sarantakos.wordpress.com, 2/6/2011
Η νουβέλα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη “Κάπου περνούσε μια φωνή”, με υπότιτλο “Σελίδες μιας Αθήνας περασμένης”, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία το 1940, αλλά η υπόθεση εκτυλίσσεται το 1915. Πρωταγωνιστούν νεανικές παρέες, εργατόπαιδα του Παγκρατιού και άλλων συνοικιών της Αθήνας, κορίτσια του μοδιστράδικου, ένας αδικαίωτος έρωτας και μια υποδόρια ομοφυλοφιλική έλξη.
Η “Φωνή” έχει φανερές ομοιότητες με την άλλη νουβέλα του Λαπαθιώτη, το “Τάμα της Ανθούλας”, που επανεκδόθηκε πριν από μερικά χρόνια από τις εκδόσεις Λιβάνη σε επιμέλεια του Γ. Παπακώστα, αλλά και εξίσου φανερές διαφορές, αφού είναι τοποθετημένη όχι στον υπόκοσμο και στους τεκέδες του Πειραιά, αλλά στις γειτονιές της Αθήνας. Όμως, η μεγαλύτερη ιδιομορφία της “Φωνής” είναι ο πολύ χαρακτηριστικός εσωτερικός ρυθμός της, που προσιδιάζει σε ποίημα. Διαβάζοντάς την, δεν μπορούμε να μην προσέξουμε ατόφιους δεκαπεντασύλλαβους να ξεπηδούν σε κάθε σελίδα. Και, για του λόγου το αληθές, παρουσιάζω εδώ την εναρκτήρια παράγραφο της νουβέλας ξαναγράφοντάς την σε “στίχους” (με πλάγια οι δεκαπεντασύλλαβοι) για να δείτε πόσο θυμίζει ποίημα.
…Ήταν ένα βαθύτατα παθητικό τραγούδι,
καθώς ερχόταν μέσ’ απ’ το σοκάκι,
ένα τραγούδι μακρινό και σαν απελπισμένο,
με τον αργό κι απόκοσμα λυπητερό σκοπό του,
- έν’ από κείνα τα παλιά, νοσταλγικά «μινόρε»
(κι από τ’ αγαπητότερα της εποχής εκείνης),
τ’ ανείπωτα γλυκά και πονεμένα,
τα σαγηνευτικά κι απαρηγόρητα,
που καθώς περνούσαν, τα μεσάνυχτα,
ή κάποια μισοφώτιστα χαράματα –
γιορτές, προπάντων και Σαββατοκύριακα –
μέσ’ απ’ τις κοιμισμένες γειτονιές,
ξυπνώντας, με τον πλάνο τους και λαγγεμένο θρήνο
τις συνοικίες, της παλιάς, ρομαντικής Αθήνας,
μεθούσαν έτσι τις καρδιές των κοριτσιών,
ανάμεσα ξυπνήματος κι ονείρου,
που τ’ άκουαν και στήνανε τ’ αυτί τους, μαγεμένα,
και βρέχανε με δάκρυα βουβά και φλογερά –
δάκρυα πόθου μυστικού κι απέραντου καημού –
τα κεντητά, κολλαριστά, λευκά τους μαξιλάρια!
Κι ήτανε σα ν’ ανέβαιναν, μαζί του, μέσ’ στη νύχτα,
αναστημένες μαγικά, μέσ’ απ’ τα βάθη των καιρών,
κάποιες παλιές και σκοτεινές κι ανείπωτες λαχτάρες,
σαν τα πικρά παράπονα νεκρών λησμονημένων,
όλες οι γνώριμες, γλυκές φωνές των Περασμένων,
μέσα σ’ αλάλητες αυγές χαμένων παραδείσων!
Το μοτίβο αυτό συνεχίζεται σχεδόν σε όλο το βιβλίο, έτσι που να μην είναι υπερβολή αυτό που είχε γράψει ο Γ. Γεραλής, ότι η Φωνή είναι μια νουβέλα “σχεδόν γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβο”.
Η νουβέλα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη “Κάπου περνούσε μια φωνή”, με υπότιτλο “Σελίδες μιας Αθήνας περασμένης”, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία το 1940, αλλά η υπόθεση εκτυλίσσεται το 1915. Πρωταγωνιστούν νεανικές παρέες, εργατόπαιδα του Παγκρατιού και άλλων συνοικιών της Αθήνας, κορίτσια του μοδιστράδικου, ένας αδικαίωτος έρωτας και μια υποδόρια ομοφυλοφιλική έλξη.
Η “Φωνή” έχει φανερές ομοιότητες με την άλλη νουβέλα του Λαπαθιώτη, το “Τάμα της Ανθούλας”, που επανεκδόθηκε πριν από μερικά χρόνια από τις εκδόσεις Λιβάνη σε επιμέλεια του Γ. Παπακώστα, αλλά και εξίσου φανερές διαφορές, αφού είναι τοποθετημένη όχι στον υπόκοσμο και στους τεκέδες του Πειραιά, αλλά στις γειτονιές της Αθήνας. Όμως, η μεγαλύτερη ιδιομορφία της “Φωνής” είναι ο πολύ χαρακτηριστικός εσωτερικός ρυθμός της, που προσιδιάζει σε ποίημα. Διαβάζοντάς την, δεν μπορούμε να μην προσέξουμε ατόφιους δεκαπεντασύλλαβους να ξεπηδούν σε κάθε σελίδα. Και, για του λόγου το αληθές, παρουσιάζω εδώ την εναρκτήρια παράγραφο της νουβέλας ξαναγράφοντάς την σε “στίχους” (με πλάγια οι δεκαπεντασύλλαβοι) για να δείτε πόσο θυμίζει ποίημα.
…Ήταν ένα βαθύτατα παθητικό τραγούδι,
καθώς ερχόταν μέσ’ απ’ το σοκάκι,
ένα τραγούδι μακρινό και σαν απελπισμένο,
με τον αργό κι απόκοσμα λυπητερό σκοπό του,
- έν’ από κείνα τα παλιά, νοσταλγικά «μινόρε»
(κι από τ’ αγαπητότερα της εποχής εκείνης),
τ’ ανείπωτα γλυκά και πονεμένα,
τα σαγηνευτικά κι απαρηγόρητα,
που καθώς περνούσαν, τα μεσάνυχτα,
ή κάποια μισοφώτιστα χαράματα –
γιορτές, προπάντων και Σαββατοκύριακα –
μέσ’ απ’ τις κοιμισμένες γειτονιές,
ξυπνώντας, με τον πλάνο τους και λαγγεμένο θρήνο
τις συνοικίες, της παλιάς, ρομαντικής Αθήνας,
μεθούσαν έτσι τις καρδιές των κοριτσιών,
ανάμεσα ξυπνήματος κι ονείρου,
που τ’ άκουαν και στήνανε τ’ αυτί τους, μαγεμένα,
και βρέχανε με δάκρυα βουβά και φλογερά –
δάκρυα πόθου μυστικού κι απέραντου καημού –
τα κεντητά, κολλαριστά, λευκά τους μαξιλάρια!
Κι ήτανε σα ν’ ανέβαιναν, μαζί του, μέσ’ στη νύχτα,
αναστημένες μαγικά, μέσ’ απ’ τα βάθη των καιρών,
κάποιες παλιές και σκοτεινές κι ανείπωτες λαχτάρες,
σαν τα πικρά παράπονα νεκρών λησμονημένων,
όλες οι γνώριμες, γλυκές φωνές των Περασμένων,
μέσα σ’ αλάλητες αυγές χαμένων παραδείσων!
Το μοτίβο αυτό συνεχίζεται σχεδόν σε όλο το βιβλίο, έτσι που να μην είναι υπερβολή αυτό που είχε γράψει ο Γ. Γεραλής, ότι η Φωνή είναι μια νουβέλα “σχεδόν γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβο”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου