25.10.06

Ο ΧΑΡΗΣ ΜΕΓΑΛΥΝΟΣ ΣΤΙΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΒΡΑΔΙΕΣ ΤΟΥ "ΠΟΛΥΧΡΩΜΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ"

ΒΡΑΔΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΧΑΡΗ ΜΕΓΑΛΥΝΟ

Οι Εκδόσεις - Βιβλιοπωλείο «Πολύχρωμος Πλανήτης» συνεχίζουν την σειρά Λογοτεχνικών - Ποιητικών Βραδιών υπό τον τίτλο: «Πολύχρωμοι Συγγραφείς», με αφιέρωμα στον ποιητή, Χάρη Μεγαλυνό, την Τετάρτη 25 Οκτωβρίου και ώρα 20:30, στον χώρο του Βιβλιοπωλείου (Αντωνιάδου 6, Πεδίον Αρεως, έναντι πλαϊνής εισόδου ΑΣΟΕΕ).
Ποιήματα του Χάρη Μεγαλυνού θα απαγγείλει η ηθοποιός κυρία Τόνια Καζιάνη, ενώ θα ακολουθήσει ανοικτή συζήτηση στην οποία θα παρίσταται ο ίδιος ο ποιητής απαντώντας στις ερωτήσεις του κοινού.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Δον Ζουάν
του Χάρη Μεγαλυνού

Ντύθηκε μ’ επιμέλεια
με την τάξη που είχε αποστηθίσει
απ’ τις εφημερίδες κι από ανυπόμονους
ξένους που γνώριζε βιαστικά πίσω απ’
τα δέντρα, στο άλσος της γενέθλιας πόλης.
Ο τοίχος του ξενοδοχείου
παρ’ όλο που ήταν λεπτός για τους
ερωτευμένους επαρχιώτες που κατέλυαν
εδώ, εκείνη την ώρα της ημέρας ήταν
παράξενα σιωπηλός. Τα παράθυρα ήσαν θαμμένα
σε μιαν εσωτερική αυλή σαν θεωρεία
θεάτρου και μόνο μια φωτεινή σκόνη
έδειχνε πως ήταν μέρα ακόμα και μέσα
στο κρεβάτι του.
Μια δίψα εγκεφαλική για μαύρα κοστούμια
και καφετιές γραβάτες του πέρασε γρήγορα
και τώρα διψούσε μόνο για φρούτα
και κρύα πιάτα. Να φάει μόνος
χωρίς να ντυθεί ήταν μέσα στον κύκλο
των δυνατοτήτων και του πορτοφολιού του.
Πέρασε στο λουτρό κι από εκεί
στο μικρότερο δωμάτιο που έσκυβε κανείς
για να μπει και διάλεξε παπούτσια
και γραβάτες. Δεν έκανε τίποτα μόνος του
που να μην ήταν γυαναικείο, αλλά ο ίδιος
ήταν ένας άντρας μελαγχολικός κι όχι
ένας ποιητής που γράφει πάντα για τον
εαυτό του.
Το ξενοδοχείο ήταν πολύ πραγματικό
κι όταν αυτός πλάγιαζε τις νύχτες
αναρωτιόταν μήπως ήταν ήδη νεκρός
και ο έξω κόσμος αντανάκλαση του εαυτού του.
Πίσω από το ξενοδοχείο είχε πολύ φως
από ένα άχτιστο οικόπεδο, αλλά οι υπόλοιπες
πλευρές του έβλεπαν σε τοίχους
και τα παράθυρά του κύτταζαν σ’ ένα δρόμο
που ήταν ακατανόητος για τις ανάγκες του.
Μια νύχτα ξύπνησε στην άλλη πλευρά
του τοίχου. Ήταν πολύ σκοτεινά
για να έχει μετακινηθεί μες στο κρεβάτι του
αλλά καθώς ανασηκώθηκε είδε το περβάζι
που ήταν ζεστό και φωτεινό
σαν να το νότιζε ο μπάτης.
Στην άλλη άκρη του δωματίου
φύτρωναν πυκνά τα δέντρα του γενέθλιου
άλσους και στα χαλιά σερνόταν ένα τριφύλλι
που είχε το βάθος μιας πισίνας.
Τόσο ήταν γαλάζιο που όταν συνέβη
να ξαναγείρει στον λήθαργο, τα χέρια του
ήταν κομμένα απ’ την προσπάθεια ν’ αγκαλιάσει
όλη εκείνη την άγνωστη υγρότητα.
Δεν είχε κανένα βιβλίο να διαβάσει
εκείνος ο ευτυχισμένος άνθρωπος
κι έτσι δεν χρειάστηκε ποτέ να γράψει τίποτα.
Κι όλα εκείνα χάθηκαν
μες στο πραγματικό ξενοδοχείο
σαν να μην είχαν γίνει ποτέ.

(Από το «Μήλον της έριδος» - Οδος Πανός,1983)