21.9.07

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ. ΛΟΥΙΣ ΘΕΡΝΟΥΔΑ

Image Hosted by ImageShack.us
Luis Cernuda (21/9/1902 – 5/11/1963)
Ποιητής, Ισπανία
.
Μια χορεία φάλτσων κραυγών, το γάβγισμα ενός σκύλου, δήλωνε το πέρασμά τους πριν ακόμη στρίψουν τη γωνία. Τελικά πρόβαλλαν, γελαστοί και σχεδόν ξιπασμένοι αυτάρεσκα για την πομπή που τους είχε πάρει στο κατόπι προσβάλλοντάς τους με απρεπή παρατσούκλια. Με την αξιοπρέπεια υψηλού προσώπου σε εξορία, ίσα που γύριζαν στη βλάσφημη ακολουθία για να εκτοξεύσουν κάποια πνευματώδη βρισιά. Όμως, σαν να μην ήθελαν να απογοητεύσουν τον κόσμο σε ό,τι περίμενε απ’ αυτούς, ακκίζονταν με ακόμη μεγαλύτερη υπερβολή, σφίγγοντας ακόμη περισσότερο το σακάκι στην εύκαμπτη μέση τους, διπλασιάζοντας έτσι τα χάχανα και τα πειράγματα του χορού.
Καμιά φορά ύψωναν το βλέμμα σε κάποιο μπαλκόνι, όπου περίεργοι πρόβαλλαν από το θόρυβο, και υπήρχε στα νεανικά αδιάντροπα μάτια τους η μεγίστη κοροϊδία, μια καταφρόνια πιο πραγματική από κείνων που με νοσηρή περιέργεια τους ακολουθούσαν. Τελικά χάνονταν στην άλλη άκρη του δρόμου.
Ήταν κάτι όντα μυστηριώδη που τα αποκαλούσαν «αδελφές».
.
Λουίς Θερνούδα: Όκνος (Ίκαρος)
Μετάφραση: Αντώνης Κουτσουραδής

8 σχόλια:

erva_cidreira είπε...

Λουίς Θερνούδα

O Λουίς Θερνούδα (Luis Cernuda y Bidón,
1902-1963), μέλος της περίφημης «Γενιάς του
1927» θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους
Ισπανούς ποιητές του 20ού αιώνα, αν και για
κάποιο διάστημα τον επισκίασε η φήμη των
διάσημων μελών της αυτής της ποιητικής κίνησης.

Ωστόσο η αξία του είχε αναγνωρισθεί από τους
ποιητές που την συγκροτούσαν και χαρακτηριστικό
παράδειγμα αυτής της αποδοχής αποτελεί η κριτική
που διατύπωσε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα για την
ποιητική συλλογή του Θερνούδα «Η πραγματικότητα
και ο πόθος», που εξεδόθη το 1936:

«Για το μεγάλο ποιητή του μυστηρίου, τον
ευγενικό ποιητή Λουίς Θερνούδα, θα πρέπει να
επαναφέρουμε από το δέκατο έβδομο αιώνα τη λέξη
Θεϊκός και να του αποδώσουμε για άλλη μια φορά
ύδωρ, δάφνες και σκιά για το απίθανο πρόσφατο
άσμα του».

Επίσης: «Δεν αυταπατώμαι και θα το πω:
αγωνίστηκα μ’ όλη τη δύναμή μου κατά του βιβλίου
αυτού, διαβάζοντάς το χωρίς όρεξη τη νύχτα στο
κρεβάτι, μετά το πρωινό ξύπνημα, με πονοκέφαλο,
βγάζοντας αυτό το φθόνο που κρύβουμε μέσα μας
εναντίον των συγγραφέων των κάλλιστων έργων.
Αλλά εις μάτην. Η πραγματικότητα κι ο πόθος,
αυτό το τελευταίο βιβλίο του, στο τέλος με
νίκησε με την άσπιλη εντέλειά του, με το ερωτικό
του ψυχορράγημα, με την οργή και την πέτρινη
σκιά του».

Ο Λουίς Θερνούδα γεννήθηκε στη Σεβίλλη στις 21
Σεπτεμβρίου του 1902. Υπήρξε φοιτητής στο
πανεπιστήμιο της Σεβίλλης, όπου πήρε το πρώτο
του πτυχίο προτού αφιερωθεί στη λογοτεχνία.
Υπήρξε επίσης λογοτεχνικός κριτικός και
καθηγητής. Εμφανισιακά είχε την όψη δανδή και
ήταν πάντα κομψά ντυμένος. Θα μπορούσε να τον
χαρακτηρίσει κανείς μοναχική φιγούρα με χιούμορ
και καυστικότητα.

Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, σε συνάρτηση με τη
μίζερη ζωή του στη Μαδρίτη (δούλευε πωλητής σε
κάποιο βιβλιοπωλείο) θα τον κάνουν να στραφεί σε
μια ποίηση περισσότερο εξομολογητική, που
αγγίζει τα όρια της τραγωδίας όταν καταπιάνεται
με την αδελφοκτόνο σύγκρουση. «Ο τραγικός
θάνατος του Λόρκα δεν βγήκε ποτέ από το νου μου»
έγραφε αργότερα.

Αριστερός, ομοφυλόφιλος και διανοούμενος, ο
Θερνούδα δεν είχε καμιά ελπίδα στη νέα Ισπανία
του Φράνκο. Ακολουθεί τον δρόμο της εξορίας,
πρώτα στην Αγγλία, ύστερα στις ΗΠΑ και τέλος στο
Μεξικό εκεί θα τον βρει και ο θάνατος το 1963.

Ολες οι συλλογές που έγραψε ο Θερνούδα στην
εξορία με μία μόνο λέξη θα μπορούσαν να
χαρακτηρισθούν: αριστουργήματα. Για πολιτικούς
κυρίως λόγους, η συνολική προσφορά του στην
ευρωπαϊκή λογοτεχνία δεν έγινε ευρύτατα γνωστή
όσο ζούσε, η μεταθανάτια όμως φήμη του μόνο με
αυτή του Λόρκα, του Πεσόα και του Καβάφη θα
μπορούσε να συγκριθεί.

H ποίηση του Λουίς Θερνούδα Bιδόν είναι από μόνη
της ένα βύθισμα στην απρόσμενη και διαρκώς
ανανεούμενη ερωτική έλξη και νιότη των λέξεων,
με τα νεραϊδοακούσματά τους, που ήδη μέσα στις
μουσικές τους κρύβουν τα μυστικά της κυριολεξίας
τους. Mέσα στη μεγάλη ποιητική γενιά του,
της Mαδρίτης και της Bαλένθια, που έζησε τον
εμφύλιο και οραματίστηκε τον σοσιαλισμό,
αυτοεξόριστος, πλάνης, ιδιόρρυθμος και φλογερός,
λεπτός και απόμακρος, αλλά και πολύ μέσα στη
βιαιότητα της εποχής του, ο Θερνούδα στέκεται
δίπλα στον Λόρκα, σαν η άλλη πλευρά αυτού του
φανταστικού νομίσματος, που αν εξαργυρώνεται
κάπου, είναι στην ονειρική χώρα της πάντα
ερωτευμένης και αναρχικής ψυχής.

(Αναδημοσίευση από το site του Πολύχρωμου Πλανήτη)

erva_cidreira είπε...

Luis Cernuda fue uno de los más raros y singulares poetas del siglo. Hizo estudios de leyes y literatura en las universidades de Sevilla, (con Pedro Salinas, quien le puso en contacto con la poesía moderna francesa y los clásicos españoles) y en la de Madrid, donde conoció y trató a los miembros de la Generación de 1925. Vivió exclusivamente de la enseñanza, trabajando en Toulouse, Glasgow, Cambridge, Londres y varias universidades de Estados Unidos. Durante la Guerra Civil se afilió fugazmente al Partido Comunista, en las Milicias Populares y participó en la redacción de revistas que favorecían la República, pero su colaboración fue repudiada por funcionarios que encontraron su poesía "poco ortodoxa". Octavio Paz, que le trató a través de varios años dice que "Su intransigencia era de orden moral e intelectual: odiaba la inautenticidad (mentira e hipocresía) y no soportaba a los necios ni a los indiscretos. Era un ser libre y amaba la libertad en los otros… Fue siempre un rebelde y solitario". Juan Gil-Albert, otro de los miembros de su promoción, ha dejado uno de los más vivos retratos del poeta en plena juventud:

Era esbelto, cenceño, de atezada piel, con negro pelo ceñido cual un casquete a la cabeza -como lo seguían llevando los lechuguinos del gran mundo-, y la nariz acusadamente respingona sobre un pequeño bigote retocado… Daba la impresión de precavido, de encogido por dentro, pero con la apariencia de alguien que establece distancias… No hablaba nunca de literatura y abominaba de las peñas de café. Prefería pasar por fútil y dar a la elección de una corbata, o a la preferencia por alguna estar de moda, el carácter de seriedad suma, que otros conceden, con exclusividad, a las tareas del intelecto. Llegaba por esos vericuetos, a negar a Tolstoi y a declarar que sólo le interesaban las correrías del que iba a convertirse, por independencia de criterio -o eso nos pareció entonces-, de rey de Inglaterra, en Duque de Windsor.

La obra poética de Cernuda está recogida en un sólo volumen, La realidad y el deseo, publicado inicialmente en Madrid en 1936, y luego en tres ediciones más, corregidas y aumentadas, en México. Esta última incluye "Desolación de la quimera", que había aparecido un año antes de su muerte. Sus estudios y prosas fueron recopilados en Prosa completa.

El título La realidad y el deseo alude a la idea de la vida como una fuerza devorante, el deseo, que se alimenta de sí misma pues fuera de ella no hay nada que la sacie. La vida, tormento sin fin, como lo entendieron los románticos alemanes. El mundo ofrece al hombre, por un lado, realidad, y por el otro, moderación, convirtiendo al poeta y al lector en la víctima de los presentimientos, nunca de la realidad. Vivir será desengañarse, ir arruinando el encantamiento inicial que ofreció la niñez y juventud.


Paz ha propuesto una lectura del libro dividida en cuatro partes que se corresponderían con la vida del poeta: la adolescencia, "los años de aprendizaje, en los que nos sorprende por su exquisita maestría"; la juventud, "momento en que descubre la pasión y se descubre a sí mismo"; la madurez, "que se inicia como una contemplación de los poderes terrenales y termina en una meditación sobre las obras humanas" y la vejez, "la voz más real y amarga".

Las primeras poesías de Cernuda están pobladas de sombras, fantasmas e intuiciones con aleteos de seres inmateriales, aéreos, ligeros, delgados en su espíritu y concreción. Poesía que no dejará de ser la voz de un solitario, uno entre el universo. Abandonado por la familia y los hombres, detestando al Otro, el poeta curará sus heridas mediante el rescate de lo olvidado, que al tomar cuerpo en el poema, dejará vacía su alma, liberándola incluso del olvido mismo. En ellos alguien se aleja, escapa, huye, deserta y vuela entre hojas, fuerzas naturales, brisas, plumas, testimoniando el paso del tiempo, la mudanza de los cuerpos y las almas, la caducidad de la vida, el envejecimiento, la corrupción y la muerte. El poeta, ansia misma de eternidad, constata que el tiempo es su verdugo y el ejercicio de la poesía, una lucha por no morir, por arrebatar a la muerte la belleza, el amor y los deseos.

A partir de "Los placeres prohibidos" la voz y los asuntos de su poesía se acendran con el descubrimiento del Surrealismo y la moral gideana. Cernuda encontró en el movimiento de vanguardia francés un camino para negar las opresivas tradiciones culturales y poéticas de Occidente y en Gide, a quien leyó también por sugerencia de su maestro Salinas, la posibilidad de aceptar su homosexualidad, no como un mal o un pecado, sino como otro de los cuerpos del amor. Su lenguaje adquiere otras dimensiones, se hace irónico y amargo, hablando, desde un escenario urbano, mediocre y sin rostro, de las degradaciones del exilio y del cansancio y el asco de vivir. Fue entonces cuando escribió sus mejores poemas, como "Soliloquio del farero", "La gloria del poeta", "Dans ma péniche", "Lamento y esperanza", "Niño muerto" o "Impresión de destierro", cuyo tono surgirá a través de los años y el decaimiento, otra vez, en "La familia", "A un poeta futuro", "Birds in the night" y "A sus paisanos".

Se ha dicho que su poesía no brinda un tono hispánico por ser resultado de influencias inglesas y escocesas. Quizá ni lo uno ni lo otro. Mejor es decir que su voz, que canta desde la lengua oral, no aspira al tumulto, ni al culteranismo y la garrulería, tan habituales en nuestras poesías desde el romanticismo. Su condición de apartado le confirmó la necesidad de escribir una poesía donde el interlocutor, de sus monólogos, fuera él mismo, y quizás alguien más en igual condición de desamparo. Está escrita para conscientes de la soledad. Por eso sus poemas son miradas sobre el mundo, no reflexiones. Allí reside la diferencia de esta poesía, en nada equiparable siquiera con la de muchos de sus contemporáneos, tan aparentes en sus visiones y tan reiterativos en sus asuntos: ellos y España.

Mirar y esperar que la palabra atrape, es el ocio creador, según Cernuda. Nada de elucubraciones, nada de intrincados alambiques para terminar diciendo lo mismo. Ni siquiera en los poemas eróticos se deja atrapar por el pensamiento. La importancia y primacía de su poesía es notoria si tenemos en cuenta que, mientras la poesía de posguerra insistió en el tema patriótico estando roto el contacto con el público, Cernuda asumió como definitivo su extrañamiento. Se fue convirtiendo, desde América, en la figura trágica del poeta contemporáneo, llevando a cuestas su condición de homosexual, de poeta y exiliado.

El poeta -escribió en 1935- es casi siempre un revolucionario… un revolucionario que como todos los hombres carece de libertad pero que a diferencia de éstos no puede aceptar esa privación y choca innumerables veces contra los muros de su prisión.

Harold Alvarado Tenorio.
Ensayista y poeta colombiano

erva_cidreira είπε...

Cernuda fue un poeta rebelde, misαntropo al que la muerte de
su madre, primero, y el exilio en dos tierras frνas de
sentimientos mαs tarde, acabaron por amargarlo. Ademαs, claro,
homosexual declarado y poeta de ese amor que con ιl se atreviσ
a decir su nombre: “Si el hombre pudiera decir lo que ama / Si
el hombre pudiera levantar su amor por el cielo / Como una
nube en la luz”. Vino a Mιxico y aquν se reencontrσ con su
lengua, misma que llevaba aρos sin escuchar y se reconciliσ
con el amor de la mano de un joven acapulqueρo de nombre
Salvador: “Sαlvale o condιnale, / pero asν no le dejes /
Seguir vivo, y perderte”.

(Αναδημοσίευση από το μεξικάνικο site Anodis)

erva_cidreira είπε...

"Un hombre envejecido, elegante, sobrio, que desdeña la tristeza y acepta la tristeza porque es parte de su persona (y de su personaje). Un hombre que con fervor desea que la muerte le venga , y que se exalta con íntimo rubor ante el gozo y la luz juveniles de la vida. Un hombre excéptico, que ve en la pasión de amor el más alto tributo humano. Contradictorio, noble, arisco, afectuoso, rebelde, trabajador esmerado e implacable de su palabra poética, siente la dura dignidad (exilio, soledad, privaciones, diferencias) de una vida difícil".


Luis Antonio de Villena

Ανώνυμος είπε...

Χρήσιμα τα σχόλια για τον Θερνούδα, ωστόσο παραμένω με την απορία γιατί επιλέγετε να "τιμήσετε" ως πηγή σας την συρραφή του Πολύχρωμου Πλανήτη και όχι τις πρωτότυπες.

Αν δεν τις γνωρίζετε, ευχαρίστως να σας παραπέμψω, ώστε να διορθωθεί το λάθος.

Έχοντας διαπιστώσει ότι πάντα αναφέρεστε στις πηγές σας, πράγμα που δεν κάνει ο Πολύχρωμος Πλανήτης, θα αναμένω με ενδιαφέρον την απάντησή σας γι αυτή την επιλογή σας, επειδή είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι σεις μπορούσατε να εκτιμάτε τον κόπο που καταβάλλουν χωρίς ιδιοτέλεια κάποιοι απλοί σχολιαστές όπως και την πνευματική εργασία καταξιωμένων ανθρώπων των γραμμάτων και του πνεύματος.

erva_cidreira είπε...

Ομολογώ ότι είχα μείνει με την εντύπωση ότι το "Σαν σήμερα" του Πολύχρωμου Πλανήτη αποτελούσε μετάφραση κάποιου βιβλίου από ξένη γλώσσα με πρόθεση ίσως τη μελλοντική έκδοσή του στα ελληνικά.
Αν δεν συμβαίνει αυτό, λυπάμαι, θα πρέπει να διαμαρτυρηθείτε στους υπεύθυνους του site του Π.Π.
Εγώ πάντως ανέφερα πιστά την πηγή από την οποία το αναδημοσίευσα.

erva_cidreira είπε...

Έχετε δίκιο.
Το κείμενο του Πολύχρωμου Πλανήτη για τον Λουίς Θερνούδα αποτελεί συρραφή από δικά σας σχόλια στο ιστολόγιο Gay Βιβλιογραφία στα ελληνικά από πηγές που αναφέρετε εκεί λεπτομερώς.
Αν επιθυμείτε, μπορώ να αφαιρέσω τα σχόλια 1, 5, 6 & 7, ή αν όχι, μπορώ να τα αφήσω ως έχουν.

Ανώνυμος είπε...

Κι εγώ είχα μείνει με την εντύπωση ότι το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ με ενδιαφέρουσες αναφορές σε συγγραφείς το είχατε ξεκινήσει εσείς, εδώ, αλλά βλέπω ότι προσφάτως το υιοθέτησε και ο Πολύχρωμος Πλανήτης.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο Πολύχρωμος Πλανήτης παίρνει λίγο από δω, παίρνει λίγο από κει και παραθέτει τις συρραφές του στο στο site του με την αναιδή πρόσκληση "εισάγετε την κριτική σας", στη θέση όπου θα όφειλε να αναφέρει τις πηγές του.

Πάνω σε τι ακριβώς καλεί τους επισκέπτες του να "εισάγουν την κριτική τους"; Στον τρόπο αντιγραφής και συρραφής των καταχωρήσεών του; Και στην σκόπιμη παράλειψη αναφοράς των πηγών του;

Με τον τρόπο αυτό υποτιμά τόσο τους πελάτες και αναγνώστες του, αφού δείχνει πως δεν τους θεωρεί ικανούς να έχουν και άλλες πηγές πληροφόρησης για την gay λογοτεχνία που να τους καθιστούν ικανούς να αντιλαμβάνονται τους αντιγραφείς, όσο υποτιμά και τους πνευματικούς δημιουργούς, όπως είναι ο Νίκος Δαβέττας και ο Χαράλαμπος Δήμου μαζί με τον Γιώργο Χρονά, στο συνεπές περιοδικό του οποίου δημοσιεύθηκε η κριτική του Λόρκα.

Διατηρώ την βεβαιότητα ότι αντιλαμβάνεσθε και συμφωνείτε για το άηθες της τακτικής του (το ίδιο έχει κάνει και σε άλλες καταχωρήσεις του), διότι δεν νομίζω να πιστεύετε ότι ο Πολύχρωμος Πλανήτης, ως εκδοτικός οίκος και έμπορος πνευματικών έργων, το πράττει από αφέλεια ή ασχετοσύνη και δεν γνωρίζει τι σημαίνει "πνευματική ιδιοκτησία".



Στην προκειμένη περίπτωση έκανε συρραφή, αντιγράφοντας ατόφια αποσπάσματα από την κριτική του Νίκου Δαβέττα για τα Όκνος (Βήμα 27.5.2001) και από τα σχόλια που βρήκε εδώ , στα οποία είχε ενταχθεί και το απόσπασμα της κριτικής του Λόρκα από το αφιέρωμα της Οδού Πανός (τ.121).

Και, βεβαίως, όχι - δεν επιθυμώ να διαγραφεί κανένα σχόλιο από το παρόν ποστ. Ούτε διεκδικώ καμμία ιδιοποίηση των σχολίων από την Gay Bιβλιογραφία στα Ελληνικά, γιατί άλλοι είναι οι άνθρωποι που τα έχουν γράψει κι εγώ, απλώς, τα αξιοποιώ μεταφέροντάς τα εκεί που κρίνω ότι είναι χρήσιμα, αναφέροντας πάντοτε την πηγή.

Όπως κάνατε κι εσείς αναφέροντας την λανθασμένη, λόγω παραπλάνησής σας από τον Πολύχρωμο Πλανήτη.


Οπότε, εσείς είστε αυτός που πρέπει να διαμαρτυρηθείτε.

Ευελπιστώ ότι θα μας γνωστοποιήσετε την συνέχεια, όταν σας τιμήσουν με την απάντησή τους και αφού συμπληρώσουν - όπως έχουν υποχρέωση - τις πηγές τους για τον Θερνούδα και εγκαταλείψουν αυτήν την απαράδεκτη τακτική τους.