Από το αφιέρωμα στη Λογοτεχνία της Δανίας
του περιοδικού «η λέξη» - τχ. 29-30, Νοέμβριος ’83
ΡΗΞΗ
Ο Γιορν κι εγώ τα φτιάξαμε γρήγορα. Μπήκε στη ζωή μου σαν άγνωστος άνεμος με καινούριο άρωμα, και χώθηκα βίαια μέσα στις παρορμήσεις του. Ανάμεσά μας δημιουργήθηκε ο δικός μας μικρός κόσμος , η μίνι-κουλτούρα μας. Και έξω από μας υπήρχε μια άλλη, ευρύτερη έκδοση αυτού που είχαμε κοινό μεταξύ μας. Δε χρειαζόμασταν να πάμε αρκετά μακριά για να κατοπτριστούμε σ’ αμέτρητες παραλλαγές. Μπορούσαμε να κατεβούμε στο δρόμο και να επικυρώσουμε το μικρό τμήμα της μεγάλης ολότητας, που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σ’ εμάς τους δυο. Μπορούσαμε να διαβάσουμε βιβλία, να δούμε έργα και να επισκεφτούμε άλλους που ζούσαν ζωή ζευγαριού, με τις ανάλογες συνήθειες. Όταν κουραζόμασταν ή είχαμε ανάγκη από ερεθισμούς, τότε δεν είχαμε παρά να κάνουμε εισπνοές μέσα σ’ ολόκληρο αυτό το μεγαλόπρεπο μηχανισμό που λέγεται κουλτούρα, τον «σωστό», κληρονομημένο πολιτισμό, και να αισθανθούμε πως ο κόσμος γύρω μας ήταν ο «δικός μας» κόσμος.
Η Ζανέτ κι εγώ μάταια ψάχνουμε να βρούμε ένα κληρονομημένο τρόπο ζωής. Αν πάμε να δούμε ένα φιλμ, αν διαβάσουμε ένα βιβλίο, αν ανοίξουμε την εφημερίδα ή επισκεφτούμε φίλους δε θα βρούμε τίποτε που να μας μοιάζει. Είμαστε αόρατες, αυτό που έχομε μαζί φαίνεται σα να μη βρίσκεται αλλού. Για την κουλτούρα που μας περιτριγυρίζει, εμείς δεν υπάρχουμε. Δεν υπάρχουμε για τη συνείδηση των άλλων ανθρώπων. Αν ψάξουμε αρκετά στα πολιτιστικά πρότυπα, ίσως να τραβήξουμε στην επιφάνεια τίποτε χαλάσματα από τα βάθη της ιστορίας: μερικούς στίχους από τη Λέσβο, γραμμένους τόσο παλιά, που μοιάζουν παραμύθι, και σε γλώσσα που δεν τη νοιώθουμε αρκετά’ θα βρούμε καμιά εικοσαριά τραγικές αναφορές σε δυστυχισμένες γυναίκες που αισθάνθηκαν έλξη για το ίδιο φύλο, περιπτώσεις που δε μας χρησιμεύουν σε τίποτα, γιατί εμείς δεν είμαστε ούτε δυστυχισμένες ούτε τραγικές. Θα βρούμε και ιστορίες για αβύσσους μοναξιάς – αναπόφευχτη πτώση για λεσβίες -, αλλά ούτε εκεί βρισκόμαστε εμείς, γιατί ο κόσμος έγινε για πρώτη φορά ζωντανός από τότε που γνωριστήκαμε. Δε νοιώθουμε τόσο μόνες όσο πριν. Βρίσκουμε σε παχιούς τίτλους απογευματινών εφημερίδων λεσβίες που οργάνωσαν δολοφονίες με μισθωμένους φονιάδες, αλλά ούτε κι εκεί είμαστε εμείς, γιατί δεν έχουμε καμία προοπτική να σκοτώσουμε τον Ιάν, και δεν αισθανόμαστε καθόλου σαν πιθανές φόνισσες.
Δεν έχουμε καμία επιθυμία να διαβάσουμε πορνογραφικές περιγραφές για δύο κορίτσια που πλαγιάζουν μαζί, γιατί στο κρεβάτι βρισκόμαστε σπάνια. Αντίθετα λαχταρούμε απελπισμένα να διαβάσουμε κάτι για μπερδεμένα αισθήματα που βράζουν μέσα μας, για άλλες κοπέλες που κάνοντας βόλτα στον πεζόδρομο κοιτούν κοπέλες, και χαχανίζουν, και πειράζουν, και κατσαδιάζουν τους άντρες που τους κολλούν με ηλίθιες προτάσεις. Έχουμε ανάγκη να κατοπτριστούμε σε άλλα, τελείως συνηθισμένα κορίτσια, με εντελώς συνηθισμένα φόντα και με συνηθισμένη ερωτική δραστηριότητα. Που να μη ζουν στο παρελθόν, να μην οργανώνουν μισθωμένους φόνους και να μην είναι μόνα και τραγικά. Πρόσωπα που να μην υποκινούνται από δυνάμεις και χυμούς, όπως φαντάζονται οι άντρες πως οι λεσβίες κάνουν – αλλιώς αυτές δεν τραβούν το ενδιαφέρον τους, είναι μάλλον παραπανήσιες. Περισσεύουν. Αυτές δε χρησιμεύουν στους άντρες. Κι αν αυτές δε χρησιμεύουν στους άντρες, τότε δεν υπάρχουν καθόλου.
Μπορούμε να κοιταζόμαστε και να βλέπουμε ότι υπάρχουμε, να σπάμε πλάκα και ν’ ακούμε η μία το γέλιο της άλλης’ να κρατιόμαστε από το χέρι και να νοιώθουμε η μία το δέρμα της άλλης. Αλλά, μόλις απομακρυνθούμε η μία από την άλλη, δε μπορούμε να δούμε την άλλη πουθενά, ούτε τίποτε που να της μοιάζει. Μόνο λίγα βιβλία μιλούν για κορίτσια που τα έχουν μεταξύ τους, και κανένα φιλμ δε δείχνει μια ευτυχισμένη σχέση ανάμεσα σε γυναίκες. Δε γνωρίζουμε γυναίκες που να ζουν μαζί δύο-δύο και που να μπορούμε να επισκεφτούμε για λίγο στο σπίτι τους: - Γεια σου, είναι η Λίζε σπίτι; Η Ζανέτ έρχεται σε λίγο…
Κι αυτό, γιατί εκείνες που ζουν έτσι κρύβονται και είναι τόσο φοβισμένες που δε μπορούν να νοιώσουν περηφάνεια για την αγάπη τους. Ίσως εμείς οι δύο να είμαστε άπιαστη θηλιά στο μεγάλο πλεχτό της κουλτούρας.
Είμαστε αναγκασμένες να βάλουμε οι ίδιες θεμέλια εκεί που πρέπει να είμαστε μαζί. Βασικά, αν ο δεσμός μας χρειάζεται να έχει κάποιο περιεχόμενο, αν είναι ανάγκη να έχουμε έναν κοινό κόσμο, αυτό πρέπει να το ανακαλύψουμε μόνες μας. Και αυτό κάνουμε.
Bente Clod
Η σύγχρονη γυναικεία λογοτεχνία της Δανίας
Γράφει η Αγγελική Βόρνινγκ:
Η Bente Clod γεννήθηκε το 1946. Εμφανίζεται στη λογοτεχνία το 1976 με μια συλλογή από άρθρα, ποιήματα και διηγήματα: «Η αναγνωρισμένη δανέζικη συνουσία και άλλες μάχες σώμα με σώμα». Το 1977 εκδίδεται το μυθιστόρημά της «Ρήξη», μια βιογραφία με ξεκάθαρες πολιτικές και φεμινιστικές θέσεις, που δίνει ανάγλυφη όλη την πορεία μιας γυναίκας που περνά από ένα μονογαμικό, ετεροφυλικό δεσμό – σε μεσοαστικό κλίμα βιομηχανικής κοινωνίας – στην ομοφυλόφιλη εμπειρία ενός περιβάλλοντος ριζοσπαστικού φεμινισμού. Με την ανθολογία γυναικείων έργων «Γυναίκες ποτέ μη χάσουμε η μία την άλλη απ’ τα μάτια μας», η Bente Clod έρχεται σε τελική ρήξη με την παραδοσιακή αντρική λογοτεχνία. Γράφει ποιητικές συλλογές και το 1980 εκδίδει το μυθιστόρημα «Έβδομη ψυχή», συνέχεια στο πρώτο μυθιστόρημά της, και εμπνευσμένο από τη συνεργασία της με ομάδες γυναικών στην Κοπεγχάγη και στο νησί των γυναικών Femø. Η Bente Clod έχει πάρει ενεργά μέρος στη δημιουργία αυτόνομης γυναικείας ομάδας στην Εταιρεία δανών συγγραφέων και οργάνωσε το θεσμό απονομής υποτροφιών σε λογοτέχνιδες.
του περιοδικού «η λέξη» - τχ. 29-30, Νοέμβριος ’83
ΡΗΞΗ
Ο Γιορν κι εγώ τα φτιάξαμε γρήγορα. Μπήκε στη ζωή μου σαν άγνωστος άνεμος με καινούριο άρωμα, και χώθηκα βίαια μέσα στις παρορμήσεις του. Ανάμεσά μας δημιουργήθηκε ο δικός μας μικρός κόσμος , η μίνι-κουλτούρα μας. Και έξω από μας υπήρχε μια άλλη, ευρύτερη έκδοση αυτού που είχαμε κοινό μεταξύ μας. Δε χρειαζόμασταν να πάμε αρκετά μακριά για να κατοπτριστούμε σ’ αμέτρητες παραλλαγές. Μπορούσαμε να κατεβούμε στο δρόμο και να επικυρώσουμε το μικρό τμήμα της μεγάλης ολότητας, που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σ’ εμάς τους δυο. Μπορούσαμε να διαβάσουμε βιβλία, να δούμε έργα και να επισκεφτούμε άλλους που ζούσαν ζωή ζευγαριού, με τις ανάλογες συνήθειες. Όταν κουραζόμασταν ή είχαμε ανάγκη από ερεθισμούς, τότε δεν είχαμε παρά να κάνουμε εισπνοές μέσα σ’ ολόκληρο αυτό το μεγαλόπρεπο μηχανισμό που λέγεται κουλτούρα, τον «σωστό», κληρονομημένο πολιτισμό, και να αισθανθούμε πως ο κόσμος γύρω μας ήταν ο «δικός μας» κόσμος.
Η Ζανέτ κι εγώ μάταια ψάχνουμε να βρούμε ένα κληρονομημένο τρόπο ζωής. Αν πάμε να δούμε ένα φιλμ, αν διαβάσουμε ένα βιβλίο, αν ανοίξουμε την εφημερίδα ή επισκεφτούμε φίλους δε θα βρούμε τίποτε που να μας μοιάζει. Είμαστε αόρατες, αυτό που έχομε μαζί φαίνεται σα να μη βρίσκεται αλλού. Για την κουλτούρα που μας περιτριγυρίζει, εμείς δεν υπάρχουμε. Δεν υπάρχουμε για τη συνείδηση των άλλων ανθρώπων. Αν ψάξουμε αρκετά στα πολιτιστικά πρότυπα, ίσως να τραβήξουμε στην επιφάνεια τίποτε χαλάσματα από τα βάθη της ιστορίας: μερικούς στίχους από τη Λέσβο, γραμμένους τόσο παλιά, που μοιάζουν παραμύθι, και σε γλώσσα που δεν τη νοιώθουμε αρκετά’ θα βρούμε καμιά εικοσαριά τραγικές αναφορές σε δυστυχισμένες γυναίκες που αισθάνθηκαν έλξη για το ίδιο φύλο, περιπτώσεις που δε μας χρησιμεύουν σε τίποτα, γιατί εμείς δεν είμαστε ούτε δυστυχισμένες ούτε τραγικές. Θα βρούμε και ιστορίες για αβύσσους μοναξιάς – αναπόφευχτη πτώση για λεσβίες -, αλλά ούτε εκεί βρισκόμαστε εμείς, γιατί ο κόσμος έγινε για πρώτη φορά ζωντανός από τότε που γνωριστήκαμε. Δε νοιώθουμε τόσο μόνες όσο πριν. Βρίσκουμε σε παχιούς τίτλους απογευματινών εφημερίδων λεσβίες που οργάνωσαν δολοφονίες με μισθωμένους φονιάδες, αλλά ούτε κι εκεί είμαστε εμείς, γιατί δεν έχουμε καμία προοπτική να σκοτώσουμε τον Ιάν, και δεν αισθανόμαστε καθόλου σαν πιθανές φόνισσες.
Δεν έχουμε καμία επιθυμία να διαβάσουμε πορνογραφικές περιγραφές για δύο κορίτσια που πλαγιάζουν μαζί, γιατί στο κρεβάτι βρισκόμαστε σπάνια. Αντίθετα λαχταρούμε απελπισμένα να διαβάσουμε κάτι για μπερδεμένα αισθήματα που βράζουν μέσα μας, για άλλες κοπέλες που κάνοντας βόλτα στον πεζόδρομο κοιτούν κοπέλες, και χαχανίζουν, και πειράζουν, και κατσαδιάζουν τους άντρες που τους κολλούν με ηλίθιες προτάσεις. Έχουμε ανάγκη να κατοπτριστούμε σε άλλα, τελείως συνηθισμένα κορίτσια, με εντελώς συνηθισμένα φόντα και με συνηθισμένη ερωτική δραστηριότητα. Που να μη ζουν στο παρελθόν, να μην οργανώνουν μισθωμένους φόνους και να μην είναι μόνα και τραγικά. Πρόσωπα που να μην υποκινούνται από δυνάμεις και χυμούς, όπως φαντάζονται οι άντρες πως οι λεσβίες κάνουν – αλλιώς αυτές δεν τραβούν το ενδιαφέρον τους, είναι μάλλον παραπανήσιες. Περισσεύουν. Αυτές δε χρησιμεύουν στους άντρες. Κι αν αυτές δε χρησιμεύουν στους άντρες, τότε δεν υπάρχουν καθόλου.
Μπορούμε να κοιταζόμαστε και να βλέπουμε ότι υπάρχουμε, να σπάμε πλάκα και ν’ ακούμε η μία το γέλιο της άλλης’ να κρατιόμαστε από το χέρι και να νοιώθουμε η μία το δέρμα της άλλης. Αλλά, μόλις απομακρυνθούμε η μία από την άλλη, δε μπορούμε να δούμε την άλλη πουθενά, ούτε τίποτε που να της μοιάζει. Μόνο λίγα βιβλία μιλούν για κορίτσια που τα έχουν μεταξύ τους, και κανένα φιλμ δε δείχνει μια ευτυχισμένη σχέση ανάμεσα σε γυναίκες. Δε γνωρίζουμε γυναίκες που να ζουν μαζί δύο-δύο και που να μπορούμε να επισκεφτούμε για λίγο στο σπίτι τους: - Γεια σου, είναι η Λίζε σπίτι; Η Ζανέτ έρχεται σε λίγο…
Κι αυτό, γιατί εκείνες που ζουν έτσι κρύβονται και είναι τόσο φοβισμένες που δε μπορούν να νοιώσουν περηφάνεια για την αγάπη τους. Ίσως εμείς οι δύο να είμαστε άπιαστη θηλιά στο μεγάλο πλεχτό της κουλτούρας.
Είμαστε αναγκασμένες να βάλουμε οι ίδιες θεμέλια εκεί που πρέπει να είμαστε μαζί. Βασικά, αν ο δεσμός μας χρειάζεται να έχει κάποιο περιεχόμενο, αν είναι ανάγκη να έχουμε έναν κοινό κόσμο, αυτό πρέπει να το ανακαλύψουμε μόνες μας. Και αυτό κάνουμε.
Bente Clod
Η σύγχρονη γυναικεία λογοτεχνία της Δανίας
Γράφει η Αγγελική Βόρνινγκ:
Η Bente Clod γεννήθηκε το 1946. Εμφανίζεται στη λογοτεχνία το 1976 με μια συλλογή από άρθρα, ποιήματα και διηγήματα: «Η αναγνωρισμένη δανέζικη συνουσία και άλλες μάχες σώμα με σώμα». Το 1977 εκδίδεται το μυθιστόρημά της «Ρήξη», μια βιογραφία με ξεκάθαρες πολιτικές και φεμινιστικές θέσεις, που δίνει ανάγλυφη όλη την πορεία μιας γυναίκας που περνά από ένα μονογαμικό, ετεροφυλικό δεσμό – σε μεσοαστικό κλίμα βιομηχανικής κοινωνίας – στην ομοφυλόφιλη εμπειρία ενός περιβάλλοντος ριζοσπαστικού φεμινισμού. Με την ανθολογία γυναικείων έργων «Γυναίκες ποτέ μη χάσουμε η μία την άλλη απ’ τα μάτια μας», η Bente Clod έρχεται σε τελική ρήξη με την παραδοσιακή αντρική λογοτεχνία. Γράφει ποιητικές συλλογές και το 1980 εκδίδει το μυθιστόρημα «Έβδομη ψυχή», συνέχεια στο πρώτο μυθιστόρημά της, και εμπνευσμένο από τη συνεργασία της με ομάδες γυναικών στην Κοπεγχάγη και στο νησί των γυναικών Femø. Η Bente Clod έχει πάρει ενεργά μέρος στη δημιουργία αυτόνομης γυναικείας ομάδας στην Εταιρεία δανών συγγραφέων και οργάνωσε το θεσμό απονομής υποτροφιών σε λογοτέχνιδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου