.
Ο Άγγελος δυσανασχετεί. Κοιτάζει το ρολόι του κι αναστενάζει. 11.15΄. ο Στέφανος αργεί. Έπρεπε ήδη να βρίσκεται εδώ μαζί με τη μάνα του. Πουθενά… Ούτε στο προαύλιο ούτε στο δρόμο ούτε στα παγκάκια. (…)
11.55΄. Το χέρι του Στέφανου γνέφει από μακριά και το χαμόγελό του διαλύει μεμιάς όλες τις παλιές εικόνες. Η μάνα του κι άλλες γυναίκες τον φρουρούν και τον καμαρώνουν από κοντά, προσπαθώντας να καταλάβουν πού απευθύνει χαιρετισμό ο κανακάρης.
Ο πατέρας του Άγγελου λοξοκοιτά με την άκρη του ματιού στ’ αριστερά και το φρύδι ανασηκωμένο στο άπειρο. Ξεροβήχει σκεφτικός, ενώ μελετά με δυσφορία το «μετά την Ανάσταση», που ο γιος του είναι καλεσμένος αλλού, σαν εξαίρεση από την παράδοση που τους ενώνει, πατέρα και γιο, σε τραπέζι ξενοδοχείου για το δείπνο της Λαμπρής με φίλους και γνωστούς.
Η τελευταία Ανάσταση κι η τελευταία εκκλησιά που πάει χαμένη, σκέφτεται ο Άγγελος και σκάνε πάλι οι φωτοβολίδες στον ουρανό, σκεπάζοντας και τη φωνή του παπά που προσπαθεί και τα μεγάφωνα που πνίγουν πολυμασώντας το ευλογημένο «Χριστός Ανέστη».
- Χριστός Ανέστη, γιε μου, τραυλίζει ο Κληρονόμου.
- Αληθώς, αληθώς, μουρμουράει ο Άγγελος πετώντας ένα φιλί κοκτέιλ στα παχουλά σαγόνια του μπαμπά, κι άντε φέτος να καταλάβω πως επιτέλους αναστήθηκε, σκέφτεται ο μικρός, μα το μασάει και το καταπίνει χωρίς άλλη κουβέντα και γλιστράει στο πλήθος για να πάρει το άγιο φως που του παρήγγειλε η Μυρτώ και Βιργινία.
Ο Στέφανος τον προλαβαίνει μέσα στο πλήθος και του ορμάει με αγκαλιές και φιλιά.
- Είσαι τρελός; Θα μας δουν, ηρέμησε!
- Ποιος θα μας δει; Εδώ χανόμαστε κι είμαστε αόρατοι. Δες τι γίνεται γύρω σου..
είχε δίκιο. Όλοι σπρώχνονται και ποδοπατούνται, προσπαθώντας να πάρουν το φως, σαν πεινασμένοι για το τελευταίο συσσίτιο της γης. Στο απόλυτο σκοτάδι ή στο απόλυτο πλήθος τα φιλιά του Στέφανου είναι ζουμερά και αόρατα.
- Χριστός Ανέστη, Άγγελε μου…
- Αληθώς Ανέστη, αληθώς, και να το πιστέψουμε, Στέφο μου. Του χρόνου θα κάνουμε Ανάσταση μαζί σε κάποιο ερημοκκλήσι. Άντε και να μας ευλογήσει ο Κύριος, γιατί κουράστηκε να περιμένω…
- Γιατί μου παραπονιέσαι τώρα;
- Δεν παραπονιέμαι, καρδιά μου. Ανυπομονώ να σε ζήσω. Αυτό είναι όλο… Λοιπόν άκου… Πάρε από δω λίγο φως, πήγαινέ το στη μάνα σου, να το πάω κι εγώ στον άλλον, και περίμενέ με… Πού να δώσουμε ραντεβού;
- Πιο κάτω, στην Αθηνάς. Μη μας πετύχουνε μαζί, γιατί πάει η χαρά και η Λαμπρή.
- Αθηνάς. Έγινε. Όσο πιο γρήγορα μπορείς.
- Θα γίνω άνεμος και θα σε πάρω σε μαγικό χαλί, πάνω σε γλάρο…
- Φύγαμε, μωρό μου, φύγαμε…
Αντώνιος Ρουσοχατζάκης: Μπιμπερό με κόκα κόλα (Καστανιώτης, 2000)
Ο Άγγελος δυσανασχετεί. Κοιτάζει το ρολόι του κι αναστενάζει. 11.15΄. ο Στέφανος αργεί. Έπρεπε ήδη να βρίσκεται εδώ μαζί με τη μάνα του. Πουθενά… Ούτε στο προαύλιο ούτε στο δρόμο ούτε στα παγκάκια. (…)
11.55΄. Το χέρι του Στέφανου γνέφει από μακριά και το χαμόγελό του διαλύει μεμιάς όλες τις παλιές εικόνες. Η μάνα του κι άλλες γυναίκες τον φρουρούν και τον καμαρώνουν από κοντά, προσπαθώντας να καταλάβουν πού απευθύνει χαιρετισμό ο κανακάρης.
Ο πατέρας του Άγγελου λοξοκοιτά με την άκρη του ματιού στ’ αριστερά και το φρύδι ανασηκωμένο στο άπειρο. Ξεροβήχει σκεφτικός, ενώ μελετά με δυσφορία το «μετά την Ανάσταση», που ο γιος του είναι καλεσμένος αλλού, σαν εξαίρεση από την παράδοση που τους ενώνει, πατέρα και γιο, σε τραπέζι ξενοδοχείου για το δείπνο της Λαμπρής με φίλους και γνωστούς.
Η τελευταία Ανάσταση κι η τελευταία εκκλησιά που πάει χαμένη, σκέφτεται ο Άγγελος και σκάνε πάλι οι φωτοβολίδες στον ουρανό, σκεπάζοντας και τη φωνή του παπά που προσπαθεί και τα μεγάφωνα που πνίγουν πολυμασώντας το ευλογημένο «Χριστός Ανέστη».
- Χριστός Ανέστη, γιε μου, τραυλίζει ο Κληρονόμου.
- Αληθώς, αληθώς, μουρμουράει ο Άγγελος πετώντας ένα φιλί κοκτέιλ στα παχουλά σαγόνια του μπαμπά, κι άντε φέτος να καταλάβω πως επιτέλους αναστήθηκε, σκέφτεται ο μικρός, μα το μασάει και το καταπίνει χωρίς άλλη κουβέντα και γλιστράει στο πλήθος για να πάρει το άγιο φως που του παρήγγειλε η Μυρτώ και Βιργινία.
Ο Στέφανος τον προλαβαίνει μέσα στο πλήθος και του ορμάει με αγκαλιές και φιλιά.
- Είσαι τρελός; Θα μας δουν, ηρέμησε!
- Ποιος θα μας δει; Εδώ χανόμαστε κι είμαστε αόρατοι. Δες τι γίνεται γύρω σου..
είχε δίκιο. Όλοι σπρώχνονται και ποδοπατούνται, προσπαθώντας να πάρουν το φως, σαν πεινασμένοι για το τελευταίο συσσίτιο της γης. Στο απόλυτο σκοτάδι ή στο απόλυτο πλήθος τα φιλιά του Στέφανου είναι ζουμερά και αόρατα.
- Χριστός Ανέστη, Άγγελε μου…
- Αληθώς Ανέστη, αληθώς, και να το πιστέψουμε, Στέφο μου. Του χρόνου θα κάνουμε Ανάσταση μαζί σε κάποιο ερημοκκλήσι. Άντε και να μας ευλογήσει ο Κύριος, γιατί κουράστηκε να περιμένω…
- Γιατί μου παραπονιέσαι τώρα;
- Δεν παραπονιέμαι, καρδιά μου. Ανυπομονώ να σε ζήσω. Αυτό είναι όλο… Λοιπόν άκου… Πάρε από δω λίγο φως, πήγαινέ το στη μάνα σου, να το πάω κι εγώ στον άλλον, και περίμενέ με… Πού να δώσουμε ραντεβού;
- Πιο κάτω, στην Αθηνάς. Μη μας πετύχουνε μαζί, γιατί πάει η χαρά και η Λαμπρή.
- Αθηνάς. Έγινε. Όσο πιο γρήγορα μπορείς.
- Θα γίνω άνεμος και θα σε πάρω σε μαγικό χαλί, πάνω σε γλάρο…
- Φύγαμε, μωρό μου, φύγαμε…
Αντώνιος Ρουσοχατζάκης: Μπιμπερό με κόκα κόλα (Καστανιώτης, 2000)
...
.
.
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!
.
.
6 σχόλια:
Στο κείμενο διαβάζω την δική μου ανάγκη να είμαι μαζί της την ώρα της Ανάστασης -ειδικά σε αυτήν την φετινή δύσκολή Ανάσταση.
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ.
"Kι όμως... Αν καθυστερούσε λίγο ο Χριστός ίσως όλα να 'ταν διαφορετικά. Μα ήταν παρών στις δώδεκα, με κρυμμένες αμαρτίες μιας άλλης ζωής, που όσες Αναστάσεις κι αν πέρασαν, ο Άγγελος δεν ανακάλυψε ποτέ όσες φορές και να προσπάθησε..."
Καλό Πάσχα, επίσης, erva_cidreira.
Χρόνια πολλά, χρόνια φωτεινά, χρόνια ελεύθερα εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου!
Μπεεεεεε
Καλό Πάσχα, καλή Ανάσταση!
xxx
Καλή Ανάσταση, και καλά να περάσεις. Και του χρόνου να 'σαι γερός!
kalo pasxa se olous kai oles.
Kai ego tha ithela na eimai mazi tis alla...
Πολύ ωραία ιστορία
Χρόνια πολλά!
Δημοσίευση σχολίου