Ο Κουν ήταν μοναδικός. Ένας άνθρωπος συνεσταλμένος εκτός πρόβας αλλά και ταυτόχρονα τρομερά γοητευτικός. Άλλαξε τα πάντα στο ελληνικό θέατρο. Ένα πολύ απτό παράδειγμα είναι το Υπόγειο, που ανάμεσα στις δυο κολόνες του έχει ένα διάστημα 8,5 μέτρων και θεωρούνταν «τρύπα» όταν έγινε. Το πρώτο κυκλικό, το πρώτο που άλλαξε την τυπολογία του ηθοποιού, το ρεπερτόριό του. Τώρα συνειδητοποιώ πως τότε εμφανίστηκαν οι πρώτοι άρρενες ηθοποιοί με λαϊκό physique. Άλλαξαν τα υφάσματα. Από τα καπέλα της κυρίας τάδε ραμμένα στον οίκο της κύριας τάδε φτάσαμε, με Τσαρούχη και Χατζιδάκι, να υπάρχουν στη σκηνή το ντρίλι και η φανέλα. Πάνω απ' όλα, όμως, το ρεπερτόριο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε το σοκ όταν γίνονταν για πρώτη φορά αναγνώσεις του Πίντερ, του Ιονέσκο, του Μπέκετ. Βασίλευε άκρα του τάφου σιωπή. Γι' αυτό τότε υπήρχαν με σαφήνεια δύο σχολές: του Εθνικού και του Θεάτρου Τέχνης.
ΜΑΓΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ (Lifo, 2-3-2011)
ΜΑΓΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ (Lifo, 2-3-2011)
3 σχόλια:
Τον Φεβρουάριο του 1987, το περιοδικό «η λέξη», των Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου, αφιερώνει το τεύχος 62 στον Κάρολο Κουν. Νωπός ο θάνατός του (14 Φεβ. του ίδιου χρόνου) και άνθρωποι που τον γνώρισαν – συνεργάτες και φίλοι –, μετά από πρόσκληση του περιοδικού, μιλούν γι αυτόν με αγάπη και σεβασμό.
Στο τεύχος αυτό, η Μάγια Λυμπεροπούλου γράφει ένα μεγάλο κείμενο για τον δάσκαλό της, από το οποίο παραθέτω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Άφαντος και πάντα μελλοντικός
Προσκυνώ σε Δάσκαλε.
Πάντα μού έλεγες πως λέω πολλά. Αυτό θα κάνω και τώρα. Θα πω για σένα και τις λέξεις. Πώς ήταν η πρόβα μαζί σου και σε ποια γλώσσα μας μιλούσες.
Στην ανάγνωση του έργου στον θίασο, συνήθως από τον μεταφραστή και κάποτε από έναν ηθοποιό που είχε ευκολία να διαβάζει πρίμα βίστα, λίγες φορές και ελάχιστοι ηθοποιοί γνώριζαν εκείνη τη στιγμή τη διανομή. Αρκετές φορές ούτε και ο ίδιος ο Κουν. Γι αυτό και υπήρχε η συνήθεια να δοκιμάζονται σε μερικές πρόβες-αναγνώσεις δυο και τρεις ηθοποιοί στον ίδιο ρόλο – μείζονα ή ελάσσονα – ώσπου να καταλήξει ο Κουν. Αυτές οι «πρόβες» ήταν ένα είδος ακροάσεων’ άλλωστε ο ίδιος έλεγε” Θέλω να σε α κ ο ύ σ ω για να δω…. Βέβαια, λαίμαργος ως συνήθως, συχνά σ’ αυτές τις «ακροάσεις» έσπρωχνε τον ηθοποιό σε κάτι που ξεπερνούσε κατά πολύ τη θεατρική «ανάγνωση» και τον πήγαινε απροετοίμαστο προς αυτό που λέμε «παίξιμο». Σχεδόν ποτέ δεν αποκάλυπτε σ’ αυτές τις ακροάσεις το ζητούμενο. Επειδή, όσο παράδοξο και αντιφατικό κι αν φαίνεται, η κατάληξη στο ποιος από τους δοκιμαζόμενους ηθοποιούς θα έπρεπε να παίξει το ρόλο, δεν είχε καμιά άμεση σχέση με το πόσο «καλά» διάβαζε ή προσπαθούσε να παίξει ο ηθοποιός κάτω από το κατεπείγον κέντρισμά του. Ο Κουν, με την τρομερή διαίσθηση που χαρακτήριζε τις σχέσεις του με τον ηθοποιό, ά κ ο υ γ ε ή αναζητούσε.
../..
[….] Ο Κουν μιλούσε πάντα έμμεσα. Νομίζω ότι πίστευε πως δεν υπάρχουν κυριολεξίες που να μπορούν να ψαύσουν την πεμπτουσία της υποκριτικής λειτουργίας που έχει να κάνει πάντα με το ακατονόμαστο, το ανείπωτο, το άφατο. Η σχέση του με τις λέξεις ήταν ιδιαίτερη και προσωπική. Όχι ρητορικός, αλλά παραστατικός. Κανένας θεωρητικός λόγος σε σχέση με το «πού» ήθελε να πάει το έργο και, ακόμα λιγότερο, με το τι ήθελε ο ίδιος να «πει» με το έργο. Ό,τι σήμερα λέμε, μονολεκτικά κι ελαφρώς αγοραία, «άποψη», ο Κουν το ψαχούλευε, το αφουγκραζόταν, το οσμιζόταν, το κοίταζε να γίνεται και προπαντός το προκαλούσε να γίνει, μέρα με τη μέρα, πρόβα με την πρόβα. Και πολύ συχνά, ώρα με την ώρα: ξετυλιγόταν ένα νήμα στις δέκα το πρωί που θαρρούσες πως θα πήγαινε να υφάνει το άλφα σχέδιο και κατά τις δύο το νήμα είχε κοπεί και ο Κουν ξεκινούσε από αλλού, άλλο νήμα για κάποιο άλλο υφάδι. Πράγμα που εμείς συχνά δεν καταλαβαίναμε, γι αυτό και περισσότερο από συχνά διαμαρτυρόμασταν: μα εσείς που είπατε πριν από λίγο ή εσείς χθες μου είπατε να το «πάω» προς τα κει… Για να λάβουμε την εν δικαίω, αγανακτισμένη απάντησή του: πριν δυο ώρες έβλεπα αυτό και τώρα βλέπω άλλο… άλλο χτες, άλλο σήμερα και οπωσδήποτε άλλο αύριο… Με τον Κουν, ήθελες δεν ήθελες, μάθαινες να σβήνεις ανά πάσα στιγμή και ν’ αρχίζεις και πάλι απ’ την αρχή… σαν να μην είχες ποτέ σου «γράψει» τίποτε…
[….] Συχνά μιλάμε για την ερωτική σχέση των ηθοποιών με το κοινό και του σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς.
Νομίζω, ότι αυτές ακριβώς τις στιγμές ο Κουν δεν ήταν σκηνοθέτης. Ήταν ερωτευμένος. Το άναρθρο, με αυτό το άλγος, αυτό τον καημό, αυτή τη μανία, και το ανείπωτο της ενίοτε αγαλλίασης, ήταν όμοια και απαράλλακτα με εκείνα που νιώθει ο άνθρωπος όταν παλεύει με το εσαεί απρόσιτο, με τον άλλον.
Ναι, αν έπρεπε με μια φράση να ορίσω τη φύση του Κουν στις πρόβες, θα έλεγα ότι ο Κάρολος Κουν ήταν ένας διανοούμενος της ψυχής και του σώματος.
. . . . . . . . . . . . . . . .
Και ξαφνικά ακούω πάλι τη φωνή σου:
-Ποιος το ΄γραψε αυτό;
-Εγώ, η Λυμπεροπούλου κύριε Κουν.
Μάγια Λυμπεροπούλου
---- Μάγια Λυμπεροπούλου: Ήταν ερωτευμένος. Το άναρθρο, με αυτό το άλγος, αυτό τον καημό, αυτή τη μανία, και το ανείπωτο της ενίοτε αγαλλίασης, ήταν όμοια και απαράλλακτα με εκείνα που νιώθει ο άνθρωπος όταν παλεύει με το εσαεί απρόσιτο, με τον άλλον. ----
Με το ποίημα του Κάρολου Κουν "Καημός" αρχίζει και το αφιέρωμα της "λέξης":
Καημός
Γιατί τόσος πόνος και μόχτος;
Αναπάντεχοι είναι οι ανέμοι που με κυβερνάνε, κ' η καρδιά μου ανήξερη' ανήμπορη η βούλησή μου.
Τυφλός είμαι, μα γω δεν το στοχάζουμαι' γιατί ψευτές σκιές μού θαμπώνουνε το φως.
Αδύνατη είναι η ακουή μου' γιατί τ' αυτιά μου αναπαίζουνε κούφιοι ήχοι.
Βασιλέα ελόγιασε καθένας τον εμαυτό του.
Σε βράχο έκρινε να θεμελιώσει τους πύργους του, κι έκτισε εις την άμμο.
Στη γης έσπειρε για την τροφή του, κι απόμεινε τροφή στη γης.
Τον ουρανό εβουλήθηκε ν’ αγγίξει’ και την κορφή του εσκέπασε χώμα.
Αψηλά στέκει ο ουρανός, κ’ η γης αιώνια.
Ο άνθρωπος μικρός.
Μικρός κι ο πόνος του’ μικρή κι η χαρά του.
Θαυμαστή μόνον η δύναμις όπου το ‘να και τ’ άλλο ορίζει.
Κάρολος Κουν
Δημοσίευση σχολίου