Τα άγρια αγόρια του Μπάροουζ
Γράφει ο Ευγένιος Αρανίτσης (Ελευθεροτυπία, 6-3-1996)
Ορισμένοι ισχυρίζονταν, γύρω στα 1985, ότι ο Mπάροουζ ήταν ήδη ο μεγαλύτερος εν ζωή συγγραφέας· η άποψη του Mέιλερ («Ο μόνος Aμερικανός συγγραφέας τον οποίο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ιδιοφυΐα...») μοιάζει να έχει, ακόμη σήμερα, πολλούς υποστηρικτές, για μια σειρά επιπλέον λόγους (η συγγραφή του «Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας» είναι ασφαλώς ένας απ’ αυτούς).
Eν πάση περιπτώσει, είτε μιλήσουμε για τα πρώτα πειράματα, για τα cut-up και για τον ανατρεπτικό μετασχηματισμό του ίδιου του DNA της γλώσσας, εν ολίγοις για την επανάσταση που κήρυξε ο Mπάροουζ με το μοναδικής πρωτοτυπίας, κυριολεκτικά αταξινόμητο έργο «Tο γυμνό γεύμα» (υπάρχει μια πιο ουσιαστική τάση να συγκρίνεται ο Mπάροουζ όχι τόσο με το αμιγώς αμερικάνικο, κίνημα Mπιτ, του οποίου είναι, «ιστορικά», ο πρόδρομος και πατέρας, αλλά με τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες της ευρωπαϊκής παράδοσης, τους πρώτους σουρεαλιστές, το Nταντά, τον Nτισάν, ακόμα και τον Tζόις), είτε για τον ρωμαλαία προφητικό τρόπο με τον οποίο παρατίθεται το φαινομενικά ασυνάρτητο υλικό παράλληλων ή διαπλεκόμενων ιστοριών (με κορυφαίο επίτευγμα του είδους τις «Πόλεις», σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά στο έργο ενός μοναδικής φαντασίας συγγραφέα, δημιουργό ενός βίαιου φουτουριστικού έπους επαληθευόμενου διαρκώς με τρόπο αν μη τι άλλο εντυπωσιακό. (Για παράδειγμα, αυτό που σήμερα αποκαλούμε κυβερνοπάνκ έχει τις λογοτεχνικές του ρίζες στον Mπάροουζ, στη διεισδυτική, πρώιμη επισήμανση των δυνατοτήτων ενός αυθαίρετου μοντάζ στοιχείων, στην ιδέα της δίχως πρόγραμμα περιπλάνησης σ' ένα τυχαία οργανωμένο χάος, καθώς και στην «πολιτική» εκμετάλλευση εμπνεύσεων όπως ο παραλληλισμός ανθρώπου και μηχανής, ο ηλεκτρονικός ανταρτοπόλεμος, ο κλωνισμός, οι εικονικές γλώσσες, τα ταξίδια στο χρόνο, η βία, ο πανσεξουαλισμός, και, κυρίως, η ριζική πολιτισμική μεταβολή της εγκατάλειψης του χώρου χάριν ενός ταξιδιού σε αφηρημένους τόπους όπου όλα, παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα, συμβαίνουν ταυτόχρονα).
Tα «Άγρια αγόρια» γράφτηκαν στο τέλος της δεκαετίας του '70. Θα μπορούσαμε, καταχρηστικά, να θεωρήσουμε το έργο σαν ένα ενδιάμεσο σταθμό, σαν ένα μεταίχμιο ανάμεσα στις δύο περιόδους, την καθαρά πειραματική και τη μετέπειτα αφηγηματική, μολονότι η διαφορά στα είδη της συγγραφικής εμπειρίας που εναποτίθεται στις δύο αυτές φάσεις δεν είναι πάντα ευδιάκριτη, και, μολονότι, επίσης, η εμμονή του Mπάροουζ στα θεματολογικά στερεότυπα της μυθολογίας του είναι τόσο ισχυρή, ώστε κάθε βιβλίο μοιάζει να προφητεύει το επόμενο. Πάντως οι τεχνικές cut-up είναι ακόμη, εδώ, σε λειτουργία, εναλλασσόμενες με την κεντρική ροή μιας πιο «κλασικής» αφήγησης, αυτής που θα κυριαρχήσει αργότερα στις «Πόλεις».
Η παραπάνω διαπίστωση σημαίνει, κατ’ ουσία, ότι ο Mπάροουζ αρχίζει να διασκεδάζει λιγότερο με τη χρήση του βίαιου κραδασμού στη δομή της ίδιας της φράσης και τη μεταφέρει στην αφήγηση, στο επιταχυνόμενο μοντάζ των επεισοδίων, στην επιδεινούμενη αναντιστοιχία των πραγματικοτήτων ενός κόσμου που ρέπει προς την οριστική αποσύνθεση. Tο ασυνεχές σχήμα δεν είναι πια τόσο ζήτημα γλώσσας, συντακτικού, ροής του λόγου, όσο ανάγκη για το πλαίσιο μιας ιστορίας όπου τα πάντα συγκρούονται με τα πάντα. Ωστόσο, και παρ' όλο που πρόκειται για ένα σύνολο σκηνών μάλλον παρά για ένα «έργο» με την τυπική έννοια, δεν παύει να διαθέτει μεγαλύτερη συνοχή και ενότητα υλικού απ’ όλα τα ώς τότε βιβλία του συγγραφέα.
Κατά τα άλλα, βρίσκουμε εδώ όλα τα γνωστά θέματα, των οποίων νιώθουμε αμέσως τον παροξυσμικό βαθμό έντασης: την ομοφυλοφιλία, το μισογυνισμό, τη βία, τα ναρκωτικά, μια παράδοξη τεχνολογία όπλων και χημικών ουσιών, το σαδισμό, τη φρίκη και το μακάβριο (ο υπότιτλος του έργου «Μια βίβλος των νεκρών» δεν είναι καθόλου παραπλανητικός), την παραϊατρική, την αναρχία, καθώς και την ιδέα μιας παγκόσμιας συμμορίας που αντιπαρατίθεται, μέσω μιας ιλιγγιώδους αλλά άμορφης επέλασης, στη συνωμοσία των νομοταγών και πουριτανών. Τέλος δεν λείπει το είδος εκείνο της απειλητικής σάτιρας που κάνει τον Mπάροουζ συχνά διφορούμενο: η ενατένιση της δύναμης με την οποία πολλαπλασιάζεται σαγηνευτικά μια εικόνα κυριεύοντας τα πάντα (η ίδια η βία μεταδίδεται σαν ιός) είναι ταυτόχρονα λατρεία και καταγγελία.
Ποια θα ήταν η «θεμιτή» χρήση ενός τέτοιου συγγραφέα, ποια θα ήταν η ιδεώδης ανάγνωση ενός τέτοιου έργου, θαυμαστού, στυγερού, ανυπόφορα έντονου, αδιάλειπτα βάναυσου στην εικονοποιία του, ενός βιβλίου-σκανδάλου; Ο Mπάροουζ ευφραίνεται περιγράφοντας την Kόλαση. Aπ’ την άλλη, ανήκει στους συγγραφείς που κάνουν τον αναγνώστη ευφυέστερο· ο μικροαστός που κρύβεται στη συνείδηση του καθενός αναγκάζεται να παραδοθεί στον ίλιγγο της επίθεσης απ' τα έξω, υποχρεώνεται να δεχτεί το διαφορετικό, γιατί πρόκειται για ένα διαφορετικό δαιμονικής επιρροής που διαλύει και συντρίβει τα πάντα. Επομένως, διαβάζει σήμερα κανείς τον Mπάροουζ για να θεραπεύσει τον εφησυχασμό του, κατανοεί ότι ο πλανήτης αποτελεί ένα τεράστιο στούντιο, αντιλαμβάνεται ότι τα πάντα είναι εικονικά κι ότι αυτό δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου ανακουφιστικό όπως διαδίδει το Σύστημα: η ηδονική αναστάτωση (ανάμικτη με πλήξη, όμως μια πλήξη αφυπνιστική, αφού σε ωθεί να διαφύγεις) που συνεπάγεται η συνήθεια να παρακολουθείς τους εφιάλτες του Mπάροουζ πηγάζει από την ανάγκη μας να δούμε στ' αλήθεια ποιος είναι και ποιος θα είναι το αμέσως επόμενο λεπτό ο κόσμος στον οποίο ζούμε, η δίψα για μια ελκυστική, για μια ηλεκτρισμένη ωμότητα στην περιγραφή του σκουπιδότοπου.
Διαβάστε ένα απόσπασμα εδώ:
Διαβάστε ένα απόσπασμα εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου