Είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο ένας άνθρωπος να νιώθει ένα 'φτερούγισμα' στην καρδιά του ή ότι 'χάνει' έναν παλμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα συμπτώματα αυτά είναι αθώα, τουλάχιστον στους νεότερους. Ενίοτε όμως συνοδεύονται από ξαφνική δύσπνοια ή ζάλη και προκαλούν ανησυχία. Τότε χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης γιατί δεν είναι όλες οι ταχυκαρδίες ίδιες.
Η ταχυκαρδία είναι ένας γενικός όρος που αφορά όλες τις περιπτώσεις όπου οι καρδιακοί παλμοί υπερβαίνουν τους 100 ανά λεπτό. Φυσιολογικά οι καρδιακοί παλμοί ενός ανθρώπου σε κατάσταση ηρεμίας κυμαίνονται μεταξύ 60 και 100 το λεπτό, με τους επαγγελματίες αθλητές να έχουν χαμηλότερες τιμές και τα βρέφη υψηλότερες.
Κάθε καρδιά λειτουργεί με τους δικούς της σταθερούς ρυθμούς χάρη σε ένα αξιόλογο ηλεκτρικό σύστημα, βάσει του οποίου το αρχικό ηλεκτρικό ερέθισμα παράγεται από το φλεβόκομβο και άγεται αρχικά στους κόλπους και στη συνέχεια περνά στις κοιλίες διαμέσου μιας ενδιάμεσης 'γέφυρας' (κολποκοιλιακός κόμβος).
Αυτή η αλληλουχία παραγωγής και μετάδοσης του ηλεκτρικού ερεθίσματος επαναλαμβάνεται περίπου 100.000 φορές την ημέρα και έχει ως αποτέλεσμα ισάριθμες συστολές της καρδιάς κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η απόδοσή της ως αντλία να είναι βέλτιστη.
Πότε μια ταχυκαρδία είναι αρρυθμία
Ο καρδιακός ρυθμός βεβαίως δεν είναι σταθερός αλλά προσαρμόζεται στις εκάστοτε ανάγκες του οργανισμού. Έτσι, αν τρέξουμε, αν κάτι μας τρομάξει ή αν έχουμε πυρετό είναι εύλογο να εμφανιστεί ταχυκαρδία (φλεβοκομβική ταχυκαρδία) η οποία είναι απολύτως φυσιολογική.
Μια ταχυκαρδία χαρακτηρίζεται ως αρρυθμία η οποία χρήζει διερεύνησης όταν εμφανίζεται αδικαιολόγητα ενώ κάποιος/α είναι σε κατάσταση ηρεμίας. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση ενδεχομένως να πρόκειται για σχετικά καλοήθεις καταστάσεις που δεν απαιτούν ιδιαίτερη αντιμετώπιση αλλά η αναζήτηση ιατρικής συμβουλής είναι απαραίτητη καθότι ορισμένες αρρυθμίες είναι δυνητικά θανατηφόρες.
Γενικά, οι ταχυκαρδίες διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες ανάλογα με την προέλευση του αρρυθμιογόνου ερεθίσματος.
Οι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες ξεκινούν από τους κόλπους της καρδιάς με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους την παροξυσμική κολπική ταχυκαρδία, τον κολπικό πτερυγισμό, την πολυεστιακή κολπική ταχυκαρδία, την κολπική μαρμαρυγή και το σύνδρομο Wolf-Parkinson-White.
Η πλειονότητά τους δεν απειλεί τη ζωή του πάσχοντα και δεν προκαλούν μόνιμες καρδιακές βλάβες. Ορισμένες όμως μπορούν να οδηγήσουν σε επιπλοκές όπως καρδιακή ανεπάρκεια αν παραμεληθούν. Η δε κολπική μαρμαρυγή που συχνά χρονίζει αποτελεί αρκετά συχνό αίτιο εγκεφαλικού επεισοδίου.
Οι κοιλιακές ταχυκαρδίες ξεκινούν από τις κοιλίες και χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης καθότι είναι δυνατόν να εξελιχθούν σε κοιλιακή μαρμαρυγή και να οδηγήσουν στο θάνατο. Απαντώνται συχνά ως επιπλοκή ενός εμφράγματος.
Πού οφείλεται
Η παθολογική ταχυκαρδία οφείλεται κατά κανόνα σε διαταραχή της ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς η οποία μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αυξημένη.
Στην πιο απλή και αθώα περίπτωση η ταχυκαρδία είναι αποτέλεσμα της λήψης διαφόρων διεγερτικών ουσιών όπως είναι η καφεΐνη και άλλες συγγενείς ουσίες που απαντώνται στο καφέ, το τσάι και τις σοκολάτες. Ορισμένοι οργανισμοί είναι πιο ευάλωτοι στην επίδρασή τους. Αντίστοιχες συνέπειες μπορεί να έχει το αλκοόλ και το κάπνισμα.
Πολλές χημικές ουσίες του περιβάλλοντος έχουν επίσης παρόμοια δράση στη καρδιά. Πρόκειται συνήθως για πτητικές ουσίες που εισπνέονται όπως διάφοροι διαλύτες που περιέχονται σε χρώματα, κόλλες, βερνίκια, προωθητικά αέρια, βενζίνη κλπ. Μεγαλύτερο κίνδυνο σε αυτή την περίπτωση αντιμετωπίζουν εργαζόμενοι που έρχονται σε διαρκή επαφή με αυτά τα προϊόντα ενώ δεν είναι αμελητέα η εισπνοή τους με σκοπό την πρόκληση ευφορίας από εξαρτημένα άτομα.
Εξάλλου, ταχυκαρδία προκαλούν πολλά ναρκωτικά με προεξάρχοντα την κοκαΐνη και τις αμφεταμίνες. Ορισμένοι θάνατοι μάλιστα αποδίδονται και στην αρρυθμιογόνο δράση τους.
Πέρα όμως από τα ναρκωτικά, η πρόκληση αρρυθμιών είναι δυνητική παρενέργεια διαφόρων φαρμάκων.
Ευνόητο είναι ότι πολλές καρδιαγγειακές παθήσεις μπορούν να εμφανίσουν ταχυκαρδία, όπως στεφανιαία νόσος, καρδιακή ανεπάρκεια, βαλβιδοπάθειες και υπέρταση.
Συχνά το πρόβλημα οφείλεται στην ύπαρξη εκ γενετής διαφόρων 'βραχυκυκλωμάτων' στο ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς όπως πχ συμβαίνει στο σχετικά συχνό σύνδρομο Wolf-Parkinson-White.
Aλλες οργανικές παθήσεις που ενοχοποιούνται είναι ο υπερθυρεοειδισμός, η αναιμία, διάφορες ηλεκτρολυτικές διαταραχές κ.ά.
Έχω ταχυκαρδία;
Η ταχυκαρδία έχει ως αποτέλεσμα η καρδιά να συστέλλεται τόσο γρήγορα, ώστε να μην προλαβαίνουν οι καρδιακές κοιλότητες να γεμίζουν αίμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην προωθούνται επαρκείς ποσότητες αίματος στην περιφέρεια και να εμφανίζονται τα ακόλουθα συμπτώματα:
Αίσθημα απώλειας ενός σφυγμού
Αίσθημα παλμών
Δύσπνοια
Αίσθημα ζάλης
Απώλεια αισθήσεων
Θωρακικό άλγος
Θάνατος
Ο ιατρός θα υποψιαστεί το πρόβλημα με βάση τα συμπτώματα που θα του περιγράψει ο ασθενής. Οι ανωμαλίες στην ηλεκτρική λειτουργία της καρδιάς θα αποτυπωθούν στο ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ). Σε περίπτωση όμως που το αποτέλεσμα είναι αρνητικό και εξακολουθούν να υπάρχουν υπόνοιες, μπορεί να εφαρμοστεί φορητό σύστημα καταγραφής ΗΚΓ επί 24ώρου βάσης (Holter).
Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται ηλεκτροφυσιολογική μελέτη της καρδιάς που πραγματοποιείται σε ορισμένα εξειδικευμένα εργαστήρια.
Αφού λοιπόν διαπιστωθεί η ταχυκαρδία, μένει να αποκαλυφτούν τα αίτια της. Προς αυτή τη κατεύθυνση και ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να ζητηθούν διάφορες αιματολογικές και ακτινολογικές εξετάσεις, τεστ κοπώσεως, υπερηχογράφημα και στεφανιογραφία.
Θεραπεία
Κάθε αρρυθμία αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Σε πολλές περιπτώσεις υπερκοιλιακής ταχυκαρδίας ο καρδιακός ρυθμός μειώνεται επιτυχώς με τον χειρισμό Valsava: προσπαθούμε να εκπνεύσουμε χωρίς όμως να βγαίνει αέρας από το στόμα ή τη μύτη ώστε να αυξηθεί η ενδοκοιλιακή πίεση και να λειτουργήσει ένα αντανακλαστικό του νευρικού συστήματος.
Πολύ αποτελεσματική είναι η απινίδωση (ηλεκτροσόκ) που χρησιμοποιείται κυρίως στην κολπική μαρμαρυγή ενώ υπάρχουν διάφορα φάρμακα για τη θεραπεία και την πρόληψη υποτροπών. Η κοιλιακή ταχυκαρδία, όπως προαναφέρθηκε απαιτεί άμεση αντιμετώπιση με απινίδωση και ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκων. Και εδώ μπορούν να χορηγηθούν φάρμακα για την πρόληψη ενός επόμενου επεισοδίου αλλά συχνά απαιτείται και η τοποθέτηση βηματοδότη-απινιδωτή που μπορεί να ανιχνεύσει μια απειλητική κοιλιακή ταχυκαρδία και αυτομάτως να κάνει απινίδωση.
Τέλος, μια νεότερη τεχνική συνίσταται στον ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο της καρδιάς ώστε να εντοπιστεί το υπεύθυνο κέντρο που προκαλεί την αρρυθμία και στη συνέχεια να καταστραφεί με τη βοήθεια ραδιοκυμάτων για να επανακτήσει η καρδιά τους φυσιολογικούς ρυθμούς της. Αναστάσιος Μακρής (health.in.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου