Στις 8 Ιουνίου 1768 εμφανίστηκε ενώπιον του Αυτοκρατορικού Ποινικού Δικαστηρίου ο Μπαρτζέλλο Τζοβάννι Τζανάρντι και ανέφερε πως πριν από λίγο διεπράχθη φόνος στη Λοκάντα Γκράντε, που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Το δικαστήριο αποφάσισε να στείλει υπαλλήλους στον τόπο του εγκλήματος και να αναθέσει στον δικαστικό κλητήρα Μπιάτζο Νταλμασόν να βρει επειγόντως γιατρούς και χειρουργούς, και να τους οδηγήσει αμέσως στη Λοκάντα Γκράντε.
Οι εκπρόσωποι του Αυτοκρατορικού Ποινικού Δικαστηρίου πήγαν στο πανδοχείο και ανέβηκαν τη σκάλα που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο. Στο τέρμα του διαδρόμου, μπροστά στο δωμάτιο 10, υπήρχε πολύς κόσμος. Οταν μπήκαν μέσα, είδαν ξαπλωμένο στο στρώμα έναν άντρα που ακουμπούσε πάνω σε μαξιλάρια. Είχε πολύ κοντά γκρίζα μαλλιά, ήταν ψηλός και αδύνατος, γύρω στα πενήντα, με παραμορφωμένο, κάτωχρο πρόσωπο. Τα μάτια του ήταν κλειστά και βογκούσε ασταμάτητα. Φορούσε ένα ακριβό φίνο πουκάμισο, που ήταν καταματωμένο, και μαύρο δερμάτινο παντελόνι. Οι παντόφλες του ήταν από λευκό λινό ύφασμα. Στα δεξιά του στεκόταν ένας καπουτσίνος μοναχός. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ένας ιερέας, κρατώντας τη θεία μετάληψη.
Σε λίγο κατέφτασαν ο χειρουργός Αντόνιο Αλμπριτσι και ο υγειονόμος και ρώτησαν τον χειρουργό Φλεκ αν μπορούσαν να δουν τις πληγές του άγνωστου άντρα, αλλά εκείνος είπε πως αυτό ήταν αδύνατον, γιατί οι πληγές αιμορραγούσαν συνεχώς. Είπε πως είχε εντοπίσει τρεις μαχαιριές στο στήθος και δύο στην κοιλιά, όλες πολύ βαθιές και θανατηφόρες. Επίσης είχαν τραυματιστεί και τα δυο του χέρια. Ετσι, η εξέταση των πληγών δεν πραγματοποιήθηκε και προχώρησαν στην κατάθεση του ετοιμοθάνατου. [...]
Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 1768, ο Μπαρτζέλλο Τζοβάννι Τζανάρτι κατέθεσε στο Αυτοκρατορικό Ποινικό Δικαστήριο την εξής γραπτή αναφορά: «Σήμερα το απόγευμα στις 15.30 η Φρουρά της πόλεως της Τεργέστης έλαβε τη διαταγή να παραλάβει τον άνθρωπο που δολοφόνησε με αποτρόπαιο τρόπο τον Τζοβάνι Βίνκελμαν στις 8 Ιουνίου του ενεστώτος έτους. Ονομάζεται Φραντσέσκο Αρκάντζελι και γεννήθηκε στο Τζαμπίλλι της περιοχής της Φλωρεντίας. Ο δολοφόνος οδηγήθηκε στο κελί 2 των φυλακών». Κατόπιν τούτου, το δικαστήριο ζήτησε να προσαχθεί αμέσως ο κατηγορούμενος ενώπιόν του.
Οταν ο Αρκάντζελι οδηγήθηκε στο δικαστήριο, είπε: «Κατάγομαι από το χωριό Τζαμπίλλι, που βρίσκεται στην επαρχία της Φλωρεντίας. Ο πατέρας μου ήταν μέτοχος τριών καραβιών στο Λιβόρνο. Οταν φαλίρισε, επέστρεψε στο Τζαμπίλλι και ασχολήθηκε με τα κτήματά του. Ημασταν πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι. Εγώ είμαι τώρα τριάντα οκτώ χρονώ. Η γυναίκα μου ονομάζεται Τζοάνα και ζει στη Βενετία. Δεν έχουμε παιδιά. Το επάγγελμά μου είναι μάγειρας και είμαι Καθολικός. Ηρθα στην Τεργέστη με σκοπό να βρω εργασία.
»Συνδέθηκα φιλικά με τον κύριο Τζοβάννι, του οποίου το επίθετο δεν γνωρίζω, ή, μάλλον, για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι. Επειδή έμενε στην ίδια λοκάντα μ' εμένα, και μάλιστα δίπλα στο δωμάτιό μου, βλεπόμασταν συχνά. Τρώγαμε το μεσημέρι μαζί στην τραπεζαρία και τα βράδια πάντα στο δωμάτιό μου. Κάναμε πολλούς περιπάτους και δυο-τρεις φορές την ημέρα πηγαίναμε σε διάφορα καφενεία για να πιούμε καφέ. Μετά συνέβη ό,τι συνέβη».
Οταν τον ρώτησαν τι συνέβη ακριβώς, εκείνος είπε: «Σας λέω την αλήθεια. Δεν επιδίωξα εγώ να συνδεθώ μαζί του, αλλά εκείνος ήθελε να γίνει φίλος μου. Κάποια μέρα είχαμε βγει να κάνουμε έναν περίπατο, και του είπα πως ο πανδοχέας με είχε ρωτήσει ποιος ήταν. Ισχυρίστηκε πως ήταν άνθρωπος με πολύ καλή φήμη. Μετά γυρίσαμε στην οστερία. Σε λίγο ήρθε στο δωμάτιό μου και μου έδειξε μια επιστολή που απευθυνόταν σε κάποιους τραπεζίτες της Βενετίας, που θα του ήταν χρήσιμοι στη συνέχεια του ταξιδιού του. Κατόπιν μου έδειξε ένα διαβατήριο που είχε εκδοθεί στη Βιέννη, λέγοντάς μου ότι μπορούσα να το διαβάσω, αλλά εγώ δεν το διάβασα.
»Κάποια στιγμή μου είπε πως θα μου έδειχνε κάτι μετάλλια. Οντως, λίγο πριν πάμε για φαγητό, μου έδειξε δύο χρυσά και δύο ασημένια μετάλλια. Τον ρώτησα τι αξία είχαν αυτά τα μετάλλια, κι εκείνος είπε ένα ποσό»
Αλέξανδρος Ίσαρης: Βίνκελμαν ή το Πεπρωμένο* (Κίχλη, 2010)
Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας για το 2010 του περιοδικού "Διαβάζω"
Το δικαστήριο αποφάσισε να στείλει υπαλλήλους στον τόπο του εγκλήματος και να αναθέσει στον δικαστικό κλητήρα Μπιάτζο Νταλμασόν να βρει επειγόντως γιατρούς και χειρουργούς, και να τους οδηγήσει αμέσως στη Λοκάντα Γκράντε.
Οι εκπρόσωποι του Αυτοκρατορικού Ποινικού Δικαστηρίου πήγαν στο πανδοχείο και ανέβηκαν τη σκάλα που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο. Στο τέρμα του διαδρόμου, μπροστά στο δωμάτιο 10, υπήρχε πολύς κόσμος. Οταν μπήκαν μέσα, είδαν ξαπλωμένο στο στρώμα έναν άντρα που ακουμπούσε πάνω σε μαξιλάρια. Είχε πολύ κοντά γκρίζα μαλλιά, ήταν ψηλός και αδύνατος, γύρω στα πενήντα, με παραμορφωμένο, κάτωχρο πρόσωπο. Τα μάτια του ήταν κλειστά και βογκούσε ασταμάτητα. Φορούσε ένα ακριβό φίνο πουκάμισο, που ήταν καταματωμένο, και μαύρο δερμάτινο παντελόνι. Οι παντόφλες του ήταν από λευκό λινό ύφασμα. Στα δεξιά του στεκόταν ένας καπουτσίνος μοναχός. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ένας ιερέας, κρατώντας τη θεία μετάληψη.
Σε λίγο κατέφτασαν ο χειρουργός Αντόνιο Αλμπριτσι και ο υγειονόμος και ρώτησαν τον χειρουργό Φλεκ αν μπορούσαν να δουν τις πληγές του άγνωστου άντρα, αλλά εκείνος είπε πως αυτό ήταν αδύνατον, γιατί οι πληγές αιμορραγούσαν συνεχώς. Είπε πως είχε εντοπίσει τρεις μαχαιριές στο στήθος και δύο στην κοιλιά, όλες πολύ βαθιές και θανατηφόρες. Επίσης είχαν τραυματιστεί και τα δυο του χέρια. Ετσι, η εξέταση των πληγών δεν πραγματοποιήθηκε και προχώρησαν στην κατάθεση του ετοιμοθάνατου. [...]
Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 1768, ο Μπαρτζέλλο Τζοβάννι Τζανάρτι κατέθεσε στο Αυτοκρατορικό Ποινικό Δικαστήριο την εξής γραπτή αναφορά: «Σήμερα το απόγευμα στις 15.30 η Φρουρά της πόλεως της Τεργέστης έλαβε τη διαταγή να παραλάβει τον άνθρωπο που δολοφόνησε με αποτρόπαιο τρόπο τον Τζοβάνι Βίνκελμαν στις 8 Ιουνίου του ενεστώτος έτους. Ονομάζεται Φραντσέσκο Αρκάντζελι και γεννήθηκε στο Τζαμπίλλι της περιοχής της Φλωρεντίας. Ο δολοφόνος οδηγήθηκε στο κελί 2 των φυλακών». Κατόπιν τούτου, το δικαστήριο ζήτησε να προσαχθεί αμέσως ο κατηγορούμενος ενώπιόν του.
Οταν ο Αρκάντζελι οδηγήθηκε στο δικαστήριο, είπε: «Κατάγομαι από το χωριό Τζαμπίλλι, που βρίσκεται στην επαρχία της Φλωρεντίας. Ο πατέρας μου ήταν μέτοχος τριών καραβιών στο Λιβόρνο. Οταν φαλίρισε, επέστρεψε στο Τζαμπίλλι και ασχολήθηκε με τα κτήματά του. Ημασταν πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι. Εγώ είμαι τώρα τριάντα οκτώ χρονώ. Η γυναίκα μου ονομάζεται Τζοάνα και ζει στη Βενετία. Δεν έχουμε παιδιά. Το επάγγελμά μου είναι μάγειρας και είμαι Καθολικός. Ηρθα στην Τεργέστη με σκοπό να βρω εργασία.
»Συνδέθηκα φιλικά με τον κύριο Τζοβάννι, του οποίου το επίθετο δεν γνωρίζω, ή, μάλλον, για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι. Επειδή έμενε στην ίδια λοκάντα μ' εμένα, και μάλιστα δίπλα στο δωμάτιό μου, βλεπόμασταν συχνά. Τρώγαμε το μεσημέρι μαζί στην τραπεζαρία και τα βράδια πάντα στο δωμάτιό μου. Κάναμε πολλούς περιπάτους και δυο-τρεις φορές την ημέρα πηγαίναμε σε διάφορα καφενεία για να πιούμε καφέ. Μετά συνέβη ό,τι συνέβη».
Οταν τον ρώτησαν τι συνέβη ακριβώς, εκείνος είπε: «Σας λέω την αλήθεια. Δεν επιδίωξα εγώ να συνδεθώ μαζί του, αλλά εκείνος ήθελε να γίνει φίλος μου. Κάποια μέρα είχαμε βγει να κάνουμε έναν περίπατο, και του είπα πως ο πανδοχέας με είχε ρωτήσει ποιος ήταν. Ισχυρίστηκε πως ήταν άνθρωπος με πολύ καλή φήμη. Μετά γυρίσαμε στην οστερία. Σε λίγο ήρθε στο δωμάτιό μου και μου έδειξε μια επιστολή που απευθυνόταν σε κάποιους τραπεζίτες της Βενετίας, που θα του ήταν χρήσιμοι στη συνέχεια του ταξιδιού του. Κατόπιν μου έδειξε ένα διαβατήριο που είχε εκδοθεί στη Βιέννη, λέγοντάς μου ότι μπορούσα να το διαβάσω, αλλά εγώ δεν το διάβασα.
»Κάποια στιγμή μου είπε πως θα μου έδειχνε κάτι μετάλλια. Οντως, λίγο πριν πάμε για φαγητό, μου έδειξε δύο χρυσά και δύο ασημένια μετάλλια. Τον ρώτησα τι αξία είχαν αυτά τα μετάλλια, κι εκείνος είπε ένα ποσό»
Αλέξανδρος Ίσαρης: Βίνκελμαν ή το Πεπρωμένο* (Κίχλη, 2010)
Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας για το 2010 του περιοδικού "Διαβάζω"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου