3.6.06

ΜΗΠΩΣ ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ Ο ΠΛΑΤΩΝ;

ΜΗΠΩΣ ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ Ο ΠΛΑΤΩΝ;
O ερωτικός δεσμός ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου φύλου υπήρχε πάντοτε σε όλους τους πολιτισμούς και ερμηνεύτηκε σε ορισμένους ως φυσικό γεγονός και σε άλλους ως γεγονός ενάντια στη φύση. Καθώς η φύση, όπως μας θυμίζει ο Ηράκλειτος, «κρύπτεσθαι φιλεί», η αποδοχή ή η καταδίκη της ομοφυλοφιλίας είναι φαινόμενα πολιτισμικά. Και καθώς η κουλτούρα είναι πιο ικανή από τη φύση στο να περιπλέκει τα πράγματα, ας παρακολουθήσουμε τα τεχνάσματά της, τις περίτεχνες δικαιολογίες της και τις ευγενείς προθέσεις της.Ο Πλάτων είναι ο πρώτος που διατυπώνει την υπόθεση ότι δεν είναι η φύση αλλά ο νόμος αυτός που καταδικάζει την ομοφυλοφιλία και γι’ αυτό στο «Συμπόσιο» γράφει ότι όπου θεσπίστηκε ως ατιμωτική η ομοφυλοφιλική σχέση (το «χαρίζεσθαι ερασταίς») η ρύθμιση αυτή οφείλεται στην ελαττωματικότητα των νομοθετών, στην αυθαιρεσία των κυβερνώντων και στην ανανδρία των κυβερνωμένων.
Με αφετηρία αυτή τη διαπίστωση, ο Πλάτων συνδέει την αποδοχή της ομοφυλοφιλίας με τη δημοκρατία.
Ανέφερα την ελληνική έκφραση («χαρίζεσθαι ερασταίς») επειδή ο όρος «ομοφυλοφιλία» δεν υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα ούτε και στην αρχαία Ρώμη, παρ’ όλο που άλλοι όροι για σεξουαλικές πράξεις και προτιμήσεις έχουν ελληνο-λατινική προέλευση, όπως: παιδοφιλία, αιμομιξία, φετιχισμός κ.λπ.
Στην αρχαιότητα η ομοφυλοφιλία δεν αποτελούσε πρόβλημα, επειδή η προσοχή δεν στρεφόταν στη σεξουαλική πράξη, αλλά στον έρωτα ανάμεσα σε πρόσωπα που μπορούσε να υπερβαίνει το φύλο, γιατί ήταν ικανός να συμπεριλαμβάνει πολιτισμικές, πνευματικές και αισθητικές διαστάσεις. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο αρχαίος νομοθέτης Σόλων θεωρούσε τον ομοφυλόφιλο ερωτισμό υπερβολικά ανώτερο για τους δούλους, στους οποίους γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έπρεπε να απαγορευτεί. Το ίδιο μοτίβο επανέρχεται στην ισλαμική φιλολογία του σουφισμού, όπου η ομοφυλοφιλική σχέση εκλαμβάνεται ως μεταφορά της πνευματικής σχέσης ανάμεσα σε άνθρωπο και Θεό.
Με αισθητική, κουλτούρα, πνευματικότητα, θάρρος και δύναμη είναι διαποτισμένος ο ερωτισμός του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο, του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη και στη Ρώμη του Αδριανού με τον Αντίνοο, στην περίπτωση του οποίου μετά το θάνατο του αγαπημένου ο αυτοκράτορας αφιερώνει ένα μαντείο στη Μαντίνεια και διατάσσει να γίνονται αγώνες στην Αθήνα, την Ελευσίνα και το Αργος, οι οποίοι θα συνεχίσουν να διεξάγονται για πάνω από 200 χρόνια μετά το θάνατό του. Ολα αυτά ήσαν δυνατά στον αρχαίο κόσμο, επειδή αυτό που τιμούσαν στον ομοφυλοφιλικό ερωτισμό ήταν ο έρωτας που δεν απέκλειε το όμοιο φύλο, αλλά δεν επικεντρωνόταν στο φύλο και δεν αναγόρευε το φύλο σε έμβλημά του.
Αυτή η τάση δεν διακόπηκε στις αρχές του Μεσαίωνα, γι’ αυτό και δεν είναι εντελώς ορθό να αποδίδουμε στο χριστιανισμό την καταδίκη της ομοφυλοφιλίας. Ενα εγχειρίδιο για τους εξομολογητές του 7ου αιώνα όριζε ως τιμωρία ένα έτος μετάνοιας για ανήθικες πράξεις μεταξύ ανδρών, 160 μέρες για ανήθικες πράξεις μεταξύ γυναικών και τρία έτη για τον ιερέα που θα διέπραττε ανάλογα παραπτώματα. Οι εκκλησιαστικές ιεραρχίες μέχρι τη σύνοδο του 1179 δεν θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία πρόβλημα άξιο συζήτησης. Ο Ανσέλμος της Αόστα, ο οποίος έπειτα τιμήθηκε σαν άγιος, μπορούσε να έχει ερωτικές σχέσεις πρώτα με τον Λανφράνκο, έπειτα με μια σειρά μαθητών του, σε έναν από τους οποίους, τον Τζιλμπέρτο, αφιερώνει μιαν ολόκληρη συλλογή επιστολών όπου διαβάζουμε: «Αγαπημένε εραστή, όπου και να πας η αγάπη μου σε ακολουθεί, όπου και να σταθείς ο πόθος μου σε αγκαλιάζει. Πώς θα μπορούσα λοιπόν να σε ξεχάσω; Αυτός που έχει χαραχτεί στην καρδιά μου σαν τη σφραγίδα πάνω στο κερί πώς θα μπορούσε να αποδιωχτεί από τη μνήμη μου; Χωρίς να σου πω μια λέξη γνωρίζεις ότι σε αγαπώ. Και τίποτα δεν θα μπορούσε να ηρεμήσει την ψυχή μου όσο δεν επιστρέφεις εσύ, που είσαι το αποχωρισμένο άλλο μου ήμισυ».
Μέχρι τον 7ο αιώνα η ηθική θεολογία αντιμετωπίζει την ομοφυλοφιλία στη χειρότερη περίπτωση με το ίδιο μέτρο με το οποίο αντιμετωπίζει και την ετεροφυλόφιλη παράνομη συνουσία, χωρίς να διατυπώνει μια ρητή καταδίκη. Με τις σταυροφορίες του 8ου και 9ου αιώνα εναντίον των μη χριστιανών εγκαινιάζεται, όπως συμβαίνει πάντοτε σε κάθε «σύγκρουση πολιτισμών», ένα κλίμα μισαλλοδοξίας όχι μόνον εναντίον των μουσουλμάνων αλλά και εναντίον των αιρετικών και των Εβραίων, που εκδιώκονται από πολλές περιοχές της Ευρώπης. Μετά τις σταυροφορίες ακολουθεί η Ιερά Εξέταση, για να καταδιώξει τη μαγεία αλλά και την επιστήμη και τη φιλοσοφία.
Σε αυτό το κλίμα μισαλλοδοξίας προς τις παρεκκλίσεις από τον κανόνα της χριστιανικής πλειονότητας -κανόνας που γίνεται όλο και πιο αυστηρός- εμπλέκονται και οι ομοφυλόφιλοι, οι οποίοι και καταδιώκονται όπως οι αιρετικοί και οι Εβραίοι.
Αλλά η χαριστική βολή θα λέγαμε, δηλαδή η οριστική καταδίκη της ομοφυλοφιλίας, έρχεται στο 19ο αιώνα με τη γέννηση της επιστημονικής Ιατρικής, η οποία αφού έστρεψε το βλέμμα της αποκλειστικά στην ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία των σωμάτων, αποφάνθηκε ότι, επειδή τα σεξουαλικά όργανα προορίζονται για την αναπαραγωγή, που είναι δυνατή μόνο με τη συνεύρεση άνδρα και γυναίκας, κάθε σεξουαλική έκφραση έξω από αυτό το πλαίσιο είναι παθολογική. Ετσι η ομοφυλοφιλία από «αμάρτημα» έγινε «ασθένεια» και η ψυχανάλυση, που γεννήθηκε από την ιατρική κουλτούρα, αφού πρώτα υπέδειξε στον Οιδίποδα την ορθή «όψη» της ψυχικής ανάπτυξης, δεν απέμενε παρά να χαρακτηρίσει την ομοφυλοφιλία «διαστροφή». Αναγνώρισε βέβαια ότι καθένας από μας δεν είναι περιορισμένος «από τη φύση» σε ένα φύλο, ότι η σεξουαλική αμφισημία, η ενεργητικότητα και η παθητικότητα εγγράφονται στο σώμα κάθε υποκειμένου, αλλά ύστερα από αυτήν την αναγνώριση δεν δίστασε να τοποθετήσει την ομοφυλοφιλία στην ελαττωματική ψυχική ανάπτυξη. Δεν ήταν πλέον ένα αμάρτημα, όπως πίστευε η θρησκεία, αλλά μια αναπηρία.
Με αυτό το επιστημονικό υπόβαθρο, όταν έπειτα η ιστορία άρχισε να χορεύει στον παραληρηματικό ρυθμό της φυλετικής καθαρότητας, οι ομοφυλόφιλοι συμμερίστηκαν τη μοίρα των ανάπηρων, των Εβραίων και των Τσιγγάνων.
Τώρα περιμένουμε την ετυμηγορία της Γενετικής, η οποία δεν θα παραλείψει να πει το δικό της λόγο για την ομοφυλοφιλία, έναν λόγο που θα τον οικειοποιηθούν έπειτα οι ομοφυλοφοβικές εκκλησίες και νομοθεσίες για να επιβεβαιώσουν τις δικές τους ιδεολογικές ή θρησκευτικές θέσεις. Τι μπορούμε να πούμε σε αυτό το σημείο; Οτι η Ιστορία είναι γεμάτη κρίσεις και προκαταλήψεις και ότι αυτή που την κυβερνάει δεν είναι τόσο η φύση του ανθρώπου όσο η κουλτούρα του, η οποία δεν αρνείται την αναφορά στη φύση, όταν αυτό της χρησιμεύει στο να θεμελιώνει τους ηθικούς και νομικούς της κανόνες. Από δω συνάγεται επομένως ότι έχει δίκιο ο Πλάτων όταν λέει σχετικά με την ομοφυλοφιλία ότι το αληθινό πρόβλημα δεν είναι το φύλο αλλά μάλλον η δημοκρατία.
*Το παρόν άρθρο του Ιταλού φιλοσόφου Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Republica» στις 30-10-2004.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 26/11/2004

2 σχόλια:

Μαύρος Γάτος είπε...

Καλημέρα

Α-ον, σωστός ο παραλληλισμός της αποδοχής της ομοφυλοφιλίας με την αληθινή δημοκρατία, αν και κάπως περιοριστικός δηλ ναι μεν, αλλά μεταξύ τόσο πολλών άλλων, που δεν έχει σχεδόν νόημα μια τέτοια δήλωση. Δηλαδή, ναι μεν η αποδοχή της ομοφ είναι δημοκρατιΚΗ, αλλά η δημοκρατία ΔΕΝ είναι η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας, όπως σχεδόν υπονοείται στο άρθρο, είναι μια έννοια ασύγκριτα ευρύτερη.

Β-ον, διαφωνώ ότι ο έρωτας μεταξύ ανδρών είναι η ομοφυλοφιλία. Ο "έρωτας" μεταξύ ανδρών λέγεται ΦΙΛΙΑ. Το σεξ μεταξύ ανδρών, αυτό είναι η οπμοφυλοφιλία. Η σκέψη μου αυτή δεν απαξιώνει την ομοφυλοφιλία, αλλά πρέπει να βάζουμε και τα πράγματα στη θέση τους. Και με την τέχνη μπορείς να είσαι "ερωτευμένος", και με μια πόλη, και με ένα ζώο, αλλά δεν κάνεις ΄σεξ μαζί του. Ελπίζω να έγινε καθαρή η θέση μου.

Καλημέρα ξανά

Σ;))))

erva_cidreira είπε...

Η βαθμός της θεσμικής αποδοχής της ομοφυλοφιλίας θα μπορούσε να είναι ένα από τα κριτήρια της δημοκρατικότητας ενός καθεστώτος.
Ο έλληνικός όρος ομοφυλοφιλία δεν είναι μεταφραστικά ισοδύναμος του homosexuality, κι αυτό είναι κάτι που συχνά οδηγεί σε παρερμηνείες. Όμως ακριβώς το τρίτο συνθετικό του τον κάνει νοηματικά πλουσιότερο, αφού μπορεί να περιλάβει ένα μεγάλο φάσμα σχέσεων μεταξύ ομοφύλων, από την ομοκοινωνικότητα μέχρι τον ομοερωτισμό και τη συναισθηματική συντροφικότητα.
Ποιος στ'αλήθεια μπορεί να πει με σιγουριά πού τελειώνει η μια μορφή σχέσης και που αρχίζει η άλλη;