.
Η Φωκίδα ένωσε τον Ορέστη και τον Πυλάδη από τα νηπιακά τους ακόμη χρόνια. Πήραν τον θεό (έρωτα) μεσίτη των μεταξύ τους αισθημάτων κι έπλευσαν μαζί στο ίδιο σκάφος της ζωής. Έβγαλαν και οι δυο από τη μέση την Κλυταιμνήστρα, σαν να ήταν γιοι του Αγαμέμνονα, και σκότωσαν από κοινού τον Αίγισθο. Ο Πυλάδης υπέφερε περισσότερο από τις Ποινές, που καταδίωκαν τον Ορέστη, και παρουσιάστηκε μαζί του στο δικαστήριο. Την ερωτική τους φιλία δεν περιόρισαν στα σύνορα της Ελλάδας, αλλά έπλευσαν στη Σκυθία, στα έσχατα της γης, ο ένας άρρωστος κι ο άλλος φροντίζοντάς τον. Εν πάση περιπτώσει, μόλις πάτησαν το πόδι τους στη χώρα των Ταύρων, τους υποδέχτηκε η Ερινύα της μητροκτονίας, και, όταν τους κύκλωσαν οι βάρβαροι, ο ένας έπεσε στο έδαφος, σπρωγμένος από τη γνωστή τρέλα, ενώ ο Πυλάδης
Του σκούπιζε τον αφρό, του φρόντιζε το σώμα
Και τον σκέπαζε με καλοϋφασμένο ρούχι,
Δείχνοντας αισθήματα όχι μόνο εραστή αλλά και πατέρα. Όταν πάλι αποφασίστηκε να μείνει ο ένας για να σκοτωθεί κι ο άλλος να πάει στις Μυκήνες να μεταφέρει επιστολή, θέλουν και οι δυο να μείνουν ο ένας για χάρη του άλλου, πιστεύοντας ο καθένας πως ζει αν ζει κι ο άλλος. Ο Ορέστης όμως αρνήθηκε να πάρει την επιστολή, γιατί τάχα ο Πυλάδης ήταν σχεδόν καταλληλότερος, δείχνοντας πως ήταν ο εραστής παρά ο ερωμένος.
Γιατί η σφαγή του είναι για μένα βάρος μεγάλο.
Άλλωστε εγώ είμαι ο καπετάνιος στις συμφορές.
Και ύστερα από λίγο λέει:
Δώσε το μήνυμα σε κείνον.
Θα τον στείλω στο Άργος, για να ευτυχήσει.
Όσο για μένα, ας με σκοτώσει όποιος έχει το καθήκον.
Τούτη είναι μέσες άκρες η υπόθεση. Όταν δηλαδή ο τίμιος έρωτας, που τρέφεται μέσα από την παιδική ηλικία, ωριμάζει στην ανδρική, που έχει την ικανότητα της λογικής σκέψης, η παλιά αγάπη ανταποδίδει τον έρωτα και είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος ποιος είναι ο εραστής ποιανού, λες και η εικόνα της τρυφερότητας του εραστή αντικατοπτρίστηκε στον ερωμένο, όπως συμβαίνει με τον καθρέφτη.
Λουκιανού. Έρωτες (Κάκτος, 1994)
Η Φωκίδα ένωσε τον Ορέστη και τον Πυλάδη από τα νηπιακά τους ακόμη χρόνια. Πήραν τον θεό (έρωτα) μεσίτη των μεταξύ τους αισθημάτων κι έπλευσαν μαζί στο ίδιο σκάφος της ζωής. Έβγαλαν και οι δυο από τη μέση την Κλυταιμνήστρα, σαν να ήταν γιοι του Αγαμέμνονα, και σκότωσαν από κοινού τον Αίγισθο. Ο Πυλάδης υπέφερε περισσότερο από τις Ποινές, που καταδίωκαν τον Ορέστη, και παρουσιάστηκε μαζί του στο δικαστήριο. Την ερωτική τους φιλία δεν περιόρισαν στα σύνορα της Ελλάδας, αλλά έπλευσαν στη Σκυθία, στα έσχατα της γης, ο ένας άρρωστος κι ο άλλος φροντίζοντάς τον. Εν πάση περιπτώσει, μόλις πάτησαν το πόδι τους στη χώρα των Ταύρων, τους υποδέχτηκε η Ερινύα της μητροκτονίας, και, όταν τους κύκλωσαν οι βάρβαροι, ο ένας έπεσε στο έδαφος, σπρωγμένος από τη γνωστή τρέλα, ενώ ο Πυλάδης
Του σκούπιζε τον αφρό, του φρόντιζε το σώμα
Και τον σκέπαζε με καλοϋφασμένο ρούχι,
Δείχνοντας αισθήματα όχι μόνο εραστή αλλά και πατέρα. Όταν πάλι αποφασίστηκε να μείνει ο ένας για να σκοτωθεί κι ο άλλος να πάει στις Μυκήνες να μεταφέρει επιστολή, θέλουν και οι δυο να μείνουν ο ένας για χάρη του άλλου, πιστεύοντας ο καθένας πως ζει αν ζει κι ο άλλος. Ο Ορέστης όμως αρνήθηκε να πάρει την επιστολή, γιατί τάχα ο Πυλάδης ήταν σχεδόν καταλληλότερος, δείχνοντας πως ήταν ο εραστής παρά ο ερωμένος.
Γιατί η σφαγή του είναι για μένα βάρος μεγάλο.
Άλλωστε εγώ είμαι ο καπετάνιος στις συμφορές.
Και ύστερα από λίγο λέει:
Δώσε το μήνυμα σε κείνον.
Θα τον στείλω στο Άργος, για να ευτυχήσει.
Όσο για μένα, ας με σκοτώσει όποιος έχει το καθήκον.
Τούτη είναι μέσες άκρες η υπόθεση. Όταν δηλαδή ο τίμιος έρωτας, που τρέφεται μέσα από την παιδική ηλικία, ωριμάζει στην ανδρική, που έχει την ικανότητα της λογικής σκέψης, η παλιά αγάπη ανταποδίδει τον έρωτα και είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος ποιος είναι ο εραστής ποιανού, λες και η εικόνα της τρυφερότητας του εραστή αντικατοπτρίστηκε στον ερωμένο, όπως συμβαίνει με τον καθρέφτη.
Λουκιανού. Έρωτες (Κάκτος, 1994)
2 σχόλια:
Λουκιανός
Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (περ. 120 μ.Χ. → μετ. 180 και 192 μ.Χ.) ήταν σοφιστής και κυρίως μεγάλος συγγραφέας της Ύστερης Αρχαιότητας.
Η ζωή του
Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή. Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον πάνω Ευφράτη της Συρίας, γύρω στο 120 μ.Χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του τον έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του τον επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και επέστρεψε στο σπίτι των γονιών του.
Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα (στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας. Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας, της Μακεδονίας, της Ιταλίας και της Γαλατίας.
Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών, παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία. Σημαντική επίδραση είχε πάνω του η διδασκαλία του Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον εθαύμαζε. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. Θαύμαζε τη στάση ζωής των κυνικών φιλοσόφων, πράγμα που αντανακλάται στους χαρακτήρες πολλών διαλόγων του. Αντίθετα, αντιπαθούσε σφόδρα τους Στωϊκούς, ίσως για την πασίγνωστη τάση τους να ανακατεύονται στην πολιτική, το πομπώδες ύφος τους και τον δογματισμό τους.
Γενικά, ο Λουκιανός απεχθανόταν τους δογματισμούς, την αδιαλλαξία και τις ακραίες φιλοσοφικές διαμάχες, όπως και την επιτηδευμένη γλώσσα και τα σοφίσματα. Στο διάλογό του Ἑρμότιμος, καυτηριάζει τον δογματικό τρόπο σκέψης και την όλη ψυχολογία του "οπαδού" μιας σχολής, ενός ρεύματος ή μιας πίστης.
Το 165 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, την "πρωτεύουσα του πνεύματος" της εποχής εκείνης. Εκεί ανέπτυξε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, χρησιμοποιώντας κατά κόρον τον λιτό και απέριττο διάλογο και τη χαριτολογία. Τα έργα του έχουν ένα κωμικό, πειρακτικό ύφος, που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Συχνά όμως, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του, ο λόγος του γεμίζει με πικρία και σαρκασμό. Είναι ένας λόγος οξύς, όσο και υπεύθυνος.
Προς το τέλος της ζωής του έκανε μια δραστική στροφή σε σχέση με τα παλιά ιδανικά του. Καλλιέργησε σχέσεις με ισχυρούς ανθρώπους και έκανε αυτό ακριβώς που τόσο συχνά στηλιτεύει στα έργα του: εξασφάλισε μια θέση ανώτατου διοικητικού στην Αίγυπτο, με παχυλό μισθό.
Ο θάνατός του χρονολογείται μεταξύ των ετών 180 και 192 μ.Χ.
Ύφος και θεματολογία
Το πιο εκπληκτικό σχετικά με τον τρόπο γραφής του Λουκιανού είναι το πόσο έντεχνα χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, ακόμη και την Αττική διάλεκτο, δεδομένου ότι δεν ήταν η μητρική του γλώσσα. Μελέτησε την Αττική διάλεκτο με τόση φροντίδα, ώστε έγινε κύριος πολλών γραμματικών τύπων και μπορούσε να εκφράζεται με ακρίβεια και σαφήνεια. Διακρίνεται για τη διαύγεια και την παραστατικότητα του ύφους του, ιδιαίτερα στις περιγραφές.
Ωστόσο, ο Λουκιανός δεν περιορίζεται στο να μιμείται τη φόρμα και τους εκφραστικούς τρόπους των συγχρόνων του και των παλαιότερων συγγραφέων. Από νωρίς αναπτύσσει ένα ιδιαίτερα προσωπικό και αναγνωρίσιμο είδος λόγου.
Χρησιμοποιεί κατά κόρον τον διάλογο για να σατιρίσει, να καυτηριάσει και να αναπτύξει τα θέματα που τον απασχολούν. Είναι ένας διάλογος λιτός και γεμάτος χαριτολογίες, απαλλαγμένος από τα περίτεχνα και πομπώδη σχήματα λόγου που συναντά κανείς συχνά σε φιλοσοφικούς διαλόγους. Ο Λουκιανός απεχθάνεται την εξεζητημένη χρήση της γλώσσας, τα παραφορτωμένα ρητορικά σχήματα, τη σοβαροφάνεια και την άμετρη χρήση της Αττικής διαλέκτου (υπεραττικισμός), και δεν χάνει ευκαιρία να τα σατιρίσει. Στα έργα του συχνά χλευάζει τους φιλοσόφους και τους ρήτορες για τον γεμάτο στόμφο λόγο τους, αντλώντας πιθανότατα και από τα προσωπικά του βιώματα ως ρήτορα κατά την νεότητά του.
Μια ακόμη τολμηρή καινοτομία του Λουκιανού είναι ότι ανέμειξε πεζό με ποιητικό λόγο. Οι διάλογοί του συχνά διανθίζονται με εκλεκτά ποιητικά αποσπάσματα και παροιμιώδεις φράσεις, που δίνουν ζωντάνια στη ροή του κειμένου.
Ο λόγος του Λουκιανού είναι αιχμηρός και διεισδυτικός. Με μεγάλη οξύνοια αποκαλύπτει και καυτηριάζει τα σφάλματα των συγχρόνων του: τη διαφθορά των ηθών, την κενοδοξία των φιλοσόφων, τη σχολαστικότητα των γραμματικών καθώς και τη δεισιδαιμονία και τη μωρία του απλού λαού. Απέναντι σε όλα τούτα τοποθετεί το ελληνικό ιδεώδες, το μέτρον ως φιλοσοφημένη στάση ζωής.
Παρότι αντιπαθούσε την αστρολογία (βλ. Ἀλέξανδρος ή Ψευδόμαντις) και τις νέες μυστικιστικές τάσεις της εποχής του, ο σκεπτικισμός του κατευθύνεται κυρίως κατά της λαϊκής δεισιδαιμονίας και της παραδοσιακής θρησκείας. Την τελευταία την αντιμετωπίζει με ορθολογικό πνεύμα. Συχνά ειρωνεύεται τις υπερβολές της μυθολογίας, όπως αυτή εκφράζεται στην ποίηση, και δε διστάζει να θίξει ακόμη και "ιερά τέρατα" της ποιητικής παράδοσης, όπως ο Όμηρος. Στην τάση του προς απομυθοποίηση είναι εμφανείς οι επιρροές που δέχτηκε από την Επικούρεια φιλοσοφία.
Συχνά καταλογίζεται στον Λουκιανό ότι ασκεί κριτική χωρίς ουσιαστικά να προτείνει λύσεις, ότι "γκρεμίζει" χωρίς να οικοδομεί κάτι νέο στη θέση των αξιών που αποκαθηλώνει. Μπορεί ωστόσο να υποστηρίξει κανείς ότι με την κριτική του οδηγεί τον αναγνώστη σε μια πιο σοβαρή και υπεύθυνη στάση ζωής, στην πορεία για την εξεύρεση λύσεων.
Έργα του Λουκιανού
Σήμερα, αποδίδονται στον Λουκιανό 82 βιβλία, μερικά από τα οποία θεωρούνται νόθα.
el.wikipedia.org
Μπράβο :-)
Δημοσίευση σχολίου