Η πρώτη
φορά
Μ.
Θεοδοσοπούλου (epohi.gr, 18/11/2013)
Θα
αναφερθούμε σε μία αμνημόνευτη “πρώτη φορά” του δημόσιου βίου του Καβάφη,
αθηνοκεντρικού χαρακτήρα. Μπαίνουμε σε πειρασμό να σχολιάσουμε το πότε
εμφανίστηκε για “πρώτη φορά” στον αθηναϊκό Τύπο το όνομα Καβάφης
και πόσες φορές ακολούθησαν, πριν ο ίδιος αφιχθεί στην αποβάθρα του
Πειραιά στις 3 Ιουν. 1901. Το επώνυμο, με το μικρό όνομα ολογράφως
και το ενδιάμεσο αρχικό Φ, παρουσιάστηκε στις 30 Μαρ. 1891, σε άρθρο
με τίτλο «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα». Την προηγούμενη, 29 Μαρ., στο τεύχος
της 10ης Απρ. (σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο που ίσχυε στην Αίγυπτο –παγίδα
για τους βιβλιογράφους του Καβάφη) τρίγλωσσου δεκαπενθήμερου περιοδικού
της Αλεξάνδρειας, είχε δημοσιευθεί άρθρο στα αγγλικά, με τίτλο «Give
back the Elgin Marbles» και την υπογραφή C. F. Cavafy. Το δυο κείμενα παρουσιάζουν
μικρές διαφορές, ενώ αλλάζει η τελευταία παράγραφος, η οποία στην
ελληνική εκδοχή γίνεται καταφανώς ειρωνική. Στις 29 Απρ., υπήρξε
συνέχεια του ελληνόγλωσσου άρθρου με ένα δεύτερο, «Νεώτερα περί
των Ελγινείων μαρμάρων». Το έντυπο δημοσίευσης αμφοτέρων είναι η αθηναϊκή
εφημερίδα «Η Εθνική», για την οποία οι σχετικές πηγές δεν δίνουν καθόλου
στοιχεία. Πρόκειται για καθημερινή εφημερίδα, χωρίς κυριακάτικο
φύλλο, που κυκλοφόρησε μέσα στη διετία 1890-1891. Πιθανώς, ανήκε
στην οικογένεια που εξέδιδε την αλεξανδρινή εφημερίδα «Τηλέγραφος».
Εντός του 1891, στον αθηναϊκό Τύπο υπάρχουν δυο αναφορές σε άλλα μέλη της οικογένειας Καβάφη, ενώ η επόμενη στον ίδιον παρουσιάστηκε στις 30 Σεπ. του ιδίου έτους. Εμφανίζεται στη στήλη «Συζητήσεις» του περιοδικού «Αττικόν Μουσείον», που εξέδιδε ο λόγιος Σκοπελίτης Νικόλαος Γ. Ιγγλέσης. Πρόκειται για απάντηση του περιοδικού στην αποστολή ποιήματος προς δημοσίευση. Σύντομη αλλά με αξιολογικές παρατηρήσεις, αποτελεί την πρώτη κριτική μνεία για τον Καβάφη. Η εν λόγω στήλη είναι ανυπόγραφη, αλλά υπάρχουν ικανές ενδείξεις ότι υπεύθυνος ήταν ο 29χρονος τότε Ιωάννης Πολέμης. Ήδη αναγνωρισμένος ποιητής, μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι, όπου παρακολούθησε για δυο χρόνια μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης και Αισθητικής. Οι απαντήσεις της στήλης έχουν τον γαλλικό αέρα του θεωρητικού περί τα λογοτεχνικά. Ενδεικτική η απάντηση στον Καβάφη: Το ποίημά σας “θα ήτο ίσως ωραιότερον αν δεν εκάμνετε τόσην κατάχρησιν του συστήματος εκείνου της γαλλικής στιχουργίας τού να μεταβαίνωσιν αι προτάσεις από του ενός στίχου εις τον έτερον”. Η στήλη ξεκινά στο τεύχος της 15ης Ιουλ. 1891, ταυτόχρονα με την αναγραφή του ονόματος του Πολέμη στο εξώφυλλο με την ιδιότητα του συνδιευθυντή. Είναι το εναρκτήριο τεύχος του τέταρτου έτους της δεύτερης περιόδου, όπου ο Ιγγλέσης αποφάσισε αλλαγές. Μείωσε τη συχνότητα κυκλοφορίας του, από τρεις φορές το μήνα σε δύο και πήρε εταίρο τον Πολέμη, αναθέτοντάς του “την ευθύνη και την διεύθυνση της ύλης”. Πάντως, ο Καβάφης δεν συγκράτησε το όνομά του. Κατά τη συνάντησή τους στην Αθήνα, σε εκείνο το πρώτο ταξίδι του, απορεί που ο Πολέμης τον γνώριζε κατ’ όνομα. Ενώ, καίτοι μόλις μερικούς μήνες μεγαλύτερός του, τον υπολογίζει για εξηντάρη. Παρατηρήσεις που αποκαλύπτουν τι πρόσεχε και με ποιόν τρόπο.
Στο επόμενο τεύχος του περιοδικού, στις 15 Οκτ. 1891, σε μη περίοπτη θέση, δημοσιεύτηκε το πρώτο ποίημα του Καβάφη σε αθηναϊκό έντυπο, «Κτίσται». Το ποίημα θα αποτελέσει και το πρώτο μονόφυλλο του Καβάφη, χωρίς χρονολογία εκτύπωσης. Ο Σαββίδης πιθανολογεί ότι το έφερε ο ενθουσιασμός της ευνοϊκής απάντησης εξ Αθηνών, τοποθετώντας την εκτύπωση πριν τη δημοσίευση του ποιήματος. Στη Βιβλιογραφία Δασκαλόπουλου, με βάση ιδιόχειρη χρονολόγηση του Καβάφη σε σωζόμενο αντίτυπο, τοποθετείται Σεπ. 1892. Αν αποδεχθούμε τη δεύτερη χρονολόγηση, η επιλογή του ποιήματος για το πρώτο μονόφυλλο αποκτά αξιολογικό χαρακτήρα, καθώς, ενδιαμέσως, έχουν δημοσιευτεί ακόμη τρία ποιήματά του σε αθηναϊκά έντυπα. Διόλου, όμως, απίθανο, το χρονολογημένο αντίτυπο να προέρχεται από δεύτερο “τράβηγμα”. Το δεύτερο ποίημα, «Λόγος και σιγή», δημοσιεύτηκε στις 15 Ιαν. 1892, στριμωγμένο κάτω από ιατρικής φύσεως άρθρο, και μόνο το τρίτο, «Σαμ-ελ-Νεσίμ», στις 29 Φεβ. 1892, απλώνεται σε σελίδα. Στις «Συζητήσεις» δεν υπάρχει άλλη αναφορά, ούτε στο περιοδικό άλλο ποίημα. Όχι λόγω δυσαρέσκειας του Καβάφη, αλλά γιατί το περιοδικό, μετά δυο τεύχη, εξέπνευσε. Παραδόξως, στο λήμμα της «Εγκυκλοπαίδειας του Ελληνικού Τύπου», δεν συγκρατείται αυτή η πρώτη εμφάνιση Καβάφη στον αθηναϊκό Τύπο.
Το καλοκαίρι του 1892, ο ποιητής δοκιμάζει την τύχη του σε ένα δεύτερο αθηναϊκό περιοδικό. Επέλεξε το προ διετίας ιδρυθέν «Η Φύσις» του Φραγκίσκου Μ. Πρίντεζη, ιδιοκτήτη ενός από τα τρία γνωστά τσιγκογραφεία της εποχής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλληλογραφία του Καβάφη με το περιοδικό, όπως εικάζεται από τις απαντήσεις της Σύνταξης. Το ανάλαφρα περιπαικτικό ύφος τους παραπέμπει στον εκδότη, που καλύπτει με κείμενά του μεγάλο μέρος της ύλης. Στο περιοδικό, δημοσιεύθηκαν τέσσερα ποιήματα, ενώ είχε αποστείλει τουλάχιστον πέντε. Αρχικά η απάντηση είναι στερεότυπη, “επιστολή μετά ποιηματίου ελήφθησαν”. Μετά τη δημοσίευση του πρώτου ποιήματος, «Αοιδός», στις 15 Αυγ. 1892, η απάντηση παίρνει παιγνιώδη χαρακτήρα για να έρθει στο ψαχνό: “Επιστολή και «Βακχικόν» ελήφθησαν και μολονότι δεν είμεθα φίλοι του, μας ήρεσε, αφού χύνει χαράν και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω. Αλλά εγγράφετέ μας και κανένα συνδρομητή να διαλύη και τα δηλητήρια της δημοσιογραφίας.” Το ποίημα δημοσιεύτηκε μετά τρία φύλλα, στις 15 Νοε. και ο Καβάφης απέστειλε ένα ακόμη. Αυτή τη φορά, η απάντηση, στις 24 Ιαν. 1893, θέτει ευθέως το ζητούμενο: “Επιστολή και ποίηματιον ελήφθησαν. Έχει καλώς. Συνδρομητάς δεν ελάβομεν έτι. Αναμένομεν τινάς.” Αυτό το “ποιημάτιον” θα πρέπει να είναι το «Vulnerant omnes, ultima necat», που παρουσιάστηκε στις 28 Φεβ. Τακτικός ο Καβάφης, έστειλε τη συνδρομή του για το τέταρτο έτος που άρχιζε τον Απρ., αλλά μετά παραπόνων. Στις 20 Ιουν., τον πληροφορούν ότι έλαβαν ένα ακόμη “ποιημάτιον”, επαναλαμβάνοντας ότι αναμένουν συνδρομητές. Πρόκειται για το «Καλός και κακός καιρός», που δημοσιεύτηκε στις 5 Σεπ.
Στον πέμπτο χρόνο, από την 1η Μαΐ. μέχρι τις 23 Οκτ. 1894, ο Πρίντεζης δημοσίευσε σε συνέχειες τις “αναμνήσεις” του από ταξίδι, που έκανε εκείνη την περίοδο στην Αίγυπτο. Όπως πληροφορεί, σκοπός του ταξιδιού δεν ήταν να γνωρίσει τη χώρα αλλά τους συνδρομητές του περιοδικού, που χαρακτηρίζει “τους πολυπληθέστερους και φιλομουσότερους”. Η κατακλείδα της σχέσης Καβάφη-Πρίντεζη βρίσκεται στην τελευταία συνέχεια των “αναμνήσεων”. Γράφει πως “τον γνώρισε προσωπικώς απ’ αρχής της εις Αλεξάνδρεια αποβιβάσεώς του”, αλλά δεν τον ανέφερε νωρίτερα “όπως σχηματίσει τελείαν περί αυτού γνώμη”. Ωστόσο, τον περιγράφει με τα καλύτερα λόγια, προσθέτοντας ότι “κατά την τελευταίαν στιγμή του έσφιγγε την χείρα και ηύχετο ταχέως να τον έβλεπε”. Περιέργως, ο Καβάφης άλλο “ποιημάτιον” δεν έστειλε, ενώ το περιοδικό μακροημέρευσε. Για δυο και πλέον χρόνια, δεν εντοπίζεται ποίημά του σε αθηναϊκό έντυπο.
Στην τριετία 1894-1896, δημοσιεύει ποιήματα κάθε χρόνο και σε ένα διαφορετικό έντυπο της Αλεξάνδρειας, στο οποίο δεν επανεμφανίζεται αργότερα: τον πρώτο, στον μοναδικό τόμο του «Εικονογραφημένου Αιγυπτιακού Ημερολογίου του έτους 1895» του Γ. Β. Τσοκόπουλου, τον δεύτερο, στο βραχύβιο περιοδικό «Εικοστός Αιών» που είχε ξεκινήσει εκείνο το έτος με διευθυντή τον Τσοκόπουλο, και τον τρίτο, στο περιοδικό «Κόσμος» του Αιγυπτιώτη Γιάννη Γκίκα και του Κερκυραίου Ιωάννη Ζερβού, που επίσης μόλις είχε ξεκινήσει. Τον τρίτο, όμως, χρόνο επανεμφανίζεται με ποιήματα σε δυο αθηναϊκά έντυπα, χάρις στους εκδότες των αλεξανδρινών περιοδικών. Το πρώτο είναι η εφημερίδα «Το Άστυ», με διευθυντή τον Δημήτρη Κακλαμάνο, όπου αναδημοσιεύτηκε από το περιοδικό «Κόσμος» το ποίημα «Ωδή και ελεγεία των οδών», στις 6 Μαϊ., δηλαδή είκοσι μέρες μετά την πρώτη δημοσίευση. Ενώ, στις 13 Οκτ., δημοσιεύτηκε και ένα δεύτερο, το «Μνήμη». Πιθανότερος σύνδεσμος ο Ζερβός, που έχει στενές σχέσεις με τον δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας και τον Κακλαμάνο. Στο πρώτο ποίημα εμφανίζεται στην υπογραφή για τελευταία φορά το ενδιάμεσο αρχικό Φ. Θα περάσουν κοντά τέσσερα χρόνια μέχρι να αντικατασταθεί από το γνωστό Π. Το δεύτερο έντυπο είναι η εβδομαδιαία επιθεώρηση «Τα Ολύμπια», όπου ο Τσοκόπουλος δημοσιεύει σε τέσσερις συνέχειες τις «Αιγυπτιακές αναμνήσεις» του. Στην τελευταία από αυτές, αναφέρει εγκωμιαστικά τον Καβάφη, παραθέτοντας και καβαφικό ποίημα. Είναι αυτό που δημοσίευσε προηγουμένως στο Ημερολόγιο του 1895.
Στα τέλη του 1897, ο Καβάφης δημοσιεύει σε δυο ακόμη αθηναϊκά έντυπα. Στην εφημερίδα «Νεολόγος» του Σταύρου Βουτυρά, που, εκδιωχθείς από την Κωνσταντινούπολη, είχε μεταφέρει από τον Σεπ. την εφημερίδα του στην Αθήνα. Η φιλία του Βουτυρά με τον παππού του Καβάφη Γεωργάκη Φωτιάδη έφερε τη δημοσίευση του ποιήματος, «Η αρχαία τραγωδία», στις 7 Δεκ., κοντά δυο χρόνια μετά το θάνατο του Φωτιάδη. Το δεύτερο έντυπο είναι το «Εθνικόν Ημερολόγιον» του Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου, στο οποίο, επί έντεκα χρόνια, δημοσίευε σε κάθε τόμο ένα ή δυο ποιήματα. Εκτός από τον πρώτο τόμο, του 1898, που κυκλοφορεί τέλος 1897, ως είθισται με τα ετήσια ημερολόγια, όπου δημοσιεύει τρία ποιήματα. Από αυτά τα δυο, «Τα άλογα του Αχιλλέως» και «Ένας γέρος», είναι τα πρώτα μη αποκηρυγμένα που ο Καβάφης δημοσίευσε σε έντυπο. Ως το πρώτο, ωστόσο, δημοσιευμένο από τα ποιήματα “του κανόνα”, φέρεται το «Τείχη», που κυκλοφόρησε μαζί με την αγγλική μετάφραση σε μονόφυλλο. Δεδομένου ότι το μονόφυλλο είναι αχρονολόγητο, με μόνες αναγραφόμενες ημερομηνίες, εκείνες της γραφής του ποιήματος και της μετάφρασής του, στις 16 Ιαν. 1897, μένει ζητούμενο το πότε κυκλοφόρησε. Στους επόμενους τρεις τόμους του Ημερολογίου του Σκόκου, μέχρι αφίξεώς του στην Αθήνα, δημοσίευσε: δυο στον τόμο του 1899, το «Η κηδεία του Σαρπηδόνος» μη αποκηρυγμένο, ένα στον επόμενο, τα «Κεριά», επίσης μη αποκηρυγμένο, και ένα αποκηρυγμένο στον μεθεπόμενο.
Σε αυτήν την πρώτη αθηναϊκή περίοδο, ο Καβάφης αντιμετωπίστηκε στην πρωτεύουσα ως πρωτοεμφανιζόμενος. Ωστόσο, είναι προφανές ότι ο ίδιος δίνει προτεραιότητα στις αθηναϊκές δημοσιεύσεις. Δημοσίευσε σε επτά αθηναϊκά έντυπα –τρεις εφημερίδες, τρία περιοδικά και ένα ημερολόγιο– δυο πεζά και 18 ποιήματα, τα δεκατέσσερα σε πρώτη δημοσίευση επί συνόλου 26 ποιημάτων. Ενώ, από τα επτά συνολικά πρωτοδημοσιευμένα “του κανόνα”, τα τέσσερα είναι στο Ημερολόγιο του Σκόκου, δυο σε μονόφυλλα και μόλις ένα σε αλεξανδρινό έντυπο. Όσο για το όνομά του, με το Κωνσταντίνος ολογράφως, εμφανίζεται στα δυο ελληνόγλωσσα περιοδικά της Λειψίας (Έσπερος - Κλειώ) και στα δυο πρώτα αθηναϊκά έντυπα (εφ. Εθνική - Αττικόν Μουσείον). Η ανταπόκριση δείχνει πενιχρή. Μετράμε: την ευνοϊκή κρίση του Πολέμη, τις αναφορές στις “αναμνήσεις” Τσοκόπουλου - Πρίντεζη και το εκθειαστικό προοίμιο του Σκόκου για το καλωσόρισμα στο Ημερολόγιό του.
Μήπως γι’ αυτό αποφασίζει το πρώτο ταξίδι στην Αθήνα; Το ημερολόγιο εκείνου του ταξιδιού δεν δείχνει κάτι σχετικό. Οι μόνες προγραμματισμένες επισκέψεις είναι στον Σκόκο και τον εκδότη του περιοδικού «Παναθήναια» Κίμωνα Μιχαηλίδη. Τις έκανε μόλις έφθασε. Δεν βρήκε τον Μιχαηλίδη, αλλά άφησε να περάσει ένα εικοσαήμερο πριν ξαναπροσπαθήσει. Στη δεύτερη επίσκεψη, στα γραφεία του περιοδικού, γνώρισε τον Ξενόπουλο. Τυχαία η συνάντησή τους όπως και η γνωριμία με τον Πολέμη, μόνο που αυτός τον κατέκτησε με το ζακύνθιο ταμπεραμέντο του. Τη σχέση του με τον Ξενόπουλο, την ανασυνέθεσε σε βιβλιάριο ο Γ. Π. Σαββίδης, μη φειδόμενος ειρωνικών νύξεων για τις προθέσεις και την τακτική του Ξενόπουλου. Εκείνος, πάντως, με το άρθρο του στα «Παναθήναια», στις 30 Νοε. 1903, παρότι αργοπορημένο και παρακινούμενο και από τη δεύτερη επίσκεψη του Καβάφη κατά το επόμενο ταξίδι του, εξασφάλισε τον τίτλο του “πατενταρισμένου προφήτη” του, κατά την έκφραση του Σαββίδη.
“Ιστορικό” χαρακτηρίζουν το άρθρο του, όπως και εκείνο του Φόρστερ 15 χρόνια αργότερα, καθώς αμφότερα συνιστούν την πρώτη κριτική παρουσίαση του Καβάφη στο ελληνόγλωσσο και το αγγλόγλωσσο κοινό αντιστοίχως. Παρακάμπτουν, όμως, την αλλαγή της στάσης τους. Ιδίως του Ζακύνθιου, που δεν άργησε να εκδηλωθεί. Τρία χρόνια αργότερα, όταν αρχίζουν τα σκωπτικά σχόλια των δημοτικιστών, ελίσσεται διπλωματικά. Συμφωνεί ουσιαστικά μαζί τους, πως το ποίημα «Ο Βασιλεύς Δημήτριος» είναι “φρικτό”, αλλά επιμένει ότι έχει γράψει και πέντε-έξι “έμμορφα”. Στο πρόσφατο αφιέρωμα στον Καβάφη του περιοδικού «Το Δέντρο», η Μ. Στασινοπούλου κρατά μόνο τον έπαινο για να δείξει τη “μεγαλοσύνη” του Καβάφη. Δημοσιοσχεσίτης ο Ξενόπουλος, όταν επαινεί τον άγνωστο Καβάφη, επιζητά να εντυπωσιάσει. Όταν, όμως, το main stream αρχίζει τον πόλεμο, αναδιπλώνεται. Επανέρχεται αργότερα για να διεκδικήσει τη θέση του πρώτου αποστόλου.
Εντός του 1891, στον αθηναϊκό Τύπο υπάρχουν δυο αναφορές σε άλλα μέλη της οικογένειας Καβάφη, ενώ η επόμενη στον ίδιον παρουσιάστηκε στις 30 Σεπ. του ιδίου έτους. Εμφανίζεται στη στήλη «Συζητήσεις» του περιοδικού «Αττικόν Μουσείον», που εξέδιδε ο λόγιος Σκοπελίτης Νικόλαος Γ. Ιγγλέσης. Πρόκειται για απάντηση του περιοδικού στην αποστολή ποιήματος προς δημοσίευση. Σύντομη αλλά με αξιολογικές παρατηρήσεις, αποτελεί την πρώτη κριτική μνεία για τον Καβάφη. Η εν λόγω στήλη είναι ανυπόγραφη, αλλά υπάρχουν ικανές ενδείξεις ότι υπεύθυνος ήταν ο 29χρονος τότε Ιωάννης Πολέμης. Ήδη αναγνωρισμένος ποιητής, μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι, όπου παρακολούθησε για δυο χρόνια μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης και Αισθητικής. Οι απαντήσεις της στήλης έχουν τον γαλλικό αέρα του θεωρητικού περί τα λογοτεχνικά. Ενδεικτική η απάντηση στον Καβάφη: Το ποίημά σας “θα ήτο ίσως ωραιότερον αν δεν εκάμνετε τόσην κατάχρησιν του συστήματος εκείνου της γαλλικής στιχουργίας τού να μεταβαίνωσιν αι προτάσεις από του ενός στίχου εις τον έτερον”. Η στήλη ξεκινά στο τεύχος της 15ης Ιουλ. 1891, ταυτόχρονα με την αναγραφή του ονόματος του Πολέμη στο εξώφυλλο με την ιδιότητα του συνδιευθυντή. Είναι το εναρκτήριο τεύχος του τέταρτου έτους της δεύτερης περιόδου, όπου ο Ιγγλέσης αποφάσισε αλλαγές. Μείωσε τη συχνότητα κυκλοφορίας του, από τρεις φορές το μήνα σε δύο και πήρε εταίρο τον Πολέμη, αναθέτοντάς του “την ευθύνη και την διεύθυνση της ύλης”. Πάντως, ο Καβάφης δεν συγκράτησε το όνομά του. Κατά τη συνάντησή τους στην Αθήνα, σε εκείνο το πρώτο ταξίδι του, απορεί που ο Πολέμης τον γνώριζε κατ’ όνομα. Ενώ, καίτοι μόλις μερικούς μήνες μεγαλύτερός του, τον υπολογίζει για εξηντάρη. Παρατηρήσεις που αποκαλύπτουν τι πρόσεχε και με ποιόν τρόπο.
Στο επόμενο τεύχος του περιοδικού, στις 15 Οκτ. 1891, σε μη περίοπτη θέση, δημοσιεύτηκε το πρώτο ποίημα του Καβάφη σε αθηναϊκό έντυπο, «Κτίσται». Το ποίημα θα αποτελέσει και το πρώτο μονόφυλλο του Καβάφη, χωρίς χρονολογία εκτύπωσης. Ο Σαββίδης πιθανολογεί ότι το έφερε ο ενθουσιασμός της ευνοϊκής απάντησης εξ Αθηνών, τοποθετώντας την εκτύπωση πριν τη δημοσίευση του ποιήματος. Στη Βιβλιογραφία Δασκαλόπουλου, με βάση ιδιόχειρη χρονολόγηση του Καβάφη σε σωζόμενο αντίτυπο, τοποθετείται Σεπ. 1892. Αν αποδεχθούμε τη δεύτερη χρονολόγηση, η επιλογή του ποιήματος για το πρώτο μονόφυλλο αποκτά αξιολογικό χαρακτήρα, καθώς, ενδιαμέσως, έχουν δημοσιευτεί ακόμη τρία ποιήματά του σε αθηναϊκά έντυπα. Διόλου, όμως, απίθανο, το χρονολογημένο αντίτυπο να προέρχεται από δεύτερο “τράβηγμα”. Το δεύτερο ποίημα, «Λόγος και σιγή», δημοσιεύτηκε στις 15 Ιαν. 1892, στριμωγμένο κάτω από ιατρικής φύσεως άρθρο, και μόνο το τρίτο, «Σαμ-ελ-Νεσίμ», στις 29 Φεβ. 1892, απλώνεται σε σελίδα. Στις «Συζητήσεις» δεν υπάρχει άλλη αναφορά, ούτε στο περιοδικό άλλο ποίημα. Όχι λόγω δυσαρέσκειας του Καβάφη, αλλά γιατί το περιοδικό, μετά δυο τεύχη, εξέπνευσε. Παραδόξως, στο λήμμα της «Εγκυκλοπαίδειας του Ελληνικού Τύπου», δεν συγκρατείται αυτή η πρώτη εμφάνιση Καβάφη στον αθηναϊκό Τύπο.
Το καλοκαίρι του 1892, ο ποιητής δοκιμάζει την τύχη του σε ένα δεύτερο αθηναϊκό περιοδικό. Επέλεξε το προ διετίας ιδρυθέν «Η Φύσις» του Φραγκίσκου Μ. Πρίντεζη, ιδιοκτήτη ενός από τα τρία γνωστά τσιγκογραφεία της εποχής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλληλογραφία του Καβάφη με το περιοδικό, όπως εικάζεται από τις απαντήσεις της Σύνταξης. Το ανάλαφρα περιπαικτικό ύφος τους παραπέμπει στον εκδότη, που καλύπτει με κείμενά του μεγάλο μέρος της ύλης. Στο περιοδικό, δημοσιεύθηκαν τέσσερα ποιήματα, ενώ είχε αποστείλει τουλάχιστον πέντε. Αρχικά η απάντηση είναι στερεότυπη, “επιστολή μετά ποιηματίου ελήφθησαν”. Μετά τη δημοσίευση του πρώτου ποιήματος, «Αοιδός», στις 15 Αυγ. 1892, η απάντηση παίρνει παιγνιώδη χαρακτήρα για να έρθει στο ψαχνό: “Επιστολή και «Βακχικόν» ελήφθησαν και μολονότι δεν είμεθα φίλοι του, μας ήρεσε, αφού χύνει χαράν και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω. Αλλά εγγράφετέ μας και κανένα συνδρομητή να διαλύη και τα δηλητήρια της δημοσιογραφίας.” Το ποίημα δημοσιεύτηκε μετά τρία φύλλα, στις 15 Νοε. και ο Καβάφης απέστειλε ένα ακόμη. Αυτή τη φορά, η απάντηση, στις 24 Ιαν. 1893, θέτει ευθέως το ζητούμενο: “Επιστολή και ποίηματιον ελήφθησαν. Έχει καλώς. Συνδρομητάς δεν ελάβομεν έτι. Αναμένομεν τινάς.” Αυτό το “ποιημάτιον” θα πρέπει να είναι το «Vulnerant omnes, ultima necat», που παρουσιάστηκε στις 28 Φεβ. Τακτικός ο Καβάφης, έστειλε τη συνδρομή του για το τέταρτο έτος που άρχιζε τον Απρ., αλλά μετά παραπόνων. Στις 20 Ιουν., τον πληροφορούν ότι έλαβαν ένα ακόμη “ποιημάτιον”, επαναλαμβάνοντας ότι αναμένουν συνδρομητές. Πρόκειται για το «Καλός και κακός καιρός», που δημοσιεύτηκε στις 5 Σεπ.
Στον πέμπτο χρόνο, από την 1η Μαΐ. μέχρι τις 23 Οκτ. 1894, ο Πρίντεζης δημοσίευσε σε συνέχειες τις “αναμνήσεις” του από ταξίδι, που έκανε εκείνη την περίοδο στην Αίγυπτο. Όπως πληροφορεί, σκοπός του ταξιδιού δεν ήταν να γνωρίσει τη χώρα αλλά τους συνδρομητές του περιοδικού, που χαρακτηρίζει “τους πολυπληθέστερους και φιλομουσότερους”. Η κατακλείδα της σχέσης Καβάφη-Πρίντεζη βρίσκεται στην τελευταία συνέχεια των “αναμνήσεων”. Γράφει πως “τον γνώρισε προσωπικώς απ’ αρχής της εις Αλεξάνδρεια αποβιβάσεώς του”, αλλά δεν τον ανέφερε νωρίτερα “όπως σχηματίσει τελείαν περί αυτού γνώμη”. Ωστόσο, τον περιγράφει με τα καλύτερα λόγια, προσθέτοντας ότι “κατά την τελευταίαν στιγμή του έσφιγγε την χείρα και ηύχετο ταχέως να τον έβλεπε”. Περιέργως, ο Καβάφης άλλο “ποιημάτιον” δεν έστειλε, ενώ το περιοδικό μακροημέρευσε. Για δυο και πλέον χρόνια, δεν εντοπίζεται ποίημά του σε αθηναϊκό έντυπο.
