.
Έπρεπε το πρωί να ‘ναι στο λόχο – στις έξη θα βαρούσε προσκλητήριο – κι όμως, τώρα, δε νύσταζε καθόλου. Είχε πλάι του το Νίκο κι αυτό του 'φτανε. Σιγά-σιγά αλάργεψαν το βήμα.
Η γοητεία της βραδιάς μεθούσε την ψυχή τους. Ήταν μια ανακούφιση και σα μιαν ευτυχία να περπατούν οι δυο τους, μονάχοι. (…)
Η νύχτα ήταν αρκετά προχωρημένη, ώστε να μην υπάρχει φόβος για περίπολο. Έκαναν όλο το μεγάλο γύρο και πήγαν ως την άλλη τη μεριά ίσαμε την πλατεία Αλεξάντρας. Καθήσανε στην άκρη, στο πεζούλι. Είχαν βάνει πρόγραμμα να μην πάνε για ύπνο. Ο Νότης είχε κέφι για ρομάντζα…
Και το φεγγάρι προχωρούσε πάντα. Στο δρόμο δε φαινότανε ψυχή. Τα σπίτια, γύρω στο Πασαλιμάνι, φεγγαρολουσμένα, στη σειρά, έμοιαζαν με πρόσωπα κλεισμένα και νεκρά.
Κοίταζαν αμίλητοι τη θάλασσα.
Ξαφνικά, ο Νότης, δίχως λόγο, άρχισε να σιγοτραγουδάει. Η φωνή του ξέσπασε δειλά και σιγανά. Κ’ η φωνή του Νίκου, ενώθηκε μαζί της. Τραγουδούσαν αργά, μες στο φεγγάρι, με τα μάτια καρφωμένα πέρα, σα να ξυπνούσε μέσα τους μιαν ίδια νοσταλγία – μια νοσταλγία μακρυνή και παραπονεμένη, για κάποιον ακαθόριστο κ’ ευτυχισμένον κόσμο, που και των δυο τους η ψυχή με πάθος λαχταρούσε:
Βάρκα-βαρκούλα, στα νερά
- φύσα, βοριά μου, φύσα – (…)
Και το τραγούδι τους, σιγά-σιγά, δυνάμωσε. Μια νοσταλγία κέρδιζε, τριγύρω τους, τα πάντα…
Το φεγγάρι κόντευε να δύσει. Και προς το μέρος της ανατολής, φάνηκε δειλά, μια γαλανάδα, που, ώρα με την ώρα, προχωρούσε.
Ήταν ώρα να γυρίσουν πίσω.
Πάλι βουβοί κι αμίλητοι, πιασμένοι απ’ το χέρι, πήραν αργά το δρόμο του σταθμού. Πέρασαν απ’ το Θέατρο και βγήκαν στο Ρολόι. Και λίγο πριν να φτάσουν στο σταθμό, σ’ ένα στενάκι σκοτεινό, κοντά στην Αγορά, ο Νότης γύρισε προς τη μεριά του Νίκου – και δίχως λόγο, ξαφνικά, τον φίλησε αδερφικά…
Ναπολέων Λαπαθιώτης: Το τάμα της Ανθούλας (Λιβάνης, 2006)
Έπρεπε το πρωί να ‘ναι στο λόχο – στις έξη θα βαρούσε προσκλητήριο – κι όμως, τώρα, δε νύσταζε καθόλου. Είχε πλάι του το Νίκο κι αυτό του 'φτανε. Σιγά-σιγά αλάργεψαν το βήμα.
Η γοητεία της βραδιάς μεθούσε την ψυχή τους. Ήταν μια ανακούφιση και σα μιαν ευτυχία να περπατούν οι δυο τους, μονάχοι. (…)
Η νύχτα ήταν αρκετά προχωρημένη, ώστε να μην υπάρχει φόβος για περίπολο. Έκαναν όλο το μεγάλο γύρο και πήγαν ως την άλλη τη μεριά ίσαμε την πλατεία Αλεξάντρας. Καθήσανε στην άκρη, στο πεζούλι. Είχαν βάνει πρόγραμμα να μην πάνε για ύπνο. Ο Νότης είχε κέφι για ρομάντζα…
Και το φεγγάρι προχωρούσε πάντα. Στο δρόμο δε φαινότανε ψυχή. Τα σπίτια, γύρω στο Πασαλιμάνι, φεγγαρολουσμένα, στη σειρά, έμοιαζαν με πρόσωπα κλεισμένα και νεκρά.
Κοίταζαν αμίλητοι τη θάλασσα.
Ξαφνικά, ο Νότης, δίχως λόγο, άρχισε να σιγοτραγουδάει. Η φωνή του ξέσπασε δειλά και σιγανά. Κ’ η φωνή του Νίκου, ενώθηκε μαζί της. Τραγουδούσαν αργά, μες στο φεγγάρι, με τα μάτια καρφωμένα πέρα, σα να ξυπνούσε μέσα τους μιαν ίδια νοσταλγία – μια νοσταλγία μακρυνή και παραπονεμένη, για κάποιον ακαθόριστο κ’ ευτυχισμένον κόσμο, που και των δυο τους η ψυχή με πάθος λαχταρούσε:
Βάρκα-βαρκούλα, στα νερά
- φύσα, βοριά μου, φύσα – (…)
Και το τραγούδι τους, σιγά-σιγά, δυνάμωσε. Μια νοσταλγία κέρδιζε, τριγύρω τους, τα πάντα…
Το φεγγάρι κόντευε να δύσει. Και προς το μέρος της ανατολής, φάνηκε δειλά, μια γαλανάδα, που, ώρα με την ώρα, προχωρούσε.
Ήταν ώρα να γυρίσουν πίσω.
Πάλι βουβοί κι αμίλητοι, πιασμένοι απ’ το χέρι, πήραν αργά το δρόμο του σταθμού. Πέρασαν απ’ το Θέατρο και βγήκαν στο Ρολόι. Και λίγο πριν να φτάσουν στο σταθμό, σ’ ένα στενάκι σκοτεινό, κοντά στην Αγορά, ο Νότης γύρισε προς τη μεριά του Νίκου – και δίχως λόγο, ξαφνικά, τον φίλησε αδερφικά…
Ναπολέων Λαπαθιώτης: Το τάμα της Ανθούλας (Λιβάνης, 2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου