πέρασε βιαστικά ο λυγερός θεός, ο ψηλός έλληνας έφηβος
με τα γοργά μελαμψά μέλη
με τις εβένινες λάμψεις φωτός στα μαλλιά του
και τα ολόλαμπρα μάτια
θολά από την ακάλεστη αναζήτηση.

Μετάφραση: Eιρήνη Βρης
(Οδός Πανός, τ.13 )


Allen Ginsberg: Νύχτα στην Καλκούτα

Ήσυχη νύχτα. Το παλιό ρολόι χτυπάει,
δύο και μισή. Τα τριζόνια ακούγονται
ξύπνια στο ταβάνι. Η πόρτα έξω στον
δρόμο κλειδωμένη – παντόφλες, μουστάκια,
γύμνια, αλλά όχι πάθος. Μερικά κουνούπια
ξαναφουντώνουν τη φαγούρα, ο ανεμιστήρας
γυρίζει αργά – ένα αμάξι μουγκρίζει κάτω
στην μαύρη άσφαλτο, ένα βόδι ξεφυσάει,
κάτι αναμένεται – ο Χρόνος στέκει σταθερός
στους τέσσερις κίτρινους τοίχους.
...
Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς
Ανθολογία Μπιτ Ποίησης (Ροές, 2003)


Harold Norse: Τροχιά του κάρμα

Ωχρέ νέε του βορρά με σκούρα ισπανικά μάτια
και εβραϊκό μυαλό που διέσχισες το μονοπάτι μου μέσα από ποίηση Ι – Τσινγκ
μιλώντας για υπερσυνειδησιακές τηλεπαθητικές συμπτωματικές αλλαγές
του αιώνιου τώρα

κάνοντας ωτοστοπ στις παράξενες ζενικές
περιμέτρους της φώτισης
Μάλμε – Ύδρα
Ελσίνκι – Ίμπιζα

προφέροντας τις συνθηματικές καρμικές μαντικές παρανοϊκές σχέσεις των εξαγράμμων

η Φιλανδία είναι λευκή κι εσύ είχες ανάγκη να βρεθείς στο μπλε
του νότιου καλοκαιρινού χρυσού για να βρεις τρόπο
να διασχίσεις τη γέφυρα

ποια γέφυρα; τη γέφυρα που πάντα σ’ αυτή φτάνεις εκεί
που σταματάς κι εκεί γυρνώντας πίσω πρέπει να θέσεις το ερώτημα
...
Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς
Ανθολογία Μπιτ Ποίησης (Ροές, 2003)


Sandro Penna: [Αν πίσω]

Αν πίσω απ’ το φωτισμένο παράθυρο
κοιμάται ένα αγόρι τη νύχτα του καλοκαιριού
κι ονειρευτεί...
Περνάει γρήγορο ένα τρένο
και πάει μακριά.
Η θάλασσα είναι όπως πρώτα

Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας
Ξένη Ποίηση του 20ού Αιώνα (Λωτός, 2000)


Arthur Rimbaud: Παραλήρημα - ΙΙ - Αλχημεία της λέξης

Τέσσερις ώρα καλοκαίρι, το πρωί
ο λήθαργος του έρωτα καλά κρατεί.
Κάτω από τους θάμνους αναθυμιάζει
η οσμή της οργιασμένης νύχτας.

Σε πευκόφυτες εκτάσεις αχανείς,
μακρυά, κάτω απ’ τον ήλιο των εσπερίδων
οι Μαραγκοί – με τα κοντά μανίκια τους –
πιάνουν δουλειά:
Ήρεμοι, στην έρημό τους από μούσκλα
σφυροκοπούνε θόλους ακριβούς:
Eκεί θα χρωματίσει η πόλη φάλτσους ουρανούς.

Ω, για τους χειρώναχτες αυτούς τους τόσο γοητευτικούς
υποταχτικούς ενός βασιλιά της Βαβυλώνας,
Αφροδίτη! Παράτα για μια στιγμή τους εραστές
με τις ολοστεφανωμένες τους ψυχές.

Ω των βοσκών βασίλισσα, κουβάλα
στους εργάτες το ρακί τους
για να τσακίσει η ορμή τους
μια και δε φυλάν παρά καρτέρι
να ριχτούν στη θάλασσα, ντάλα μεσημέρι.

Μετάφραση: Nίκος Σπάνιας
Mια εποχή στην κόλαση (Γνώση, 1981)


Rami Saari: Επί τόπου

Τα δυο μου πόδια είναι σπασμένα
κι έντεκα πλευρά και το δεξί μου χέρι.
Η αιώρα δεν αιωρείται και στο κοντάρι πάνω η ίδια πάντα σημαία.

Τι ωραίο να σκέφτομαι αναπόφευκτα
tον σκληρό έρωτα της ζωής μου.
Πεντακόσια χρόνια μετά τον διωγμό των Εβραίων της Ισπανίας
mε πέταξε ο καθολικός βασιλιάς από πάνω του κι ο χρόνος δεν σταμάτησε.

Έφυγε το χιόνι, ήρθε το καλοκαίρι.
Εγώ δεν φεύγω, δεν έρχομαι.

Ρε πασχαλίτσα, πάνω στον αριστερό γύψο,
πού πας;

Μετάφραση: Χρυσούλα Παπαδοπούλου
Κάτω από τις πατούσες της βροχής (Οξύ, 2006)


William Shakespeare: Σονέτο 18

Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
Εσύ υπερέχεις σε απαλότητα και χάρη’
λυγίζει αέρας τα τριαντάφυλλα του Μάη
και δεν κρατούν τα καλοκαίρια μας πολύ.

Άλλοτε καίει πολύ των ουρανών η φλόγα,
θαμπώνεται άλλοτε η ολόχρυση τους όψη·
τ' όμορφο κάποτε χάνει την ομορφιά του
απ' την πορεία της φύσης είτε από την τύχη.

Μα το δικό σου αιώνιο θέρος δε θα σβήσει,
της ομορφιάς την κατοχή δε θα τη χάσεις,
κι ο Χάρος δεν θα καυχηθεί πως μπήκες στη σκιά του·
θα λάμπεις πάντα εσύ μέσα σ' αιώνιους στίχους!

Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν,
οι στίxοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους.

Μετάφραση: Στυλιανός Αλεξίου

1 σχόλιο:

Ναυτίλος είπε...

Ωραία αποσπάσματα, αν και λάτρεψα το «Mελαχροινός Έλληνας» του Lawrence Durrell. :-)