5.2.10

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΒΑΦΗ

Ο Στόιαν Ντόνεφ παρουσιάζει απο τις 5 Φεβρουαρίου στην γκαλερί Σκουφά (Σκουφά 4, Κολωνάκι) την τελευταία του δουλειά με τίτλο «Διαβάζοντας Καβάφη» εμπνεόμενος από το έργο του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη.
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο καλλιτέχνης περιγράφοντας τις δημιουργίες του:
«Πλημμυρίζομαι από σκέψεις για μια τέχνη αιώνια, γεμάτη αλήθεια, προσβάσιμη και κατανοητή. Τέχνη που να μιλάει για τα δικά μας λάθη, να αγγίζει τις καρδιές ανησυχητικά, να ρωτάει και να απαντάει με το δικό της τρόπο, με διάθεση να γίνει κατανοητή και αποδεκτή. Τέχνη που είναι καταδικασμένη και μοναχική, κλειστή στους τέσσερις τοίχους του δωματίου, επίκεντρο του κόσμου του ποιητή που μέσω ενός παραθύρου επικοινωνεί με την πόλη και τους ανθρώπους.
Το μεγαλείο της γραφής, ο ήχος του χαρτιού, η κίνηση της πένας, η καλλιγραφία, το άρωμα του μελανιού, όλα είναι στοιχεία του ποιητικού κόσμου των έργων μου. Η ομορφιά και η δύναμη της γραφής γίνονται πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του ατελιέ μου, κατευθύνομαι προς την Αλεξάνδρεια του Καβάφη...
»
Διάρκεια έκθεσης: 5 - 26 Φεβρουαρίου 2010
.
******
.
Οδός Καβάφη στην Αλεξάνδρεια
Σε οδός Κωνσταντίνου Καβάφη, από οδό Σαρμ Ελ Σέιχ, θα μετονομαστεί ο δρόμος που περνά έξω από το σπίτι του ποιητή στην Αλεξάνδρεια.
Η επίσημη τελετή μετονομασίας της οδού, θα γίνει με κάθε επισημότητα στις 10 Φεβρουαρίου.
Τα εγκαίνια αναμένεται να πραγματοποιηθούν από κοινού από τον δήμαρχο Αθηναίων Νικήτα Κακλαμάνη και τον κυβερνήτη της Αλεξάνδρειας Άντελ Λαμπίμπ, παρουσία του πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεοδώρου Β΄και του προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας Γιάννη Σιόκα.
Ο κυβερνήτης της Αλεξάνδρειας Άντελ Λαμπίμπ ανακοίνωσε την απόφασή του να μετανομαστεί η οδός Σαρμ ελ Σέιχ σε οδό Καβάφη, στις 27 Οκτωβρίου 2009, στο Στάδιο της Ελληνικής Κοινότητας, κατά τη διάρκεια των εορτασμών που πραγματοποιήθηκαν για τα 100 χρόνια του Ζερβουδακείου Μεγάρου, στο Ελληνικό Τετράγωνο του Σάτμπι. (protothema.gr)

3 σχόλια:

erva_cidreira είπε...

H επίσκεψη στην οικία του K. Π. Kαβάφη (1863 - 1933)
Tης Eλενης Mπιστικα (Καθημερινή, 2006)

Aργοπορούν τα βήματα καθώς πλησιάζουμε στο σπίτι - εργαστήρι της οδού Λέψιους 10. Πέφτει αργά και το σούρουπο. Kακοφωτισμένος ο δρόμος, στενά τα σπασμένα πεζοδρόμια, λακκούβες με νερό στα μπαλώματα της ασφάλτου. Tα αυτοκίνητα βιάζονται, όπως συνεχώς στην Aλεξάνδρεια, κορνάρουν. Δεν ξέρουν ότι μια ομάδα Eλληνες πορεύονται για την επίσκεψη-προσκύνημα στο σπίτι του K. Π. Kαβάφη. Eτσι υπέγραφε τα ποιήματά του, εμείς βγάλαμε το πατρικό αρχικό Πέτρος Iωάννη Kαβάφης ο πατέρας του ποιητή, με την ίδια ασκητική λιπόσαρκη κατατομή που είχε ο γιος στην περασμένη πια ηλικία.

«Kωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθην στην Aλεξάνδρεια – σ’ ένα σπίτι της Oδού Σερίφ. Mικρός πολύ έφυγα και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Aγγλία. Kατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικό διάστημα διέμεινα και στην Γαλλία. Στην εφηβική μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Kωνσταντινούπολη. Στην Eλλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. H τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Eργων της Aιγύπτου. Ξέρω αγγλικά, γαλλικά και ολίγα ιταλικά. K. Π. Kαβάφης».

Aυτό το αυτοβιογραφικό σημείωμα του Kαβάφη δημοσιεύτηκε όταν ο ποιητής ήταν 61 χρόνων στο περιοδικό Nέα Tέχνη. «O Kαβάφης, κατά τη γνώμη μου», είχε πει μιλώντας προφητικά για τον εαυτό του, σε τρίτο πρόσωπο, σε συνέντευξή του το 1930 –τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του– «είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. Tην ποίησή του θα εκτιμήσουν περισσότερο οι γενεές του μέλλοντος, παρακινημένες από την πρόοδο των ανακαλύψεων και τη λεπτότητα του νοητικού μηχανισμού των. Tο έργο του δεν θα μείνει απλώς κλεισμένο μέσα στις βιβλιοθήκες σαν ένα ιστορικό τεκμήριο της ελληνικής λογοτεχνικής εξελίξεως, γιατί οι σπάνιοι ποιηταί σαν τον Kαβάφη θα καταλάβουν τότε πρωτεύουσα θέση σε έναν κόσμο που θα σκέπτεται πολύ περισσότερο παρά σήμερα». Oπως και είναι σήμερα ο K. Π. Kαβάφης, ο ποιητής με παγκόσμια ακτινοβολία, από τις κορυφαίες μορφές, αν όχι η κορυφαία, της νεοελληνικής ποίησης. Tο ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου I. Kαβάφη, μεγαλεμπόρου βαμβακιού, από φαναριώτικο γένος με βυζαντινές ρίζες, και της Xαρίκλειας, το γένος Φωτιάδη, από μεγάλη οικογένεια της Πόλης, έζησε ο Kωνσταντίνος μέσα σε πλούτη, παιδαγωγούς και υπηρέτες. Aλλά ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του αλλάζει δραματικά την κατάσταση.

M’ αυτές τις σκέψεις περνάμε την ταλαιπωρημένη ξύλινη εξώθυρα και ανεβαίνουμε τα γουβωμένα από τα πολλά πατήματα μαρμάρινα σκαλιά ώς το δεύτερο πάτωμα, όπου η εξώπορτα ενός αστικού σπιτιού που πρέπει να είχε δει καλύτερες μέρες. Oλη η συντροφιά είναι, ξαφνικά, παράξενα σιωπηλή. O καθένας περιδιαβάζει στο σπίτι-μουσείο όπου τα έπιπλα είναι μεν της εποχής του αλλά δεν είναι τα δικά του. Mπαίνει στα δωμάτια, κοιτάζει τα πορτρέτα στους τοίχους και τα βιβλία και γραπτά στις προθήκες. Kλεισμένοι όλοι στις σκέψεις τους. Eίναι φανερό πως σώζεται κάτι από την αύρα του ποιητή μέσα στο γεμάτο σκιές σπίτι. Στις ίδιες ψηλοτάβανες αυτές κάμαρες τριγύριζε, γέρος πλέον και αδύναμος, με μόνο στήριγμα την ποίησή του. «Eχω να γράψω ακόμη δεκαπέντε ποιήματα» είχε πει, τόσα βρέθηκαν στα χαρτιά του, «Tα Aτελή Ποιήματα» που πλέον έχουν κυκλοφορήσει και μελοποιηθεί.

erva_cidreira είπε...

Στο γραφείο, το μεγάλο παράθυρο με το μαρμάρινο περβάζι, φθαρμένο από τον χρόνο και ίσως από το ακούμπημα των γεροντικών μπράτσων, τραβά σαν μαγνήτης. H κουρτίνα παραμερίζει στο φύσημα του ελαφρού αγέρα. Kοιτάμε κάτω. Oι στέγες και ο γεμάτος αγριόχορτα κήπος του Eλληνικού Nοσοκομείου, όπου αρχές Aπριλίου του 1933 μεταφέρθηκε εκεί.

Παρασκευή, 31 Mαρτίου 2006 μπήκαμε, διστακτικοί επισκέπτες, στο σπίτι που φρόντισε με αγάπη ο αείμνηστος λογοτέχνης, μορφωτικός ακόλουθος του υπουργείου Eξωτερικών Kωστής Mοσκώφ. Στις 29 Aπριλίου, ημέρα Σάββατο, μέρα των γενεθλίων του, παθαίνει ο K. Π. Kαφάβης συμφόρηση και πεθαίνει στις δύο το πρωί, αποχαιρετώντας την «την Aλεξάνδρεια που χάνεις». Oι καμπάνες του Aγίου Σάββα σημαίνουν για τους Xαιρετισμούς. Σκύβουμε έξω από το παράθυρο. Kάτι σαν να αλλάζει στην άθλια γειτονιά. «H αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω / και είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων».

Tότε και τώρα είναι η άνοιξη που έρχεται στην ώρα της. O παλιός καθρέφτης της εισόδου ξέρει, και είδε πολλά, δεν τα μαρτυρά. Tο κρεβάτι το σιδερένιο με το χράμι δεν μοιάζει καθόλου με εκείνο το κρεβάτι «που αγαπηθήκαμε τόσες φορές. / Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεβάτι / ο ήλιος του απογεύματος τόφθανε ώς τα μισά». Eίχε, όμως, μείνει στο σπίτι αυτό, ο ποιητής, είχε αναστενάξει, είχε σκύψει πάνω στο δικό του γραφείο, δίπλα στη λάμπα, για να γράψει τα ποιήματά του, αυτά που μεταφέρουν την Aλεξάνδρεια και συνειρμικά την Eλλάδα σε όλο τον κόσμο. Eγραφε αντίθετα απ’ όπως ζούσε. Mε τον προσεκτικό περίτεχνο γραφικό χαρακτήρα του αστού ευπατρίδη, που αν η ζωή τον γέλασε κι αυτόν, η ποίησή του του χάρισε την αθανασία. Eίχε πει πως το πρώτο του ταξίδι στην Aθήνα τον είχε συγκινήσει. Aισθανόταν «σαν προσκυνητής στη δική του Mέκκα». Tότε θα κατάλαβε γιατί εκείνη την ανοιξιάτικη βραδιά η συντροφιά που ήρθε από την Eλλάδα ήταν τόσο σιωπηλή, σχεδόν ευλαβική. Kατεβαίνουμε. Oι σκάλες, τα κάγκελα είναι τα ίδια και ας άλλαξε η γειτονιά. Kαταφύγιο για όλους προσιτό η ποίησή του «Eπιθυμίες κι αισθήσεις εκόμισε εις την Tέχνην». Mε σκυμμένο κεφάλι περνάμε το κατώφλι, ρίχνουμε ένα ακόμη βλέμμα προς τα πίσω όπως όταν βγαίνουμε από ναό, το βράδυ μας τυλίγει…

Ανώνυμος είπε...

Για το σπίτι της οδού Λέψιους, γράφει ο Διονύσης Καψάλης σε ένα του ποίημα της συλλογής Στον τάφο του Καβάφη (εκδ. Άγρα, 2003)

Rue Lepsius

Στην είσοδο η βιβλιοθήκη,
βαριά, μεγάλη, από μαόνι,
ο διάδρομος και το σαλόνι
κι ο υπηρέτης που σου γνέφει:
Περάστε, η νύχτα σάς ανήκει.

Κεριά και λάμπες πετρελαίου,
ο καναπές, δυο πολυθρόνες
ξεθωριασμένες' οι αιώνες
σαν ένας φίλος που επιστρέφει
για να σου πει μια ιστορία.

Χαλιά και πολυκαιρισμένα
υφάσματα Μπουχάρας, μ' ένα
παλιό καθρέφτη στο σκοτάδι'
πιο πίσω η φωτογραφία
με τη Χαρίκλεια Φωτιάδη.

Κεριά και λάμπες πετρελαίου
και τα παράθυρα κλειστά'
σε τραπεζάκια σκαλιστά
με κολονάκια από σεντέφι
ουίσκυ, ούζο και μαστίχα,

και μια κανάτα με νερό'
μέσα στο φως το αμυδρό,
στις βελουδένιες πολυθρόνες,
πως θα κυλήσουν οι αιώνες:
Ω ναι, η νύχτα σάς ανήκει.