.
Ύστερα πήγε στη βιβλιοθήκη, πήρε το Συμπόσιο του Πλάτωνος και άρχισε να μου διαβάζει εκείνο το μαυλιστικό, το τερψίθυμο, το αλληλουάριον του έρωτος. Μα δεν είχε έρθει ακόμη ο καιρός να αναφωνήσω: «Θείω καλυφθείς ο βραδύγλωσσος γνόφω». Κι όμως ήταν κοντά, πολύ κοντά ο ερχομός του υπνωτιστού, αφυπνιστού, πνευματιστού και νοομάντου. Τριγυρνούσε εκεί, έξω από το σπίτι, ως διοπτήρ και τσακάλι μαύρο, πεινασμένο, δνοφερός, δυσώνυμος, δύσμορος, λάμνια της πορνείας, φρέαρ του φόβου, βοσκός με τη μαγκούρα του υψωμένη για να σαλαγίσει την αθωότητα μου και να την κλείσει οριστικά μες στο μαντρί του, ο Χρίστος Κρημνιώτης.
Η έκδοση του Συμποσίου που μου διάβασε ο θείος μου ήταν σε εισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις του Ιωάννου Συκουτρή, που είχε πρόσφατα κυκλοφορήσει. Βρισκόταν τότε σε έξαρση ο σάλος που είχε ξεσπάσει από την αποκάλυψη της αδυναμίας που έτρεφαν οι πρόγονοί μας για τον παιδικό έρωτα -διάβαζε παιδεραστία- και την αποδοχή του, την όχι ιδιαίτερα καλυμμένη, από την πλευρά του φιλολόγου. Οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες, Ακαδημία, Τύπος, φιλολογικοί κύκλοι, σύλλογοι, ξέσπασαν σε υβριστικές και απίθανης λασπολογίας επιστολές, άρθρα, ομιλίες, συγκεντρώσεις. Όλη η Αθήνα της σκόνης και της λάσπης, της ερημιάς και της αμβλύνοιας, οι Homo Habilis και οι Homo erectus, που μόλις είχαν υιοθετήσει την όρθια στάση, οι ορνεοκέφαλοι και φαιόνοες, κραδαίνοντας αλογίσια κατωσάγονα, επιδεικνύοντας τις βλαχοψωλές τους ως εχέγγυα υπεράσπισης των ελληνοχριστιανικών Ιδεωδών και βρυχώμενοι επίθετα από το λεξικό των δεινοσαύρων, επιτέθηκαν σ' εκείνο τον ανυπεράσπιστο ιδιοφυή φιλόλογο και τον έσπρωξαν -καρδιακόν όντα-, ν' ανέβει τρέχοντας τη δολοφονική ανηφοριά του Ακροκόρινθου. Δεν ήταν αυτοκτονία, ήταν εκτέλεση.
Η ανάγνωση του Συμποσίου κράτησε όλον τον Ιούνιο και τον Ιούλιο. Ο Φαίδρος, που ακολούθησε, εξάντλησε τον Αύγουστο, και περίμεναν στη σειρά: η Μούσα παιδική της Παλατινής βιβλιοθήκης, ο Ερωτικός του Πλουτάρχου και τα παράδοξα ποιήματα του Καβάφη, που είχαν κυκλοφορήσει εκείνη τη χρονιά, συγκεντρωμένα για πρώτη φορά σε τόμο.
Ο Πάρης είχε διακρίνει τη χρυσαλλίδα και θέρμαινε το κουκούλι για τη μεταμόρφωση. Όμως δεν είχε έρθει ο καιρός μου, που, αντί πολλών πόνων σμικρά απολαύσαι, και σαν ακόλαστος ίππος, εμμανής ων, ούτε νυκτός δύναμαι καθεύδειν ούτε μεθ' ημέραν, αλλά με σφοδρή ταραχή της ψυχής και διαθέσιμο νου, γοητευμένος, άκουγα σαν επίκλητος, τις συζητήσεις εκείνων των μεθυόντων από κρασί και έρωτα. Είδα τη μυθική είσοδο του Αλκιβιάδη στην αίθουσα συμποσίου του Αγάθωνος, στεφανωμένος μ' έναν στέφανον πυκνόν από κισσόν και μενεξέδες, με πλήθος ταινίες στα μαλλιά, και ακολούθησα τον περίπατο Σωκράτη και Φαίδρου μέσα στην ηλιόλουστη λεπτόγεω Αττική, έως εκεί όπου υψηλοτάτη πλάτανος πλάι στον Ιλισσό και κάτωθέ της σκιά και αεράκι μέτριο και χορτάρι για να ξαπλώσουν. Ω, πώς η μικρή ψυχή μου, τρέμοντας, επέστρεφε στα χρόνια εκείνα των αγαλμάτων, έμπαινε στα βαλανεία και τα γυμναστήρια των γυμνών σωμάτων, αθώα και θαυμαστική, ανυπόδητη και περιδεής, εμπρός στο Ιερό του Λόγου και του Έρωτος, και πόσο μακριά ήσαν ακόμη τα χρόνια της τρέλας και της απόγνωσης που θ' ακολουθούσαν και θα με μεταμόρφωναν σε θηρευτή σωμάτων συμπεφορημένων, κρατεραύχων, βραχυτράχηλων, μελάγχρων, ύφαιμων, ύβρεως και αλαζονείας εταίρων, στρατιά θεών τε και δαιμόνων, κι εγώ μια ξεφωνημένη τσούλα, μια ξεφωνημένη Θαΐς, Λαΐς, Φρύνη και Μαγδαληνή να ονειρεύομαι μια κάμαρη πλάι σε στρατόπεδο νεοσυλλέκτων, νυχθημερόν μπρούμυτα ή γονατισμένος, ξοδεύοντας νύχτες και νύχτες σε παρακλαυσίθυρες αγρυπνίες, έξω από το σπίτι ενός τριχωτού αχθοφόρου, για να με λυπηθεί και να μ’ αφήσει να πέσω στα πόδια του να τον προσκυνήσω κι ύστερα να του κατασπαράξω το θηριώδες και άπλυτο καυλί του.
…
Γιώργος Μιχαηλίδης: Η μύηση (Καστανιώτης, 2000)
Ύστερα πήγε στη βιβλιοθήκη, πήρε το Συμπόσιο του Πλάτωνος και άρχισε να μου διαβάζει εκείνο το μαυλιστικό, το τερψίθυμο, το αλληλουάριον του έρωτος. Μα δεν είχε έρθει ακόμη ο καιρός να αναφωνήσω: «Θείω καλυφθείς ο βραδύγλωσσος γνόφω». Κι όμως ήταν κοντά, πολύ κοντά ο ερχομός του υπνωτιστού, αφυπνιστού, πνευματιστού και νοομάντου. Τριγυρνούσε εκεί, έξω από το σπίτι, ως διοπτήρ και τσακάλι μαύρο, πεινασμένο, δνοφερός, δυσώνυμος, δύσμορος, λάμνια της πορνείας, φρέαρ του φόβου, βοσκός με τη μαγκούρα του υψωμένη για να σαλαγίσει την αθωότητα μου και να την κλείσει οριστικά μες στο μαντρί του, ο Χρίστος Κρημνιώτης.
Η έκδοση του Συμποσίου που μου διάβασε ο θείος μου ήταν σε εισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις του Ιωάννου Συκουτρή, που είχε πρόσφατα κυκλοφορήσει. Βρισκόταν τότε σε έξαρση ο σάλος που είχε ξεσπάσει από την αποκάλυψη της αδυναμίας που έτρεφαν οι πρόγονοί μας για τον παιδικό έρωτα -διάβαζε παιδεραστία- και την αποδοχή του, την όχι ιδιαίτερα καλυμμένη, από την πλευρά του φιλολόγου. Οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες, Ακαδημία, Τύπος, φιλολογικοί κύκλοι, σύλλογοι, ξέσπασαν σε υβριστικές και απίθανης λασπολογίας επιστολές, άρθρα, ομιλίες, συγκεντρώσεις. Όλη η Αθήνα της σκόνης και της λάσπης, της ερημιάς και της αμβλύνοιας, οι Homo Habilis και οι Homo erectus, που μόλις είχαν υιοθετήσει την όρθια στάση, οι ορνεοκέφαλοι και φαιόνοες, κραδαίνοντας αλογίσια κατωσάγονα, επιδεικνύοντας τις βλαχοψωλές τους ως εχέγγυα υπεράσπισης των ελληνοχριστιανικών Ιδεωδών και βρυχώμενοι επίθετα από το λεξικό των δεινοσαύρων, επιτέθηκαν σ' εκείνο τον ανυπεράσπιστο ιδιοφυή φιλόλογο και τον έσπρωξαν -καρδιακόν όντα-, ν' ανέβει τρέχοντας τη δολοφονική ανηφοριά του Ακροκόρινθου. Δεν ήταν αυτοκτονία, ήταν εκτέλεση.
Η ανάγνωση του Συμποσίου κράτησε όλον τον Ιούνιο και τον Ιούλιο. Ο Φαίδρος, που ακολούθησε, εξάντλησε τον Αύγουστο, και περίμεναν στη σειρά: η Μούσα παιδική της Παλατινής βιβλιοθήκης, ο Ερωτικός του Πλουτάρχου και τα παράδοξα ποιήματα του Καβάφη, που είχαν κυκλοφορήσει εκείνη τη χρονιά, συγκεντρωμένα για πρώτη φορά σε τόμο.
Ο Πάρης είχε διακρίνει τη χρυσαλλίδα και θέρμαινε το κουκούλι για τη μεταμόρφωση. Όμως δεν είχε έρθει ο καιρός μου, που, αντί πολλών πόνων σμικρά απολαύσαι, και σαν ακόλαστος ίππος, εμμανής ων, ούτε νυκτός δύναμαι καθεύδειν ούτε μεθ' ημέραν, αλλά με σφοδρή ταραχή της ψυχής και διαθέσιμο νου, γοητευμένος, άκουγα σαν επίκλητος, τις συζητήσεις εκείνων των μεθυόντων από κρασί και έρωτα. Είδα τη μυθική είσοδο του Αλκιβιάδη στην αίθουσα συμποσίου του Αγάθωνος, στεφανωμένος μ' έναν στέφανον πυκνόν από κισσόν και μενεξέδες, με πλήθος ταινίες στα μαλλιά, και ακολούθησα τον περίπατο Σωκράτη και Φαίδρου μέσα στην ηλιόλουστη λεπτόγεω Αττική, έως εκεί όπου υψηλοτάτη πλάτανος πλάι στον Ιλισσό και κάτωθέ της σκιά και αεράκι μέτριο και χορτάρι για να ξαπλώσουν. Ω, πώς η μικρή ψυχή μου, τρέμοντας, επέστρεφε στα χρόνια εκείνα των αγαλμάτων, έμπαινε στα βαλανεία και τα γυμναστήρια των γυμνών σωμάτων, αθώα και θαυμαστική, ανυπόδητη και περιδεής, εμπρός στο Ιερό του Λόγου και του Έρωτος, και πόσο μακριά ήσαν ακόμη τα χρόνια της τρέλας και της απόγνωσης που θ' ακολουθούσαν και θα με μεταμόρφωναν σε θηρευτή σωμάτων συμπεφορημένων, κρατεραύχων, βραχυτράχηλων, μελάγχρων, ύφαιμων, ύβρεως και αλαζονείας εταίρων, στρατιά θεών τε και δαιμόνων, κι εγώ μια ξεφωνημένη τσούλα, μια ξεφωνημένη Θαΐς, Λαΐς, Φρύνη και Μαγδαληνή να ονειρεύομαι μια κάμαρη πλάι σε στρατόπεδο νεοσυλλέκτων, νυχθημερόν μπρούμυτα ή γονατισμένος, ξοδεύοντας νύχτες και νύχτες σε παρακλαυσίθυρες αγρυπνίες, έξω από το σπίτι ενός τριχωτού αχθοφόρου, για να με λυπηθεί και να μ’ αφήσει να πέσω στα πόδια του να τον προσκυνήσω κι ύστερα να του κατασπαράξω το θηριώδες και άπλυτο καυλί του.
…
Γιώργος Μιχαηλίδης: Η μύηση (Καστανιώτης, 2000)