.
Το σαραβαλιασμένο γερόντιο που μου μιλούσε, σιάζοντας κάθε λίγο τη μασέλα του, δεν ήταν άλλος απ’ τον ερεθιστικό υπολοχαγό μου στην Κόρινθο, πριν μερικές δεκάδες χρόνια.
- Τι να σας πω, κύριε Δημητριάδη, είμαι πολύ περήφανος που είχα τέτοιους στρατιώτες σαν κι σας.
- Μα δεν υπήρξα ως στρατιώτης τίποτα σπουδαίο.
- Ελάτε τώρα, πάντα μετριόφρων. Σας είδα και στην τηλεόραση, και η σύζυγός μου έχει διαβάσει πολλά βιβλία σας. Εγώ σας είχα καταλάβει από τότε πως θα γινόσασταν μια μέρα μεγάλος…
Με είχε καταλάβει από τότε…
Ήμουνα νεοσύλλεκτος στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως και είχα την ατυχία να πέσω στο λόχο του. Φημισμένο καψόμουτρο, μας τάραζε όλη μέρα στο καψόνι, κι έβλεπες την άγρια ικανοποίηση στα μάτια του όταν λυγίζαμε και δεν αντέχαμε άλλο. Ωραίος (σαν τον Παύλο Μελά) αλλά άγριος, με γοήτευε μυστικά κι ας τον μισούσα. Φαίνεται όμως πως κι αυτός με είχε προσέξει και με κοίταζε παράξενα, ίσως γιατί με υποπτευόταν για την ψιλή φωνή μου.
Μια μέρα – θα είχε περάσει μήνας – με έβαλε θαλαμοφύλακα. Παραξενεύτηκα, γιατί θαλαμοφύλακας κατά κανόνα έμπαιναν οι αδιάθετοι, ενώ εγώ πήγαινα πάντα ορεξάτος στις ασκήσεις. Πρόσεξα ότι ο άλλος θαλαμοφύλακας ήταν ένα ωραίο μαγκάκι απ’ τον Πειραιά, με κατάμαυρα μάτια, παχύ μουστάκι και ηλιοψημένα μπράτσα. Μαζεύτηκα σε μια γωνιά και ρίχτηκα στην αλληλογραφία για να τον αποφύγω. Εκείνος όμως με πλησίασε.
- Σειρά με συγχωρείς. Κάτι θέλω να σου πω, χωρίς παρεξήγηση, ε; Ξέρεις τι λέω; Τώρα που λείπει ο λόχος και είμαστε μόνοι, τι λες, κάνουμε τίποτα;
- Σαν τι;
- Έλα τώρα, δεν καταλαβαίνεις; Τέτοια ευκαιρία δε θα ξαναβρούμε ποτέ. Κι έχω κάτι σηκωμάρες!
Του το ‘κοψα αμέσως.
- Άκου, συνάδελφε, φαίνεται πως με παρεξήγησες. Εμένα δε μου αρέσουν αυτά.
Εκείνος επέμενε.
- Γιατί; Στο στρατό όλα πρέπει να τα δοκιμάσει κανείς.
- Έτσι, ε; εντάξει. Το μεσημέρι θα σε αναφέρω στο λοχαγό (έτσι λέγαμε τον υπολοχαγό) και θα του πω πως μου ρίχτηκες.
Σα να κάμφθηκε.
- Ώστε δε γουστάρεις δηλαδή. Παράξενο, πώς έπεσα έξω.
Πέρασα στην αντεπίθεση.
- Δε με ξέρεις καλά. Είμαι ικανός να φτάσω και μέχρι τον διοικητή. Τι νόμισες δηλαδή, ότι θα μας ξεβρακώσεις;
Τότε μόνο κατάλαβε πως δε χωράτευα κι ότι κινδύνευε.
- Ρε συνάδελφε, συμπάθα με. Μην πεις τίποτε στο λοχαγό γιατί…
- Γιατί;
- Γιατί αυτός μ’ έβαλε να σου ριχτώ. Με φώναξε προχτές και μου λέει: «Άκου, ρε μάγκα, μεθαύριο θα σε βάλω θαλαμοφύλακα μαζί με τον Δημητριάδη. Κοίτα, μου φαίνεται ντιγκιντάγκας και θέλω να τον δοκιμάσω. Να του ριχτείς λοιπόν κανονικά και άμα τα κατεβάσει, να τον γαμήσεις. Άκουσες; Θέλω να ξέρω πόσες γυναίκες έχει ο λόχος» Τώρα όμως που κατάλαβα πως είσαι εντάξει, σου ζητώ πραγματικά, συγνώμη, που δέχτηκα να μπω στο σχέδιο.
…Κι αυτό το καθήκι, ο ερεθιστικός υπολοχαγός, που ήθελε να με δοκιμάσει μ’ αυτό τον τρόπο, στεκόταν τώρα μπροστά μου μερικές δεκαετίες μετά, για να μου πει πως με είχε καταλάβει από τότε που θα γινόμουν κάποτε μεγάλος.
Τον είδα πάλι να σιάζει τη μασέλα του και βιάστηκα μα τον αφήσω, πριν με πλημμυρίσει η αηδία.
Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ο Υπολοχαγός (Παραφυάδα, τεύχος 6, 1990)
- Τι να σας πω, κύριε Δημητριάδη, είμαι πολύ περήφανος που είχα τέτοιους στρατιώτες σαν κι σας.
- Μα δεν υπήρξα ως στρατιώτης τίποτα σπουδαίο.
- Ελάτε τώρα, πάντα μετριόφρων. Σας είδα και στην τηλεόραση, και η σύζυγός μου έχει διαβάσει πολλά βιβλία σας. Εγώ σας είχα καταλάβει από τότε πως θα γινόσασταν μια μέρα μεγάλος…
Με είχε καταλάβει από τότε…
Ήμουνα νεοσύλλεκτος στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως και είχα την ατυχία να πέσω στο λόχο του. Φημισμένο καψόμουτρο, μας τάραζε όλη μέρα στο καψόνι, κι έβλεπες την άγρια ικανοποίηση στα μάτια του όταν λυγίζαμε και δεν αντέχαμε άλλο. Ωραίος (σαν τον Παύλο Μελά) αλλά άγριος, με γοήτευε μυστικά κι ας τον μισούσα. Φαίνεται όμως πως κι αυτός με είχε προσέξει και με κοίταζε παράξενα, ίσως γιατί με υποπτευόταν για την ψιλή φωνή μου.
Μια μέρα – θα είχε περάσει μήνας – με έβαλε θαλαμοφύλακα. Παραξενεύτηκα, γιατί θαλαμοφύλακας κατά κανόνα έμπαιναν οι αδιάθετοι, ενώ εγώ πήγαινα πάντα ορεξάτος στις ασκήσεις. Πρόσεξα ότι ο άλλος θαλαμοφύλακας ήταν ένα ωραίο μαγκάκι απ’ τον Πειραιά, με κατάμαυρα μάτια, παχύ μουστάκι και ηλιοψημένα μπράτσα. Μαζεύτηκα σε μια γωνιά και ρίχτηκα στην αλληλογραφία για να τον αποφύγω. Εκείνος όμως με πλησίασε.
- Σειρά με συγχωρείς. Κάτι θέλω να σου πω, χωρίς παρεξήγηση, ε; Ξέρεις τι λέω; Τώρα που λείπει ο λόχος και είμαστε μόνοι, τι λες, κάνουμε τίποτα;
- Σαν τι;
- Έλα τώρα, δεν καταλαβαίνεις; Τέτοια ευκαιρία δε θα ξαναβρούμε ποτέ. Κι έχω κάτι σηκωμάρες!
Του το ‘κοψα αμέσως.
- Άκου, συνάδελφε, φαίνεται πως με παρεξήγησες. Εμένα δε μου αρέσουν αυτά.
Εκείνος επέμενε.
- Γιατί; Στο στρατό όλα πρέπει να τα δοκιμάσει κανείς.
- Έτσι, ε; εντάξει. Το μεσημέρι θα σε αναφέρω στο λοχαγό (έτσι λέγαμε τον υπολοχαγό) και θα του πω πως μου ρίχτηκες.
Σα να κάμφθηκε.
- Ώστε δε γουστάρεις δηλαδή. Παράξενο, πώς έπεσα έξω.
Πέρασα στην αντεπίθεση.
- Δε με ξέρεις καλά. Είμαι ικανός να φτάσω και μέχρι τον διοικητή. Τι νόμισες δηλαδή, ότι θα μας ξεβρακώσεις;
Τότε μόνο κατάλαβε πως δε χωράτευα κι ότι κινδύνευε.
- Ρε συνάδελφε, συμπάθα με. Μην πεις τίποτε στο λοχαγό γιατί…
- Γιατί;
- Γιατί αυτός μ’ έβαλε να σου ριχτώ. Με φώναξε προχτές και μου λέει: «Άκου, ρε μάγκα, μεθαύριο θα σε βάλω θαλαμοφύλακα μαζί με τον Δημητριάδη. Κοίτα, μου φαίνεται ντιγκιντάγκας και θέλω να τον δοκιμάσω. Να του ριχτείς λοιπόν κανονικά και άμα τα κατεβάσει, να τον γαμήσεις. Άκουσες; Θέλω να ξέρω πόσες γυναίκες έχει ο λόχος» Τώρα όμως που κατάλαβα πως είσαι εντάξει, σου ζητώ πραγματικά, συγνώμη, που δέχτηκα να μπω στο σχέδιο.
…Κι αυτό το καθήκι, ο ερεθιστικός υπολοχαγός, που ήθελε να με δοκιμάσει μ’ αυτό τον τρόπο, στεκόταν τώρα μπροστά μου μερικές δεκαετίες μετά, για να μου πει πως με είχε καταλάβει από τότε που θα γινόμουν κάποτε μεγάλος.
Τον είδα πάλι να σιάζει τη μασέλα του και βιάστηκα μα τον αφήσω, πριν με πλημμυρίσει η αηδία.
Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ο Υπολοχαγός (Παραφυάδα, τεύχος 6, 1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου