1.2.06

ΑΓΑΠΙΟΝΤΟΥΣΑΝ

ΑΓΑΠΙΟΝΤΟΥΣΑΝ
.
Υπέφεραν από το φως, χείλη μελανιασμένα το ξημέρωμα
χείλη που έβγαιναν από τη σκληρή νύχτα
χείλη σκισμένα, αίμα, αίμα από πού;
Αγαπιόντουσαν μέσα σε καραβίσια κλίνη, μισή σκοτάδι, μισή φως.
.
Αγαπιόντουσαν όπως τα άνθη αγαπούν τα άγρια αγκάθια
και αυτή την απαλή ανοιχτοκίτρινη ρητίνη,
όταν τα πρόσωπα στρέφονται μελαγχολικά,
ηλιοτρόπια του φεγγαριού που λάμπουν καθώς δέχονται εκείνο το φιλί.
.
Αγαπιόντουσαν τη νύχτα όταν τα υποχθόνια σκυλιά
γαυγίζουν κάτω απ’ τη γη και τεντώνονται οι κοιλάδες
όπως αρχαίες ραχοκοκαλιές που νιώθουν ότι φτιάνονται και πάλι:
χάδι, μετάξι, χέρι, φεγγάρι που φτάνει ως εδώ και αγγίζει.
.
Αγαπιόντουσαν με έρωτα ανάμεσα στην αυγή,
ανάμεσα στις σκληρές κλειστές πέτρες της νύχτας,
σκληρές σαν κορμιά που πάγωσαν από τις ώρες,
σκληρές σαν τα φιλιά μόνο δόντια με δόντια.
.
Αγαπιόντουσαν ημέρα, ακτή που όλο και απλωνόταν,
κύματα που το χάδι τους από τα πόδια έφτανε μέχρι τους μηρούς,
σώματα που σηκώνονται από τη γη και καθώς επιπλέουν…
Αγαπιόντουσαν τη μέρα πάνω στη θάλασσα, κάτω από τον ουρανό.
.
Τέλειο μεσημέρι, αγαπιόντουσαν τόσο βαθιά,
θάλασσα σαν πέλαγος ανοιχτή, και νέα, απέραντη στοργή,
μοναξιά του ζωντανού, μακρινοί ορίζοντες
δεμένοι σαν κορμιά σε μοναξιά που άδει.
.
Καθώς αγαπιόντουσαν… Αγαπιόντουσαν σαν την διάφανη σελήνη,
σαν εκείνη τη διαυγή θάλασσα που αγγίζει αυτό το πρόσωπο,
γλυκιά έκλειψη του νερού, σκοτεινιασμένα μάγουλα,
όπου τα κόκκινα ψάρια πηγαινοέρχονται δίχως μουσική.
.
Μέρα, νύχτα, δύσεις, αυγές, διαστήματα,
κύματα νέα, παλιά, φευγαλέα, διαρκή,
θαλασσα ή στεριά, καράβι, κλίνη, φτερό, κρύσταλλο,
μέταλλο, μουσική, χείλος, σιωπή, φυτό,
κόσμος, ηρεμία, το σχήμα του. Αγαπιόντουσαν, μάθετέ το.
.
Vicente Aleixandre \ Ισπανία
Μετάφραση: Bερονίκη Δαλακούρα
.
(Αναδημοσίευση από το λογοτεχνικό περιοδικό Η Λέξη,τ.180, Απρ.2004)

Δεν υπάρχουν σχόλια: