Μια νύχτα χιονισμένη του Φλεβάρη, έκοβα βόλτες μόνος στην Πολυτεχνείου. Οι αδελφές και τα τεκνά είχαν χαθεί ως δια μαγείας. Ξάφνου εμφανίστηκε μια τραβεστί, κι άρχισε κι αυτή τα πηγαινέλα. Διασταυρωνόμασταν, μα δε μιλιούμασταν. Είναι αλήθεια πως δεν το συνήθιζα να πιάνω γνωριμίες, κι όλες αυτές δε με χωνεύαν ακριβώς γι’ αυτό. Το θεωρούσαν, φαίνεται, ακαταδεξιά, και στην αρχή μού ρίχναν σουβλερές ματιές, ώσπου στο τέλος με αγνοούσαν. Έτσι κι αυτή, απόψε, με κοίταζε ανέκφραστη και προσπερνούσε. Ήταν χλομή, με μια απόγνωση στα μάτια, κι αυτό δεν το ‘χα δει σε άλλη τραβεστί. Φορούσε ένα γούνινο παλτό πολυτελείας, που πρόσθετε στη μοναξιά της κι άλλη μοναξιά. Μου ήταν συμπαθής, θα ήθελα να της μιλήσω, μα δεν τολμούσα να κάνω την αρχή. Ίσως κι αυτή- έτσι μου φάνηκε – να αισθάνονταν το ίδιο.
Σε μια στιγμή περάσαν δυο τεκνά πάνω σε ένα μηχανάκι. Την πείραξαν, τους έβρισε, κι εξαφανίστηκαν. Λίγι μετά, τα ίδια τσόλια. Καθώς το μηχανάκι πέρασε από κοντά της, «πουστάρα!» άκουσα να ωρύεται ο ένας, ενώ το πίσω τσόλι της πέταξε στην πλάτη ένα κεσέ γιαούρτι, και βλέποντας πως την πετύχανε, αλάλαξαν κι οι δυο με μια αιμοβόρα και χυδαία ικανοποίηση, κι αμέσως άνοιξαν ταχύτητα και χάθηκαν.
Έτρεξα ταραγμένος και την κράτησα, την ώρα που κατέρρεε με λυγμούς. «Μην κάνετε έτσι», της είπα φιλικά, «δεν είναι τίποτα, θα το σκουπίσουμε». «Δεν κλαίω τα χάλια μου», μου απάντησε μεσ’ απ’ τα δάκρυα της, «μον κλαίω το γούνινο παλτό μου που ήταν ολοκαίνουργιο και που το φόρεσα πρώτη φορά απόψε». Την έπιασα απ’ το μπράτσο και την πήγα στο παρκάκι με τη βρυσούλα. Παίρνοντας με τις χούφτες μου νερό, καθάρισα τη ράχη του παλτού της απ’ τα γιαούρτια, που σχηματίζανε μια διαγώνιο από τους ώμους στους γοφούς. Με κάτι χαρτομάντιλα που βρέθηκαν, προσπάθησα να καθαρίσω και τα τελευταία υπολείμματα στη γούνα. Μα ίσως δεν τα κατάφερα καλά, και το παλτό της φάνταζε σα λεηλατημένο. Προσπάθησα να την παρηγορήσω όσο μπορούσα. Κι όταν συνήλθε πια και φώναξε ένα ταξί και ήταν να χωρίσουμε, μου φίλησε άξαφνα το χέρι και μου είπε: «Και να σκεφτείτε πως σας είχα για χαφιέ!».
Σε μια στιγμή περάσαν δυο τεκνά πάνω σε ένα μηχανάκι. Την πείραξαν, τους έβρισε, κι εξαφανίστηκαν. Λίγι μετά, τα ίδια τσόλια. Καθώς το μηχανάκι πέρασε από κοντά της, «πουστάρα!» άκουσα να ωρύεται ο ένας, ενώ το πίσω τσόλι της πέταξε στην πλάτη ένα κεσέ γιαούρτι, και βλέποντας πως την πετύχανε, αλάλαξαν κι οι δυο με μια αιμοβόρα και χυδαία ικανοποίηση, κι αμέσως άνοιξαν ταχύτητα και χάθηκαν.
Έτρεξα ταραγμένος και την κράτησα, την ώρα που κατέρρεε με λυγμούς. «Μην κάνετε έτσι», της είπα φιλικά, «δεν είναι τίποτα, θα το σκουπίσουμε». «Δεν κλαίω τα χάλια μου», μου απάντησε μεσ’ απ’ τα δάκρυα της, «μον κλαίω το γούνινο παλτό μου που ήταν ολοκαίνουργιο και που το φόρεσα πρώτη φορά απόψε». Την έπιασα απ’ το μπράτσο και την πήγα στο παρκάκι με τη βρυσούλα. Παίρνοντας με τις χούφτες μου νερό, καθάρισα τη ράχη του παλτού της απ’ τα γιαούρτια, που σχηματίζανε μια διαγώνιο από τους ώμους στους γοφούς. Με κάτι χαρτομάντιλα που βρέθηκαν, προσπάθησα να καθαρίσω και τα τελευταία υπολείμματα στη γούνα. Μα ίσως δεν τα κατάφερα καλά, και το παλτό της φάνταζε σα λεηλατημένο. Προσπάθησα να την παρηγορήσω όσο μπορούσα. Κι όταν συνήλθε πια και φώναξε ένα ταξί και ήταν να χωρίσουμε, μου φίλησε άξαφνα το χέρι και μου είπε: «Και να σκεφτείτε πως σας είχα για χαφιέ!».
Ντίνος Χριστιανόπουλος: Το γιαούρτι ( Παραφυάδα, τεύχος 5, 1989)
4 σχόλια:
nice story,
i never quite understood the "bullies" mentality. Τραγικές υπάρξεις-αδυνατώ να τους λυπηθώ παρά την νοητική τους αναπηρία...
Καμία ύπαρξη δεν είναι τραγική είτε λόγω φύλου, είτε λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, είτε λόγω ταυτότητας φύλου, είτε λόγω - εν πάσει περιπτώσει - οποιονδήποτε επιλογών. Τραγικά νοητικά ανάπηροι είναι μάλλον εκείνοι που ένα τόσο υπέροχο κείμενο όπως αυτό του Χριστιανόπουλου, δεν τους αφήνει τίποτα. Λυπάμαι (και αγανακτώ) κάθε φορά που διαπιστώνω ότι μεγάλο μέρος της ρατσιστικής τρανσφυλοφοβίας προέρχεται μέσα από τον ίδιο τον χώρο μας.
Μαρίνα Γαλανού
μαρίνα προτρέχεις
bully = παλικαράς-νταής-τρομοκράτης-εκφοβιστής.
σε αυτούς τους αναφέρομαι, hockey?
ΟΚ, παρεξήγηση, sorry.
Μαρίνα
Δημοσίευση σχολίου