Στην τριετία 1894-1896, δημοσιεύει ποιήματα κάθε χρόνο και σε ένα διαφορετικό έντυπο της Αλεξάνδρειας, στο οποίο δεν επανεμφανίζεται αργότερα: τον πρώτο, στον μοναδικό τόμο του «Εικονογραφημένου Αιγυπτιακού Ημερολογίου του έτους 1895» του Γ. Β. Τσοκόπουλου, τον δεύτερο, στο βραχύβιο περιοδικό «Εικοστός Αιών» που είχε ξεκινήσει εκείνο το έτος με διευθυντή τον Τσοκόπουλο, και τον τρίτο, στο περιοδικό «Κόσμος» του Αιγυπτιώτη Γιάννη Γκίκα και του Κερκυραίου Ιωάννη Ζερβού, που επίσης μόλις είχε ξεκινήσει. Τον τρίτο, όμως, χρόνο επανεμφανίζεται με ποιήματα σε δυο αθηναϊκά έντυπα, χάρις στους εκδότες των αλεξανδρινών περιοδικών. Το πρώτο είναι η εφημερίδα «Το Άστυ», με διευθυντή τον Δημήτρη Κακλαμάνο, όπου αναδημοσιεύτηκε από το περιοδικό «Κόσμος» το ποίημα «Ωδή και ελεγεία των οδών», στις 6 Μαϊ., δηλαδή είκοσι μέρες μετά την πρώτη δημοσίευση. Ενώ, στις 13 Οκτ., δημοσιεύτηκε και ένα δεύτερο, το «Μνήμη». Πιθανότερος σύνδεσμος ο Ζερβός, που έχει στενές σχέσεις με τον δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας και τον Κακλαμάνο. Στο πρώτο ποίημα εμφανίζεται στην υπογραφή για τελευταία φορά το ενδιάμεσο αρχικό Φ. Θα περάσουν κοντά τέσσερα χρόνια μέχρι να αντικατασταθεί από το γνωστό Π. Το δεύτερο έντυπο είναι η εβδομαδιαία επιθεώρηση «Τα Ολύμπια», όπου ο Τσοκόπουλος δημοσιεύει σε τέσσερις συνέχειες τις «Αιγυπτιακές αναμνήσεις» του. Στην τελευταία από αυτές, αναφέρει εγκωμιαστικά τον Καβάφη, παραθέτοντας και καβαφικό ποίημα. Είναι αυτό που δημοσίευσε προηγουμένως στο Ημερολόγιο του 1895.
Στα τέλη του 1897, ο Καβάφης δημοσιεύει σε δυο ακόμη αθηναϊκά έντυπα. Στην εφημερίδα «Νεολόγος» του Σταύρου Βουτυρά, που, εκδιωχθείς από την Κωνσταντινούπολη, είχε μεταφέρει από τον Σεπ. την εφημερίδα του στην Αθήνα. Η φιλία του Βουτυρά με τον παππού του Καβάφη Γεωργάκη Φωτιάδη έφερε τη δημοσίευση του ποιήματος, «Η αρχαία τραγωδία», στις 7 Δεκ., κοντά δυο χρόνια μετά το θάνατο του Φωτιάδη. Το δεύτερο έντυπο είναι το «Εθνικόν Ημερολόγιον» του Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου, στο οποίο, επί έντεκα χρόνια, δημοσίευε σε κάθε τόμο ένα ή δυο ποιήματα. Εκτός από τον πρώτο τόμο, του 1898, που κυκλοφορεί τέλος 1897, ως είθισται με τα ετήσια ημερολόγια, όπου δημοσιεύει τρία ποιήματα. Από αυτά τα δυο, «Τα άλογα του Αχιλλέως» και «Ένας γέρος», είναι τα πρώτα μη αποκηρυγμένα που ο Καβάφης δημοσίευσε σε έντυπο. Ως το πρώτο, ωστόσο, δημοσιευμένο από τα ποιήματα “του κανόνα”, φέρεται το «Τείχη», που κυκλοφόρησε μαζί με την αγγλική μετάφραση σε μονόφυλλο. Δεδομένου ότι το μονόφυλλο είναι αχρονολόγητο, με μόνες αναγραφόμενες ημερομηνίες, εκείνες της γραφής του ποιήματος και της μετάφρασής του, στις 16 Ιαν. 1897, μένει ζητούμενο το πότε κυκλοφόρησε. Στους επόμενους τρεις τόμους του Ημερολογίου του Σκόκου, μέχρι αφίξεώς του στην Αθήνα, δημοσίευσε: δυο στον τόμο του 1899, το «Η κηδεία του Σαρπηδόνος» μη αποκηρυγμένο, ένα στον επόμενο, τα «Κεριά», επίσης μη αποκηρυγμένο, και ένα αποκηρυγμένο στον μεθεπόμενο.
Σε αυτήν την πρώτη αθηναϊκή περίοδο, ο Καβάφης αντιμετωπίστηκε στην πρωτεύουσα ως πρωτοεμφανιζόμενος. Ωστόσο, είναι προφανές ότι ο ίδιος δίνει προτεραιότητα στις αθηναϊκές δημοσιεύσεις. Δημοσίευσε σε επτά αθηναϊκά έντυπα –τρεις εφημερίδες, τρία περιοδικά και ένα ημερολόγιο– δυο πεζά και 18 ποιήματα, τα δεκατέσσερα σε πρώτη δημοσίευση επί συνόλου 26 ποιημάτων. Ενώ, από τα επτά συνολικά πρωτοδημοσιευμένα “του κανόνα”, τα τέσσερα είναι στο Ημερολόγιο του Σκόκου, δυο σε μονόφυλλα και μόλις ένα σε αλεξανδρινό έντυπο. Όσο για το όνομά του, με το Κωνσταντίνος ολογράφως, εμφανίζεται στα δυο ελληνόγλωσσα περιοδικά της Λειψίας (Έσπερος - Κλειώ) και στα δυο πρώτα αθηναϊκά έντυπα (εφ. Εθνική - Αττικόν Μουσείον). Η ανταπόκριση δείχνει πενιχρή. Μετράμε: την ευνοϊκή κρίση του Πολέμη, τις αναφορές στις “αναμνήσεις” Τσοκόπουλου - Πρίντεζη και το εκθειαστικό προοίμιο του Σκόκου για το καλωσόρισμα στο Ημερολόγιό του.
Μήπως γι’ αυτό αποφασίζει το πρώτο ταξίδι στην Αθήνα; Το ημερολόγιο εκείνου του ταξιδιού δεν δείχνει κάτι σχετικό. Οι μόνες προγραμματισμένες επισκέψεις είναι στον Σκόκο και τον εκδότη του περιοδικού «Παναθήναια» Κίμωνα Μιχαηλίδη. Τις έκανε μόλις έφθασε. Δεν βρήκε τον Μιχαηλίδη, αλλά άφησε να περάσει ένα εικοσαήμερο πριν ξαναπροσπαθήσει. Στη δεύτερη επίσκεψη, στα γραφεία του περιοδικού, γνώρισε τον Ξενόπουλο. Τυχαία η συνάντησή τους όπως και η γνωριμία με τον Πολέμη, μόνο που αυτός τον κατέκτησε με το ζακύνθιο ταμπεραμέντο του. Τη σχέση του με τον Ξενόπουλο, την ανασυνέθεσε σε βιβλιάριο ο Γ. Π. Σαββίδης, μη φειδόμενος ειρωνικών νύξεων για τις προθέσεις και την τακτική του Ξενόπουλου. Εκείνος, πάντως, με το άρθρο του στα «Παναθήναια», στις 30 Νοε. 1903, παρότι αργοπορημένο και παρακινούμενο και από τη δεύτερη επίσκεψη του Καβάφη κατά το επόμενο ταξίδι του, εξασφάλισε τον τίτλο του “πατενταρισμένου προφήτη” του, κατά την έκφραση του Σαββίδη.
“Ιστορικό” χαρακτηρίζουν το άρθρο του, όπως και εκείνο του Φόρστερ 15 χρόνια αργότερα, καθώς αμφότερα συνιστούν την πρώτη κριτική παρουσίαση του Καβάφη στο ελληνόγλωσσο και το αγγλόγλωσσο κοινό αντιστοίχως. Παρακάμπτουν, όμως, την αλλαγή της στάσης τους. Ιδίως του Ζακύνθιου, που δεν άργησε να εκδηλωθεί. Τρία χρόνια αργότερα, όταν αρχίζουν τα σκωπτικά σχόλια των δημοτικιστών, ελίσσεται διπλωματικά. Συμφωνεί ουσιαστικά μαζί τους, πως το ποίημα «Ο Βασιλεύς Δημήτριος» είναι “φρικτό”, αλλά επιμένει ότι έχει γράψει και πέντε-έξι “έμμορφα”. Στο πρόσφατο αφιέρωμα στον Καβάφη του περιοδικού «Το Δέντρο», η Μ. Στασινοπούλου κρατά μόνο τον έπαινο για να δείξει τη “μεγαλοσύνη” του Καβάφη. Δημοσιοσχεσίτης ο Ξενόπουλος, όταν επαινεί τον άγνωστο Καβάφη, επιζητά να εντυπωσιάσει. Όταν, όμως, το main stream αρχίζει τον πόλεμο, αναδιπλώνεται. Επανέρχεται αργότερα για να διεκδικήσει τη θέση του πρώτου αποστόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου