Το πρωί, σαν τον θάψαμε, πήγαμε σ' αυτόν τον ψυχρό χώρο όπου οι άνθρωποι πίνουν τον καφέ και το κονιάκ και κουβεντιάζουν για τον καιρό... Λέω του Σάββα, ρε συ, δεν μπορώ, πνίγομαι εδώ μέσα, δεν πάμε για κάνα ούζο στο γιαλό; Ήμουνα πολύ λυπημένος για να τη βγάλω με καφέ και κονιάκ. Μου λέει, εντάξει...
Ήρθανε όλοι οι παλιοί, οι πιο πολλοί ακόμη στο κόμμα, φιλήσυχοι ψηφοφόροι με κοιλίτσες, κλειδιά, άγχη και αυτοκίνητα, που στην Ελλάδα τα παίρνουν μόνο όσοι έχουν πρόβλημα επιβεβαίωσης, δηλαδή Μερσεντές και τα ρέστα. Και πώς να γίνει αλλιώς; Όταν η κοινωνία μια ζωή σ' έχει στη δίαιτα, κάπου θέλεις να τη βγεις... Ε, τα 'πιαμε και γίναμε πατούρα, που λένε. Από την ώρα που αρχίσαμε να ζαλιζόμαστε, άρχισε και η πολιτικοϊδεολογική κουβέντα, που θα 'λεγε κι η καθοδήγηση, και βέβαια δεν υπάρχει πιο φανατικός αντίπαλος για τον κομμουνιστή από τον διαφωνούντα κομμουνιστή. Εγώ ήμουνα πολύ λυπημένος και δεν έπαιρνα μέρος στην κουβέντα η οποία, ως συνήθως, όχι μόνο διάλογος δεν ήταν, αλλά ούτε λόγος. Ήταν ένας πετροπόλεμος με λέξεις που εκτινάσσονταν δεξιά και αριστερά, χωρίς να συγκροτούν ούτε σκέψη ούτε εικόνα... Μόνο όταν πήρε το λόγο ο γιατρός, ο Σάββας, ρε, της κυρα-Αντριάνας ο γιος -ποτέ δεν έμπλεξε μαζί μας, αν και πάντα μας αγαπούσε και μας φρόντιζε, αυτός, όπως έλεγαν, παρέμεινε πάντα «ερωτοαναρχικός», είχε τέτοια λατρεία για το μουνί, που έφαγε τα λυσσακά του κι έγινε γυναικολόγος...
Τέλος, λέει ο Σάββας, μια στιγμή, ρε παιδιά, μπορώ να σας κάνω δυο ερωτήσεις επί της ουσίας, που λένε;... Όλοι σταμάτησαν μια και άνοιγε για πρώτη φορά το στόμα του, και κυρίως γιατί ήταν ουδέτερος. Μου κλείνει το μάτι λοιπόν και λέει, καταρχήν τι θέση παίρνει το κόμμα για τους ομοφυλόφιλους; Λέει ο Λευτέρης, τι σχέση έχει αυτό με τα ιδεολογικά προβλήματα που συζητάμε; Λέει ο Σάββας, πώς δεν έχει. Καταρχήν έχει σχέση με την ελευθερία της ερωτικής επιθυμίας, με την αυτοδιάθεση του κορμιού σου, με το σεβασμό της προσωπικότητας σου... Η απάντηση, απ' αυτούς που είχαν παιδιά αγόρια, ήρθε καταπέλτης: «Ασβεστόλακκο οι κουφάλες». Οι άλλοι είπαν πως μια σοσιαλιστική κοινωνία δεν μπορεί παρά να είναι μια κοινωνία «ηθική»... Λέει ο Σάββας, δηλαδή η κοινωνία που επαγγέλλεστε θα είναι καταπιεστική. -Βέβαια, διότι θα περάσουμε από τη δικτατορία του προλεταριάτου. -Μάλιστα, και αν κάποιοι προλετάριοι είναι ομοφυλόφιλοι, τι θα τους κάνετε; -Μα τι θέλεις τώρα, ρε Σάββα, να ανεχτούμε και τους πούστηδες δηλαδή; -Γιατί, Λευτέρη, αυτοί πώς σας ανέχονται; Ποιος σας είπε ότι εσείς είστε οι ηθικοί και οι άλλοι οι ανήθικοι; Η ερωτική επιθυμία και έκφραση δεν είναι ούτε κομματική ούτε κοινωνική πρακτική, αλλά ατομική επιλογή και επιθυμία...
Βέβαια η συζήτηση δεν πήγαινε πουθενά, και γω γέλαγα κι έλεγα, τώρα όπου να 'ναι θα τον βγάλουν και ομοφυλόφιλο τον Σάββα... Αλλά ο Σάββας, απτόητος, λέει, ακόμα μια ερώτηση: δε μου λέτε, ρε παιδιά, πόσες φορές τη βδομάδα γαμάτε; Γιατί είμαι βέβαιος πως εσείς απλώς γαμάτε, δεν κάνετε έρωτα, γιατί ο έρωτας δεν είναι «χύνω», είναι ένα φανταστικό παιχνίδι αισθήσεων και συναισθημάτων... Πάγωσαν. Ήταν, βλέπεις, όλοι τους αξιοσέβαστα κομματικά μέλη, με ιστορία, και αξιοπρεπείς πολίτες, όπου η αρχή τα εν οίκω μη εν δήμω, όπως και για το σύνολο της κοινωνίας που θέλαν να ανατρέψουν, ήταν το σύνορο της φυλακής τους.
Ένα σύνορο που το περνάει πια μονάχα ο ψυχαναλυτής και ο ψυχίατρος... Την παγωμάρα έσπασε ο Κόρακας, πάντα ειλικρινής και πιο ανοιχτός απ' όλους μας... Εγώ, ρε παιδιά, να σας πω την αλήθεια, χρόνια τώρα, Σάββατο παρά Σάββατο και βάλε, και όπως το λες, Σάββα, ούτε χάδια ούτε χρώματα πια, άντε να τελειώνουμε για να κοιμηθούμε. Πολλές φορές χύνω γιατί σκέφτομαι άλλη γυναίκα κι όχι αυτήν που έχω αγκαλιά, μια γειτόνισσα, μια περαστική από το δρόμο, ίσως κάνει το ίδιο, και η Ελένη, πού να ξέρω, δεν κουβεντιάζουμε ποτέ γι' αυτά τα ζητήματα... Οι άλλοι, αγάλματα θλιμμένα, έβαλαν τις φωνές στον Κόρακα να σκάσει...
Λέει ο Σάββας, καλά, ρε σεις, τι σκατά τον επαναστάτη μού παριστάνετε, όταν για διάφορα πράγματα θυσιάσατε το πιο όμορφο στοιχείο της ζωής και της ανθρώπινης επικοινωνίας, τον έρωτα; Ξέρετε, ρε μαλάκες, ότι ο άνθρωπος από τα δεκατρία του ως τα βαθιά γεράματα, όπως λέει και η επιστήμη, μπορεί να κάνει κάθε μέρα έρωτα; Και γιατί άλλο, αλήθεια, θα την κάνετε την επανάσταση, ρε, αν όχι για να ξαναδώσετε στη ζωή τα δικαιώματα της, να την κάνετε χαρά, παιχνίδι, φαντασία, έρωτα; Πώς τη βλέπετε δηλαδή τη μελλοντική ευτυχία του ανθρώπου με περισσότερα «αγαθά»;
Ξύπνησα αργά στο σπίτι του Σάββα. Έψησε καφέ και γελάγαμε ακόμα με τα μούτρα που κάναν οι σύντροφοι, και κει πάνω μου λέει αν θέλω να πάμε να δούμε τη Μαρία... Αλαφιάστηκα. Του λέω, τη βρήκες, είναι καλά, ζει; Μου λέει, πάμε και θα δεις... Είχα να δω τη Μαρία από τότε που εσύ ήσουν άρρωστος, όταν ετοιμάζαμε την επιχείρηση και μας πήρε έναν έναν στο πατάρι του Κόρακα... Θυμάσαι, την είχανε διαγράψει από την ΕΠΟΝ, γιατί της Μαρίας της άρεζε να κάνει έρωτα και δεν το 'κρυβε. Είχε εκείνα τα μαύρα με μπλε ανταύγειες μάτια σαν ακατέργαστο διαμάντι, και ανάμεσα στα δυο γεμάτα στήθια της, μια μικρή φούντα από μαύρες, σγουρές αλλά και απαλές τρίχες, σαν παλιό κινέζικο μετάξι, που όταν χάιδευες τα βυζιά της, παίζανε σαν ερωτευμένες ορχιδέες. Ε, αφού τη διώξανε από την ΕΠΟΝ, την πήραμε εμείς που δεν είχαμε προβλήματα τέτοιας ηθικής, και κυρίως γιατί η Μαρία ήτανε πολύ καλό παλικάρι και την ξέραμε από μικρή... Από τότε, ρε, φαινότανε πόση αγάπη και σεβασμό είχε για το κορμί της...
Χρόνης Μίσσιος: Χαμογέλα ρε… Τι σου ζητάνε; (γράμματα, 1988)