Γυναίκες στα ράφια του μανάβη
του Αντώνη Νικολή
του Αντώνη Νικολή
ΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΣΩΣΤΑ, ΦΙΛΕ ΜΟΥ, ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 21ου, όπως αριθμούσαν τότε τους αιώνες, ή περίπου στο δικό μας 1ο προ καταστροφής (1st b. c.), το πιθανότερο στα μέσα του. Το εύρημα μας το προσκόμισε εδώ η καλή συνάδελφος της Εφορείας Εναλίων, η Μαρία η Τσίρος, (τη θυμάσαι, εκείνη με τις πολύ ανοιχτές πλάτες), από καταδύσεις της βορειοδυτικά στη βραχονησίδα του Λυκαβηττού -με μια επιφύλαξη μόνο να ελέγξουμε ξανά τις συντεταγμένες- στη θέση Σεπόλια ή ίσως Πατήσια. Αγαθή τύχη -εκτιμώ- διαφύλαξε το εύρημά μας, ένα DVD-Rom τυλιγμένο σε νάιλον και «χτισμένο» μέσα σε κύβο μπετόν. Προφανώς θα παράπεσε στο τσιμέντο πριν από την πήξη του, ποιος ξέρει από ποια απροσεξία του ή της κατόχου του.
Πρόκειται για μία συρραφή αποσπασμάτων από τηλεοπτικά προγράμματα -υποθέτω. Κάποιος έφτιαξε κάτι σαν αρχείο εμφανίσεων μιας γυναίκας, δεν αποκλείεται δημοσίου προσώπου. Ακκίζεται μαζί με μερικές άλλες αλλά και με άντρες, νέους ή νεάζοντες και αυτούς, αναλόγου ήθους ή επιπέδου δε μου διαφεύγει, απλώς κάνω μία παρατήρηση περί την ενδυμασία τους, σχετική με τις διαφορές τότε στα δύο φύλα, είναι και ο λόγος που σου γράφω, -αλλά ας βάλω μία τάξη.
Κατ’ αρχάς τον ήχο, ολότελα σβησμένο ή με σοβαρές αλλοιώσεις, τον επαναφέραμε κάπως, και μ’ ένα μελετητή χειλέων (lip-reader) καταφέραμε να διαβάσουμε τα λεγόμενα των προσώπων. Θλιβερές κοινοτοπίες, φλυαρίες, κυρίως ιαχές βλακείας, αλλά αυτά δε μας εξέπληξαν, υπάρχει πολλή βιβλιογραφία αναφορικά με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο τότε. Είναι η εποχή, να σου θυμίσω επίσης, που ομιλούν εκείνα τα καημένα ύστερα νεοελληνικά, τα διανθισμένα με αγγλικές λέξεις, σαν για να τα ζωντανέψουν.
Ε, λοιπόν, το ακατανόητο είναι το εξής, καλέ μου φίλε. Οι εικονιζόμενες στο εν λόγω ντοκουμέντο γυναίκες, ανεξαρτήτως καιρού, -στο μεσογειακό κλίμα διατηρούνταν ακόμα κάπως ευδιάκριτες οι εποχές- βρέξει χιονίσει είναι πάντοτε ντυμένες ελαφρά, καλοκαιρινά: μπλουζάκια με λεπτές τιράντες στις γυμνές πλάτες και τους ώμους, ανάλαφρα υφάσματα, πέδιλα με στενή σόλα και ελάχιστους δερμάτινους ιμάντες, ποδαράκια χαλαρότατα τυλιγμένα σε κάτι που θυμίζει παπούτσι. Δίπλα τους, μπορεί εξίσου φαιδροί και οι αρσενικοί (και ορισμένοι να εκθέτουν τα γραμμωμένα μπράτσα – στήθη τους με εφαρμοστές βαμβακερές φανέλες), όμως στην πλειονότητά τους ετούτοι φοράνε μακρομάνικα, φοράνε σακάκια, μακριά ζεστά παντελόνια, παπούτσια με κάλτσες. Υπάρχει σκηνή, να φανταστείς, που η κυρία περπατάει και συζητάει με μία άλλη στο ύπαιθρο (σε κάτι που μοιάζει με κακόμοιρο αλσύλλιο), αμφότερες εντωμεταξύ καλοκαιρινές, ενώ οι περαστικοί ένα γύρο προβάλλουν με σκουφιά και βαριά πανωφόρια. Να απορείς ποια εσωτερική θέρμη τις ζεσταίνει, σε βαθμό να μη σκάει ούτε ένα ελάχιστο τρεμούλιασμα στις άκριες των χειλιών τους…
Εικάζω, φίλε μου, ότι ήταν καιρός που όχι μόνο τα ενεργοβόρα θερμοκήπια παρήγαν μες στο καταχείμωνο ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, αλλά και οι θηλυκοί άνθρωποι εξέθεταν το κορμί τους, την πραμάτεια τους, αναλόγως. Πληθωριστικά θέλγητρα, δολώματα για αναπαραγωγή βέβαια (και για τα συνήθη συμπαρομαρτούντα της αναπαραγωγής, το γάμο κι ό,τι εννοούσαν τότε με τη φράση: κοινωνική αποκατάσταση), -την αθώα σεξουαλική απόλαυση την προφασίζονταν μόνο.
Ελπίζω εσύ τουλάχιστον να μη μου καταλογίζεις μισογυνισμό ή έστω ότι μεροληπτώ, γιατί τάχα προέρχομαι από μονοφυλετική αντρική οικογένεια.
Αγαπώ τους πατεράδες μου, και προφανώς κάθε ειρμός των εικόνων της παιδικής μου ζωής είναι γεμάτος από τους δυο τους, από τις άναρθρες χαρές, τα χουρχουρητά τους φέρ’ ειπείν, όταν ξύπναγα ανάμεσά τους τα νωχελικά κυριακάτικα πρωινά, όταν τους περίμενα στον καναπέ με τα παιχνίδια μου εγώ, εκείνοι σκυφτοί στον πάγκο της κουζίνας, με τα γέλια, με τα τραγούδια τους, να ετοιμάσουν το εντυπωσιακά ποικίλο σε αλμυρά και σε γλυκά πρόγευμά μας, όμως αγαπούσα πολύ και τις γιαγιάδες και τις θειες, με τα επιφωνήματα, τα ξεφωνητά τους όταν μ’ έβλεπαν στην πόρτα τους, όταν με σήκωναν, μ’ έσφιγγαν στους ζεστούς κόρφους –οι μέρες οι γιορτινές έχουν πάντοτε τη μυρωδιά του στήθους τους-, όπως αγαπώ και τη σύντροφό μου βέβαια, τις γυναίκες εν γένει.
Ο πληθυσμός στο σύνολό του -να πω σωστότερα-, όχι μόνο οι γυναίκες, απλώς οι παλαιές εκείνες γυναίκες, ως πιο ευεπίφορες σε ζητήματα οικιακής οικονομίας και οικογενειακού προγραμματισμού (λόγω αγωγής, όχι οπωσδήποτε λόγω φύσεως), στις δεκαετίες πριν από την καταστροφή υπήρξαν περισσότερο τα ενεργούμενα της συσσωρευμένης από αιώνες αδράνειας: των μονοθεϊστικών θρησκειών, των προκαταλήψεων, των στερεοτύπων… (Μα να έχουν φτάσει στο χείλος του γκρεμού, και να πριμοδοτούν ακόμα την πολύτεκνη ετεροφυλετική οικογένεια! Αυτό το απλούστατο, και όμως, από μικρό παιδί που το διαβάζω στα βιβλία της ιστορίας και που προσπαθώ να το χωνέψω, πίστεψέ με δεν μπορώ…)
Τι να τα λέμε πάλι…
Ήταν έξι δισεκατομμύρια εκείνοι οι άνθρωποι, έπρεπε επειγόντως να μειωθούν στα τέσσερα, σταδιακά στα τρία, κι αντί γι’ αυτό, φτάσανε τα δώδεκα… Τι να σου κάνει έπειτα και η καταστροφή… Κι εδώ που τα λέμε, άργησε.
Τα φιλιά μου, καλέ μου φίλε, σ’ εσένα, στον σύντροφο και στην κορούλα σας, τη μικρούλα Ίριδα.
Μάκης Πανώριος (επιμ.): Το ελληνικό φανταστικό διήγημα, τόμος στ' (Αίολος, 2012)
Μάκης Πανώριος (επιμ.): Το ελληνικό φανταστικό διήγημα, τόμος στ' (Αίολος, 2012)
2 σχόλια:
Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα
του Δημήτρη Αργασταρά, bookpress.gr
Η σειρά ‘‘Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα’’ (εκδ. Αίολος) ξεκίνησε το 1987, υπό την επιμέλεια του συγγραφέα και κριτικού Μάκη Πανώριου, με σκοπό να εντοπιστούν δείγματα του φανταστικού στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας από τους πρώτους μεταβυζαντινούς χρόνους μέχρι τις μέρες μας. Η συγκέντρωση του υλικού γινόταν μέσα από παλαιές εφημερίδες, ανθολογίες και συλλογές διηγημάτων, η επιλογή του δεν ήταν αξιολογική αλλά χαρακτηριστικά ενδεικτική της συνεχούς παραγωγής του είδους, περιστασιακά, από επιφανή ονόματα μέχρι ξεχασμένους διακόνους της γραφής, και μέχρι το 2004 έδωσε πέντε τόμους μιας μοναδικής και άκρως ενδιαφέρουσας ανθολόγησης. Πριν από λίγες μέρες, κυκλοφόρησε και ο έκτος τόμος που φέρνει στο φως «νέους, ώριμους, ερεθιστικής γεύσης καρπούς».
Γενικά, η φανταστική αφήγηση χαρακτηρίζεται από μία βίαιη διείσδυση κάτι μυστήριου μέσα στο πλαίσιο της πραγματικής ζωής. Το φανταστικό αποτελεί ρήξη της αναγνωρισμένης τάξης, εισβολή του απαράδεκτου μέσα στην αναλλοίωτη καθημερινή νομιμότητα. Έτσι, το φανταστικό στην λογοτεχνία ‘‘παίζει’’ με το απίστευτο, το αλλόκοτο, το συγκλονιστικό, το ιδιόρρυθμο, το ανησυχητικό, το ασυνήθιστο. Από την άλλη, υπάρχει και ο «πλέον ίσως ενδιαφέρον κλάδος της φανταστικής λογοτεχνίας» κατά τον κ. Πανώριο, η επιστημονική φαντασία, που τοποθετεί τον άνθρωπο και τον κόσμο του σε ένα μελλοντικό πλαίσιο, προβάλλοντας τις προσδοκίες και τους φόβους του πολιτισμού μας στην έκταση του χρόνου. Σε αυτά τα φανταστικά κείμενα, ο συγγραφέας αναφέρεται σε συμβάντα που δεν είναι δυνατό να συμβαίνουν στην ζωή, αν περιοριστούμε στις γνώσεις κάθε εποχής για το τι μπορεί ή όχι να συμβαίνει, και ασχολείται με ζητήματα που η επιστήμη, με την βραδύτερη πρόοδό της και την απαίτησή της για απόλυτη ακρίβεια, τα αποκλείει από το πεδίο της ή δεν μπορεί ακόμη να τα συλλάβει. Τέλος, στην φανταστική λογοτεχνία συναντάμε επίσης το σπάσιμο των αρμών της πραγματικότητας από τα οράματα του εσωτερικού κόσμου των ηρώων. Όπως αναφέρει ο Marcel Schneider στο δοκίμιο ‘‘Η φανταστική λογοτεχνία στην Γαλλία’’: «Το φανταστικό εξερευνά τον χώρο του μέσα, παίζει το ίδιο απολύτως παιχνίδι με την φαντασία, το άγχος της ζωής και την ελπίδα της σωτηρίας».
Το καινούριο που φέρνει ο νέος αυτός τόμος είναι ότι ανθολογεί νεότερους, σημερινούς συγγραφείς, οι οποίοι γράφουν πλέον, όταν επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν αυτό το είδος, συνειδητά φανταστική λογοτεχνία, επιλέγουν τα σύμβολά της για να σχεδιάσουν την σύγχρονη πραγματικότητα, και με τον τρόπο αυτό ανανεώνουν και εμπλουτίζουν την λογοτεχνική μας παραγωγή. Ο επιμελητής της έκδοσης, Μάκης Πανώριος, δείχνει αρκετά αισιόδοξος ως προς το καινούριο υλικό : «Η σοβαρότητά της σκέψης τους, η γνήσια υπαρξιακή αγωνία τους και η ποιότητα της γραφής τους είναι και τα στοιχεία εκείνα που μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε για το μέλλον της νεοελληνικής φανταστικής λογοτεχνίας, της σύγχρονης, σκεπτόμενης νεοελληνικής λογοτεχνίας γενικότερα. Οι υποσχέσεις που δίνουν είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες…».
Οι συγγραφείς, από την άλλη, φαίνονται μάλλον απαισιόξοι ως προς την πραγματικότητα που μυθοποιούν. Έχοντας ψυχανεμιστεί την έλευση μιας σύγχρονης, σκοτεινής και αμφίβολης καθημερινότητας, ένα ανέλπιδο τοπίο που φαίνεται να μας περικυκλώνει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ακόμη και το προανάκρουσμα της κρίσης όσον μέχρι χθες θεωρούσαμε σταθερά και δεδομένα, η οπτική τους γίνεται μελαγχολική και το βλέμμα τους αγωνιώδες. Όπως παρατηρεί και ο κ. Πανώριος στην εισαγωγή του, οι συγγραφείς εκφράζουν την «κραυγή αγωνίας του σύγχρονου παγκόσμιου ανθρώπου, ο οποίος ίσταται περιδεής ενώπιον της δυσοίωνης πραγματικότητας του και αντικρίζει περίτρομος την έλευση του αντιουτοπικού του μέλλοντος… η αποκρυπτογράφηση αποκαλύπτει το πρόβλημα σε όλη την σφαιρική του διάσταση. Κρούει αναμφίβολα τον κώδωνα του κινδύνου». Όμως, αυτό δίνει επίσης την ευκαιρία και στην φανταστική λογοτεχνία να αποκαλύψει την δύναμη των εργαλείων της. Κατασκευάζοντας φανταστικούς κόσμους και καταστάσεις για να αναλύσουν και να σχολιάσουν περιστάσεις της καθημερινής πραγματικότητας, οι συγγραφείς πετυχαίνουν ταυτόχρονα να αλλάζουν με πλάγιο τρόπο την οπτική των αναγνωστών τους, να τους απομακρύνουν από τις πάγιες απόψεις και προκαταλήψεις τους, και να τους οδηγούν να αντικρίσουν τα προβλήματα αποστασιοποιημένα.
Ας αναφέρουμε εδώ ότι συμμετέχουν με διηγήματά τους οι : Αντάμης Γ., Αστερίου Χ., Ασωνίτης Α., Βασιλάκου Κ., Βλαντής Ν., Γρηγοριάδης Θ., Καπετανάκης Δ., Καρυδάκης Σ., Κατσουλάρης Κ., Κούστας Π., Κυριλλίδης Β., Μίσσιος Κ., Μπαχά Χ., Νικολαίδου Σ., Νικολής Α., Νικολοπούλου Η., Ντίλιος Σ., Ξενάριος Γ., Οικονόμου Δ., Παπαδόπουλος Α., Πετσετίδης Δ., Σερέφας Σ., Σπυροπούλου Χ., Σταμάτης Α., Σταυρίδης Σ., Σωτάκης Δ., Τσίρος Π., Χαρίτος Κ., Χατζηγιαννίδης Β., Χρυσόπουλος Χ.
Έτσι, ο έκτος τόμος του ‘‘Ελληνικού Φανταστικού Διηγήματος’’ δεν θα μπορούσε να επιλέξει καταλληλότερη περίοδο για να κυκλοφορήσει. Το περιεχόμενό του είναι τόσο καίριο όσο και λογοτεχνικά απολαυστικό. Μας κάνει να θυμόμαστε πως, μερικές φορές, η παρουσία σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων είναι ένα κίνητρο για εξερεύνηση, πως ο άνθρωπος ψάχνει αδιάκοπα έναν δρόμο μακριά από τα προβλήματα και συχνά το κάνει ανοίγοντας όλες τις πόρτες που μπορεί να τον οδηγήσουν σε κάτι καινούριο και διαφορετικό. Αποτελεί μια ένδειξη του τι μπορεί να γίνει και τι θα έπρεπε να γίνει και πως, χάρη σε αυτό, θα μπορούσαμε να είμαστε πιο αισιόδοξοι για το τι θα μπορούσαμε να κάνουμε πραγματικά εδώ...
Δημοσίευση σχολίου