LOUIS EDOUARD: ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΤΥ ΜΠΕΛΓΚΕΛ
Ο Εντύ Μπελγκέλ μεγαλώνει σε ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο κόσμος του, το χωριό, το σχολείο, η οικογένεια, είναι ένας κόσμος βίας, εκφοβισμού και αποκλεισμού, που ο Εντύ βιώνει ακόμη πιο τραυματικά επειδή είναι διαφορετικός. Ο Εντουάρ Λουί κατορθώνει, με μια φορτισμένη και βίαιη αφήγηση, που αμφισβητεί τα όρια αυτοβιογραφίας και ρεαλισμού, να αναμετρηθεί με το περιβάλλον που τον διέπλασε, με το παρελθόν που τον στιγμάτισε. Το "Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ" φέρνει στην επιφάνεια όσα η λογοτεχνία επιμένει να απωθεί.«Στην πραγματικότητα, η εξέγερση ενάντια στους γονείς μου, ενάντια στη φτώχεια, ενάντια στην κοινωνική μου τάξη, το ρατσισμό της, τη βία της, τις συνήθειές της, ήρθε απλώς δεύτερη. Γιατί πριν εξεγερθώ εγώ ενάντια στον κόσμο της παιδικής μου ηλικίας, ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας εξεγέρθηκε εναντίον μου. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να φύγω. Αυτό το βιβλίο είναι μια προσπάθεια να καταλάβω.» (Ε.Λ.) (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
2 σχόλια:
Ο 25χρονος συγγραφέας που θέλει να ντροπιάσει τον Μακρόν
Μητροπούλου Ειρήνη (A.GR)
«Μακρόν, γράφω για να σε ντροπιάσω. Γράφω για να δώσω όπλα σε εκείνους που σε πολεμούν». Τάδε έφη Εντουάρ Λουί (πραγματικό όνομα Εντί Μπελγκέλ), ένας 25χρονος λευκός, ομοφυλόφιλος συγγραφέας, που έχει γίνει ο πιο μαχητικός, και ίσως ο πιο αμφιλεγόμενος, υπέρμαχος της εργατικής τάξης στη Γαλλία σήμερα.
Στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο «Qui a tué mon père» («Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», εκδ. Seuil), ο Εντί τα βάζει με τον σοσιαλ-φιλελεύθερο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, κατηγορώντας τον για «πολιτική βία εναντίον των φτωχών».
Γράφοντας καθαρόαιμη πολιτική λογοτεχνία – για την εργατική τάξη και τις μειονότητες, την ταξική καταγωγή, τον ρατσισμό, την ομοφοβία, την ξενοφοβία και τον σεξισμό – με αυτοβιογραφικές αναφορές, ο Εντί ταράζει πάλι τα νερά, με ιδέες που προκαλούν δημόσια συζήτηση και διαμάχες.
«Υπάρχει μια πολιτική βία προς τους φτωχούς, η οποία υπήρχε από τον θατσερισμό και επιστρέφει σήμερα» με ηγέτες όπως ο Τραμπ στις ΗΠΑ και ο Μακρόν στη Γαλλία, είπε σε συνέντευξή του, εξισώνοντας τους προέδρους της Γαλλίας και της Αμερικής με έναν τρόπο που είναι τώρα της μόδας στη γαλλική Αριστερά.
«Σε μια πολιτική στιγμή που χαρακτηρίζεται από τη λαϊκίστικη οργή, ο Λουί θέλει να πάρει εκδίκηση για έναν πληθυσμό που λέει ότι έχει εγκαταλειφθεί από τους πολιτικούς του συστήματος. Και προσπαθεί να ξεκινήσει μια επανάσταση ταξικής συνείδησης σε μια χώρα που παραμένει ένα από τα πιο υπερήφανα κράτη Πρόνοιας της Ευρώπης» γράφει η «Washington Post».
Το πολιτικό κατεστημένο στο στόχαστρο
Πράγματι, στις 85 σελίδες τού «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», ο Λουί βάζει στο στόχαστρο τον Μακρόν και ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο της Γαλλίας.
Ο εργάτης πατέρας του δεν είναι στην πραγματικότητα νεκρός, αλλά έχει ζήσει πολύ δύσκολα – έμεινε ανάπηρος μετά από ατύχημα το 2000, αναγκάστηκε να φύγει από το εργοστάσιο όπου δούλευε και να γίνει οδοκαθαριστής. Δεν υπάρχει ερωτηματικό στο τέλος του τίτλου του βιβλίου, διότι για τον Λουί δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ποιος ευθύνεται για τον σωματικό πόνο και τα βάσανα της φτώχειας.
Ο (δεξιός) πρόεδρος Ζακ Σιράκ, γράφει ο Λουί, κατέστρεψε τα σωθικά σου, πατέρα μου, «επειδή η πολιτική του στα μέσα της δεκαετίας του 2000 αύξησε την τιμή ορισμένων φαρμάκων που χρειαζόσουν».
Συνεχίζοντας να απευθύνεται στον μπαμπά του, ο Λουί γράφει ότι ο (επίσης δεξιός πρόεδρος) Νικολά Σαρκοζί «έσπασε την πλάτη σου, μπαμπά, επειδή έκοψε κοινωνικά επιδόματα, αναγκάζοντάς σε, αν και ήσουν άρρωστος, να αρχίσεις πάλι να δουλεύεις. Και ο Μακρόν πήρε την μπουκιά από το στόμα σου, μειώνοντας (κατά 5 ευρώ τον μήνα), τα κοινωνικά επιδόματα για τους πιο φτωχούς».
«Η ιστορία του κορμιού σου, μπαμπά, είναι η ιστορία αυτών των ονομάτων που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον για να το καταστρέψουν» γράφει κοντά στο τέλος του βιβλίου ο Λουί.
Γιατί ο μπαμπάς ψηφίζει Λεπέν
Πιο αμφιλεγόμενη (ακόμη και για πάρα πολλούς στη γαλλική Αριστερά) είναι η ερμηνεία που δίνει ο Λουί για το γεγονός ότι ο πατέρας του ψηφίζει την Ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν.
Για να εξηγήσει γιατί τόσο πολλοί στην εργατική τάξη ψήφισαν εθνο-λαϊκιστές όπως η Λεπέν στη Γαλλία και ο Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, λέει ότι άνθρωποι σαν τον πατέρα του που υποστηρίζουν ακροδεξιά, αντι-μεταναστευτικά κόμματα, δεν θα πρέπει να κατηγορούνται για τις ιδέες τους διότι δεν ευθύνονται για αυτές (!)
«Οι άνθρωποι αναζητούν λόγους και λόγια για να εξηγήσουν τα βάσανά τους» είπε ο Λουί. «Αν ο πατέρας μου είναι ρατσιστής, αυτό είναι το σφάλμα του Μακρόν, το σφάλμα του (Σοσιαλιστή προέδρου) Ολάντ, το σφάλμα του Σαρκοζί».
Οπως γράφει στο βιβλίο του: «Η ζωή σου, μπαμπά, αποδεικνύει ότι δεν είμαστε αυτό που κάνουμε, αλλά αντίθετα, είμαστε αυτό που δεν έχουμε κάνει, γιατί ο κόσμος ή η κοινωνία μάς έχει εμποδίσει. Οι ετυμηγορίες τους, οι ταμπέλες που μας βάζουν – γκέι, τρανς, γυναίκες, μαύροι, φτωχοί – μας έχουν στερήσει κάποιες ζωές, εμπειρίες και όνειρα».
Του αρέσει να προκαλεί
Πολλοί διαφωνούν μαζί του, αλλά ο Εντί είναι απτόητος. Του αρέσει να προκαλεί, λέει, να ταρακουνάει τις βεβαιότητες των πολλών και να κάνει τους αναγνώστες να σκέφτονται πιο βαθιά.
Το πρώτο του μυθιστόρημα «En finir avec Eddy Bellegueule» («Να τελειώνουμε με τον Εντί Μπελγκέλ») ήταν αυτοβιογραφικό: μιλούσε για ένα αγόρι που μεγάλωσε γκέι και φτωχό στην επαρχία (Βόρεια Γαλλία). Δημοσιεύθηκε το 2014, και τον καθιέρωσε αμέσως ως λογοτεχνική αίσθηση και «παιδί θαύμα» στα 21 του.
Το πραγματικό επώνυμο του Εντί (Μπελγκέλ σημαίνει «ωραίο πρόσωπο» στα γαλλικά) ίσως ταίριαζε καλύτερα από το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Λουί σε ένα όμορφο και θηλυπρεπές αγόρι της εργατικής τάξης, που μεγάλωσε ακούγοντας να τον χλευάζουν για αυτό που ήταν, για την ομοφυλοφιλία του, με ασταμάτητες βρισιές, που όπως γράφει, ήταν χειρότερες από το να σε λένε «άραβα», «εβραίο» ή «μαύρο».
Στο δεύτερο βιβλίο του, την «Ιστορία της βίας», ο Εντί ήταν ακόμη πιο εξομολογητικός: εκεί αφηγείται πώς τον κακοποίησε σεξουαλικά ένας αλγερινός μετανάστης, που τελικά πέρασε 11 μήνες στη φυλακή.
Αλλά ο Εντί διαφωνεί με την άμεση παρόρμηση για τιμωρία, διότι «η βία δεν πρέπει ποτέ να απαντηθεί με μεγαλύτερη βία». Οι φυλακές, όπως είπε, συχνά χειροτερεύουν τα πράγματα: «Δεν λέω να μην κάνεις τίποτα. Δεν το λέω καθόλου αυτό… Λέω απλώς ότι υπάρχουν πιθανώς άλλοι τρόποι από το να κλείσεις ένα ανθρώπινο κορμί μέσα σε ένα κλουβί».
Δημοσίευση σχολίου