A. O μικρός Kωνσταντίνος Kαβάφης, σε ηλικία 2 ετών, ανάμεσα στους αδελφούς του Tζων (αριστερά) και Παύλο (δεξιά).
H χρονολογία στη φωτογραφία γραμμένη με το χέρι του ποιητή.
B. O Kωνσταντίνος Kαβάφης, σε φωτογραφία βγαλμένη στην Aλεξάνδρεια,
πιθανώς το 1890. (kavafis.gr)
.
«Ήμουν έξη ετών όταν έχασα τον πατέρα μου και εγκαταλείψαμε το Κάιρο για την Αλεξάνδρεια. Μέχρι τότε δεν είχα γνωρίσει την οικογένεια του πατέρα μου. Μόνο μια εικόνα αφηρημένη διατηρούσα που παρίστανε Χριστούγεννα με δώρα, που μου έρχονταν από την Αλεξάνδρεια. Μεγάλες κούκλες και ζώα από βελούδο.
Όταν ήρθα να ζήσω στην Αλεξάνδρεια με την οικογένεια της μητέρας μου, την οικογένεια Βούρου, σχετίστηκα με την οικογένεια Καβάφη, που έμενε σε μια πολυκατοικία απέναντι από την πολυκατοικία του Βούρου κοντά στην ελληνική Λέσχη. Οι τέσσερεις αδελφοί του πατέρα μου ζούσαν εκεί. Στις αρχές αντάμωνα τον θείο μου τον Παύλο, τον πιο κοσμικό από τους Καβάφη, που μ' έβγαζε περίπατο με το αμάξι του και που μου παράγγελνε ακριβά φορέματα στον οίκο Chalons. Υστερα ένας-ένας έρχονταν και οι άλλοι μου θείοι και εντελώς τελευταίος, ο Κωνσταντίνος, με μαλλιά ορθωμένα και ανακατεμένα μ' ένα φύλλο χαρτί στο χέρι, πάρα πολύ ανήσυχος, σπεύδοντας προς το θείο μου τον John, για να του ζητήσει κάποια πληροφορία ή καμμιά λέξη που του διέφευγε. Μετά από ένα πολύ σύντομο κουβεντολόι γύριζε στο δωμάτιό του, όπου κανένας δεν είχε πια το δικαίωμα να τον ενοχλήσει. Αργότερα η οικογένεια διασκορπίστηκε και ξαναβρήκα το θείο Κωνσταντίνο σ' ένα διαμέρισμα της οδού Lepsius. Ο θείος μου Αλέξανδρος είχε παντρευτεί. Ο θείος μου ο John είχε εγκατασταθεί αλλού. Ο θείος μου ο Παύλος έφυγε για τη Γαλλία όπου και πέθανε. Η μητέρα μου κι εγώ είχαμε τη συνήθεια να πηγαίνουμε μια φορά την εβδομάδα στην οδό Lepsius. Είχα μεγαλώσει και πήγαινα στο Κολλέγιο Καλογραιών της Σιών. Ο θείος Κωνσταντίνος συνδέθηκε μαζί μου τόσο, όσο ο χαρακτήρας του του το επέτρεπε. Γεροντοπαλλίκαρο ήταν· κατά βάθος εγωιστής, αλλά του άρεσε να μακρηγορεί, να μου κάνει σχεδόν διαλέξεις για τους Πέρσες, για τους Σελευκίδες, για τον Κύρο, για τον Μ. Αλέξανδρο και για το Βυζάντιο. Γιατί οι Καβάφηδες έλεγαν πως ήσαν Βυζαντινοί και πάνω στο θυρεό τους, που παρίστανε μια περικεφαλαία μ' ένα σταυρό στην κορφή της διάβαζε κανείς αυτό το έμβλημα: «Για το Χριστό και για τον Καίσαρα». Με μας, δηλαδή για την οικογένειά του, ο θείος Κωνσταντίνος ήταν ένας αριστοκράτης λιγάκι σνομπ. Είχε φίλους μεταξύ των καλύτερων οικογενειών της Αλεξάνδρειας του κύκλου της οικογένειας Βούρου, Ροδοκανάκη, Ράλλη, Σκυλίτση, αλλά του άρεσε πολύ να μιλά και για τους δικούς του συγγενείς, για τη θεία του Σεβαστή Verhage De Neuilleres, για τη θεία του, κυρία Galinus, για την ξαδέρφη του κυρία Suard, όλες παντρεμένες με Βέλγους και Γάλλους διπλωμάτες. Αγαπούσε τον κόσμο αλλά όχι και πολύ. Δε μιλούσε ποτέ για το έργο του, ούτε για λογοτεχνία μπροστά μας. Μια μόνο φορά μου είπε: «Θα γράψεις για μένα» αλλά δεν είχα καταλάβει τότε πάνω σε ποιο θέμα, θα έγραφα για το άτομό του.
Οπως όλοι οι Καβάφη είχε μεγάλη εκτίμηση στην οικογένεια της μητέρας μου. Αλλ' ο θείος Κωνσταντίνος μπορούσε ξαφνικά ν' αλλάζει έκφραση στον ερχομό κάποιου νεαρού διανοούμενου, που δεν ανήκε στην κοινωνία της Αλεξάνδρειας. Η αλλαγή ήταν πλήρης και καταπληκτική - τόσο που γινότανε αγνώριστος. Στα ξαφνικά είχες μπροστά σου έναν άνθρωπο απλό, ολότελα ξένο προς το Βυζάντιο και τα περασμένα μεγαλεία της οικογένειάς του. Τα ποτά εναλλάσσονταν ανάλογα με τον επισκέπτη, ούζο, ουϊσκυ, ορεκτικά, ανάλογα με το βαθμό της φιλίας...και τις μελλοντικές δυνατότητες...Διότι ο Κωνσταντίνος Καβάφης ήξερε να προμαντεύει το μέλλον και τις πιθανότητες των εξυπηρετήσεων που μπορούσε να ελπίζει. Ηταν ένας άνθρωπος τεράστιας καλλιέργειας, μεγάλης οξύνοιας αλλά φιλόδοξος. Αγαπούσε το χρήμα και τη δόξα. Κι αυτή είναι η αιτία της διχόνοιας που επήλθε μεταξύ μας κατά το άνοιγμα της διαθήκης του John, όταν είδε πώς αυτός θα έμενε έξω από την περιουσία των αδελφών του. Ηλθε στο σπίτι μου, για να μου πει ότι ο John τον είχε αποκληρώσει. Του απάντησα ότι δεν ήμουν υπεύθυνη γι' αυτό εγώ. Και πρόσθεσε: «Φύλαξε καλά αυτή την περιουσία γιατί άλλην δεν πρόκειται πια να πάρεις». Του απάντησα πώς «ούτε και περιμένω». Οταν αρραβωνιάστηκα, ήρθε να με δει και η ματαιοδοξία του μου φάνηκε πολύ ικανοποιημένη, αλλά οι σχέσεις μας παρέμειναν ψυχρές.
Υστερα, εγκατέλειψα την Αίγυπτο και δεν τον ξαναείδα πια. Από τότε το άστρο του όλο και μεγάλωνε. Αλλά όταν στο Λονδίνο ανάφερα στην ξαδέλφη μου Kitty Jonidis, το γένος Καβάφη για τη δόξα του Κωνσταντίνου. -Δεν είχε ποτέ ακούσει να γίνεται λόγος γι' αυτήν - και πιασμένη στο πλέγμα της ζωής εντελώς αγγλικής δεν είχε ενδιαφερθεί γι' αυτήν. Παρ' όλους τους στενούς δεσμούς που μας είχαν ενώσει, ο θείος Κωνσταντίνος δεν είχε ποτέ υποδείξει στη μητέρα μου πώς θά 'πρεπε να μάθω ελληνικά. Μιλούσαμε συνήθως αγγλικά ή γαλλικά.
Επειδή ο παππούς μου προτίμησε την αγγλική υπηκοότητα και ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στο Liverpool είμαστε γι' αυτό το λόγο και Βρεταννοί υπήκοοι. Η Αίγυπτος τότε ήταν ένα φορτηγό βαγόνι με Ελληνες, Ισραηλίτες, Αγγλους, Γάλλους, Ιταλούς, Λιβανέζους και όλες αυτές οι εθνικότητες αναμιγνύονταν και είχανε στενές σχέσεις. Η μόνη οδυνηρή ανάμνηση που μού 'μεινε από το θείο Κωνσταντίνο ήταν οι εκνευρισμοί του. Με την παραμικρότερη αφορμή στην πιο ασήμαντη αντίθεση. Τα κατσαρά του μαλλιά ορθώνονταν πάνω στο κεφάλι του ενώ εξοργισμένος με μεγάλα βήματα διέσχιζε το δωμάτιο πάνω-κάτω φωνάζοντας από θυμό. Το διαμέρισμά του επί της οδού Lepsius ήταν ξεκουραστικό. Μου άρεσε να φυλλομετρώ τα βιβλία της βιβλιοθήκης - που αρνιόταν να μου τα δανείσει. Μου άρεσε ο φωτισμός με τα κεριά ή τις λάμπες, μου άρεσαν εκείνα τα παλιά έπιπλα, λείψανα μιας περασμένης εποχής από εξαφανισμένες υπάρξεις. Μια ζεστή ατμόσφαιρα με περιτριγύριζε μόλις πατούσα στο κατώφλι της πόρτας. Οι θόρυβοι της πόλης γίνονταν μακρινοί. Η Αλεξάνδρεια έσβηνε.
Δε μου φαινόταν εκκεντρικός. Ντυνόταν σοβαρά. Συμπεριφερόταν με άνεση. Εύρισκα πως και το ύφος του και η όλη στάση του ήταν ενός αριστοκράτη. Οι αδυναμίες του; Εζησα σε μια εποχή -στο τέλος της Βικτωριανής εποχής- όπου δεν τις κουβεντιάζουν. Επεβάλλετο να τις αγνοούμε. Μόνο αργότερα πήρα συνείδηση αυτών των πραγμάτων.
Τώρα πια ποιος ενοχλείται απ' αυτά; Οι πρόοδοι της επιστήμης και του ατομικισμού, η ανεξαρτησία της σκέψης, δεν ήταν δυνατό να μην επηρεάσουν το γενικό τρόπο της σκέψης μας και του κριτηρίου μας.
Αυτό που δεν τολμούσε κανείς να πει άλλοτε, τώρα το λέει ελεύθερα. Αυτό που ψιθύριζαν πίσω από μια βεντάλια, τώρα το διακηρύσσουν ανοικτά. «Οι καιροί άλλαξαν» αναστενάζουν οι ηλικιωμένοι. Ελευθερώθηκαν από τα συμπλέγματα οι νέοι. Πώς θα αντιδρούσε σήμερα ο Κωνσταντίνος Καβάφης; Γνωρίζοντάς τον βαθιά πιστεύω, ότι θα έμενε αδιάφορος προς αυτήν την αλλαγή. Δεν θ' απελευθερωνόταν από τις αρχές του και από τον αυστηρό καθωσπρεπισμό του. Ηταν εξάλλου από τότε ένας πρόδρομος εν μέρει είπα, και ήταν αλήθεια, ότι το συμφέρον του τον οδηγούσε, αλλά ίσως να προαισθανόταν αυτή την αλλαγή των καιρών, ένα καινούργιο τρόπο ζωής και αντιλήψεων, αυτή την επιμιξία των τάξεων.
Εχοντας ζήσει σε μια εποχή ταξικών διακρίσεων δεν μπορούσε παρά να την λογαριάζει, αλλά δεν κλεινόταν μέσα σ' αυτήν. Εμενε εντελώς ανεξάρτητος. Εκτιμούσε την ανάδειξη των άξιων ανθρώπων ανεξάρτητα από την τάξη που προέρχονταν και σ' αυτό το μέλλον, που το αισθανόταν πολύ κοντινό, επιθυμούσε να αναγνωρισθεί και να εκτιμηθεί.
Ο θάνατός του με βύθισε στη θλίψη μέσα στο ηλιόλουστο φως του Biarritz, μέσα στην ατμόσφαιρα της πολυτέλειας. Μες στην κομψή λουτρόπολη πληροφορήθηκα το θάνατό του τον οδυνηρό κάτω από το μακρινό ουρανό της Αιγύπτου. Εμαθα την αργή επιθανάτια αγωνία του, και το φριχτό του φόβο για το θάνατο που τον βασάνιζε. Και συλλογίστηκα τον άνθρωπο που είχε γράψει τη Σατραπεία και που κανένας ίσως δεν τον ένιωσε. Και συλλογιζόμουν τους στίχους από την Ιθάκη, από τις Θερμοπύλες που τραγουδούσαν μες στη μνήμη μου, και σκεπτόμουν, πόσο πρέπει κανείς ν' αντιλαμβάνεται και να συγχωρεί για τις αδυναμίες τους, αυτούς που νιώσαν να περνούν μέσα τους, τέτοιες υψηλές σκέψεις και τέτοιες θανάσιμες αγωνίες... »
Χαρίκλεια Valieri-Καβάφη
[«Οδός Πανός», Τεύχος 9, Απρίλιος-Ιούνιος 1983 (cavafis.compupress.gr)]
.