Ο αθηναϊκός νόμος έκανε διάκριση μεταξύ πεπορνευομένου και ηταιρηκότος, διότι επρόκειτο για δυο διαφορετικές κατηγορίες πώλησης του σώματος για σεξουαλική χρήση. Σύμφωνα με τον Ανδρ. Λεντάκη στη συγγραφή Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα [τομ. 4, σ. 181, εκδ. Καστανιώτη] η λέξη πεπορνευόμενος προέρχεται από το ρήμα πορνεύεσθαι, που σημαίνει τη σεξουαλική συμπεριφορά πόρνης έναντι αμοιβής. Η λέξη πόρνος πρωτοσυναντάται σε μια επιγραφή αρχαϊκής εποχής στη Θήρα. Η λέξη ηταιρικώς προέρχεται από τη λέξη εταίρος που σήμαινε το σύντροφο, τον φίλο. Σύμφωνα με τον Dover η λέξη εταίρα σήμαινε περισσότερο την ερωμένη παρά την πόρνη και σε σχολιασμό του πάνω στον Αισχίνη αναφέρει πως η διαφορά ηταιρηκότος και πόρνου είναι ότι ο πρώτος ντροπιάζεται για τα χρήματα από έναν, ενώ ο δεύτερος πορνεύεται με πολλούς.
Οι πεπορνευόμενοι άνδρες δεν επεδίωκαν μια σταθερή και μόνιμη σχέση, αλλά ασκούσαν ελεύθερα το πορνικό τους επάγγελμα εγκατεστημένοι συνήθως σε σπίτια ή δωμάτια, όπου δέχονταν επισκέψεις αορίστου αριθμού πελατών έναντι ορισμένης αμοιβής. Αντίθετα, οι ηταιρηκότες επεδίωκαν την εταίρηση, δηλαδή τη σταθερή συμβίωση, ίσως και τη συγκατοίκηση, για ορισμένο χρονικό διάστημα με έναν ερωτικό σύντροφο έναντι προσυμφωνημένων οικονομικών ανταλλαγμάτων. Η συγκατοίκηση των εταιριζομένων επισημοποιείται με την προσυπογραφή ενός εταιρικού συμβολαίου, ώστε να εξασφαλιστούν οι όροι της αρμονικής τους συμβίωσης.
Σπύρος Κ. Ζερβός: Ροζ σκάνδαλα στην αρχαιότητα (Ταξιδευτής, 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου