Η σύλληψη των τριών κομμουνιστών (1944)
.Μεγάλος «μύθος» και ιδαλγός της ελληνικής Τέχνης
Μεγάλη αναδρομική έκθεση ποικίλων έργων του Γιάννη Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138)
Αριστούλα Ελληνούδη (Ριζοσπάστης, 7/2/2010)
«Γεννήθηκα στον Πειραιά, όπου το φως είναι αργυρό και χρυσό. (...) Στον Πειραιά έβλεπα όλη την αρχαία Ελλάδα και την Ελλάδα της Τουρκοκρατίας με τη μορφή των γυναικών που ήταν ντυμένες με τα κοστούμια τα παλαιά, όπως της Κούλουρης και του Καστελόριζου. Συγχρόνως έβλεπα και τα παριζιάνικα μοντέλα που φορούσαν οι αθεράπευτες ξενομανείς που ήθελαν να γίνουν Παριζιάνες (...) Εμαθα πολλά από πολλούς, όμως θα ήμουν ένα τίποτα αν δεν είχα δει μικρό παιδί το εξαίσιο φως του Πειραιώς...)».
Αυτό το φως, διαπερασμένο μέσα από εκπληκτικές αποχρώσεις όλων των χρωμάτων της ίριδας, αλλά και ομορφιά και συγκίνηση, που γεννά η καθαρότητα, η απλότητα, η λαϊκότητα της εικαστικής του «γλώσσας» αναβλύζουν από όλα τα έργα του Γιάννη Τσαρούχη.
Πριν 100 χρόνια (13/1/1910) γεννήθηκε και στις 20/7/1989 αναλήφθηκε στο Πάνθεον των αθανάτων ο Γιάννης Τσαρούχης. Κορυφαία μορφή της ελληνικής Τέχνης στον 20ό αιώνα, ο πολύπλευρος «σοφός του Μαρουσιού», με αφορμή τη διπλή επέτειο (γέννησης - θανάτου) τιμάται όπως του αξίζει, με μια θαυμαστής ποιότητας και ποσοτικά τεράστια έκθεση έργων του, που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη (κτίριο Πειραιώς 138), με τη συνεργασία του ιδρύματος - μουσείου που φέρει το όνομά του, και θα λειτουργεί μέχρι τις 13/3. «ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ 1910-1989», τιτλοφορείται η έκθεση - αναδρομή σε όλες τις περιόδους και τις μορφές δημιουργίας του, από τα πρώτα παιδικά έργα μέχρι και τα τελευταία, που «μαρτυρούν» πόσο πηγαίος, ανεπιτήδευτος, πολύτροπος, καλλιεργημένος, στοχαζόμενος κι όμως πόσο «ταπεινός», γι' αυτό τόσο μεγάλος καλλιτέχνης ήταν.
Σε έκταση 1.800 τ.μ, παρουσιάζονται 670 έργα του (ζωγραφική με ποικίλα υλικά, κεραμική, μικρογλυπτική, υφαντά, ταπισερί, ξυλογλυπτική, ζωγραφική σε ξύλο και κουτιά, χάρτινες κατασκευές, μακέτες σκηνικών και κοστουμιών, μάσκες, πίνακες για το Θέατρο Σκιών κ.ά.), που ανήκουν σε διάφορα ιδρύματα, μουσεία, ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και τα έργα που ανήκουν στο (αβοήθητο από την πολιτεία) μουσείο του, το οποίο διατηρώντας την αυτονομία του, τέθηκε υπό τη «σκέπη» του Μουσείου Μπενάκη, με απόφαση της ανιψιάς και κληρονόμου του, Νίκης Γρυπάρη. Η έκθεση πλαισιώνεται με οπτικοακουστικό υλικό (με τον Τσαρούχη να μιλά για τη ζωή, το έργο του, το θέατρο, τον Καραγκιόζη, για ζητήματα της Τέχνης, να χορεύει τσάμικο και τον αγαπημένο του χορό, το Ζεϊμπέκικο), με εκπαιδευτικά προγράμματα και με έκδοση καταλόγου με τα παρουσιαζόμενα έργα και σημαντικά επιστημονικά κείμενα ειδικών.
Πίνακες ζωγραφικής - του Βολανάκη και άλλων - για πρώτη φορά αντίκρισε σ' ένα πειραιώτικο σπίτι, του κυρ Σταμάτη και της κυρά Ασημίνας Παπαλεονάρδου. Ηταν δεν ήταν επτά χρονών όταν άρχισε να ζωγραφίζει με παστέλ, αντιγράφοντας τοπία, σε μεγάλες κόλλες χαρτιού. Στο δημοτικό σχολείο ζωγράφιζε εκ του φυσικού. Εκ του φυσικού ζωγράφιζε όλη του τη ζωή. «Για να πλουτίζω τα εκφραστικά μου μέσα, να διευκολύνω το έργο μου, ώστε να αποχτήσει αξίες που διαρκούν», έλεγε. Βλέπει θέατρο και Καραγκιόζη. Οκτώ χρονών, με ό,τι θυμόταν από μια σχολική παράσταση, φτιάχνει στο σπίτι του το δικό του «θέατρο». Γράφει ένα κειμενάκι, ζωγραφίζει (με χαρτί) σκηνικό, κοστούμια και τα πρόσωπα και παίζει την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, με μοναδικό θεατή τον αδελφό του. Εννιά χρονών ζωγραφίζει και με ακουαρέλες. Από το 1924, αρχίζει να φιλοτεχνεί σκηνικά και κοστούμια για τις σχολικές παραστάσεις του Γυμνασίου. Περίπου ένα χρόνο μετά γνωρίζει τον καραγκιοζοπαίκτη Σωτήρη Σπαθάρη. Ενας σπουδαίος, αυτοδίδακτος λαϊκός δημιουργός, του οποίου η ζωγραφική επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση των ιδεολογοαισθητικών αξιών του Τσαρούχη: «Είδα μια ρεκλάμα του Καραγκιόζη έξω στον ήλιο. Δεν "απέδιδε το φως" όπως λένε και όμως στεκόταν στο φως υπέροχα. Να μια ζωγραφική που πρέπει να κάνει κανείς!», έγραφε σε ένα φίλο του το 1929. Κι αργότερα έγραφε ότι οι ρεκλάμες του Καραγκιόζη θυμίζουν πανάρχαιες ζωγραφικές, της Ουρ, της Αιγύπτου, της Ετρουρίας, της προκλασικής Ελλάδας, όχι λόγω αρχαιογνωσίας αλλά λόγω «επιβίωσης ενός τρόπου να βλέπουμε τα πράγματα».
Το 1927 ο Τσαρούχης εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας. Συμμετέχει στην έκθεση «Ασπούδαχτοι ζωγράφοι», στην αίθουσα «Ασυλο Τέχνης». Πρωτοετής, σκηνογραφεί την «Πριγκίπισσα Μαλέν» για τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Μελετά τις ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές. Από το 1929 δουλεύει με τον Φώτη Κόντογλου, σαν «μαθητής και συνεργάτης του». Ομως, ο Κόντογλου θεωρούσε «δουλειά του διαόλου» το θέατρο. Ετσι έφυγε από τον Κόντογλου. Ο Τσαρούχης διψά για γνώση. Μελετά την αρχαιοελληνική ζωγραφική, την κοπτική υφαντική, τη βυζαντινή παρασημαντική, τα φαγιούμ, τη ζωγραφική του Κωνσταντίνου Παρθένη και το 1931 εγγράφεται στο εργαστήρι του.
«Σταθμός» στην πορεία του Τσαρούχη ήταν η συνεργασία του με τον Κάρολο Κουν. Ιδρύεται η «Λαϊκή Σκηνή» και σκηνογραφεί την πρώτη της παράσταση, με την «Ερωφίλη» του Χορτάτση. Θεατρική πρωτοπορία, με όλο το «ταπεινό» μεγαλείο της ελληνικής λαϊκής τέχνης, κόντρα στη βυζαντινολογία και τον ευρωπαΐζοντα κοσμοπολίτικο μαϊμουδισμό του τότε ελληνικού θεάτρου.
Νιώθοντας «ερευνητής, που ψάχνει να βρει την αληθινή του πίστη και στα έργα του τον τρόπο που θα ήταν πιο σύμφωνος με τον εαυτό του», ο Τσαρούχης ζωγραφίζει αφηρημένους πίνακες. Ασκείται με το σουρεαλισμό - σχεδιαστικά και ποιητικά - και το 1934 πάει στο Παρίσι. Γνωρίζει όλα τα αισθητικά ρεύματα και ασκείται με όλα. Γνωρίζει μεγάλους ζωγράφους και τον συλλέκτη Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης), και στο σπίτι του πρωτοβλέπει έργα του Θεόφιλου. Στην Ιταλία γοητεύεται από την Αναγέννηση και τη ζωγραφική της Πομπηίας. Εχοντας δει τόσα «θαύματα» αναρωτιόταν αν είχε το δικαίωμα να λέγεται ζωγράφος. «Πολλές φορές νόμισα πως πρέπει να μιμηθώ ό,τι μου αρέσει. Ομως, αυτό είναι σφάλμα. Τα καλά παραδείγματα στην τέχνη πρέπει να ξέρουμε να τα ερμηνεύουμε σύμφωνα με την περίπτωσή μας, αλλιώς καταντούν καταστροφικά», σκεφτόταν ο Τσαρούχης και έτσι χάραξε το δικό του, μοναδικό αισθητικά «δρόμο».
Το 1937 επιστρέφει και μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου φιλοτεχνεί σκηνικά και κοστούμια παραστάσεις του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το 1937 παρουσιάζει την πρώτη του έκθεση σε ένα άδειο κατάστημα στην οδό Νίκης και το 1938 συμμετέχει στην Α' Πανελλήνια Καλλιτεχνική Εκθεση. Επιστρέφοντας από το Αλβανικό Μέτωπο, συνεχίζει τη σκηνογραφική και ενδυματολογική δουλειά του, σε διαφόρους θιάσους, εικονογραφεί ποιήματα του Ελύτη («Ηλιος ο πρώτος») και του Σεφέρη («Οι θεατρίνοι») και ζωγραφίζει... Μεταξύ άλλων και τον πίνακα «Η σύλληψη των τριών κομμουνιστών» (1944).
Μετά τον πόλεμο αρχίζει μια εξαιρετικά παραγωγική περίοδος για τον Τσαρούχη. Σκηνικά και κοστούμια για το «Θέατρο Τέχνης». Ιδρυση της εικαστικής ομάδας «Αρμός», με τους Χατζηκυριάκο - Γκίκα, Μόραλη, Εγγονόπουλο. Σκηνικά - κοστούμια για το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλούς Μάνου. Εκθέσεις στο Παρίσι και το Λονδίνο. Συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο και άλλους θιάσους. Σκηνικά - κοστούμια για ταινίες του Μιχάλη Κακογιάννη και του Ζυλ Ντασσέν. Συμμετοχή στην Μπιενάλε Βενετίας. Σκηνικά - κοστούμια για τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι, με την Μαρία Κάλλας, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, στην Επίδαυρο (1957, 1960) και στη «Σκάλα» του Μιλάνου (1960). Τα σκηνικά - κοστούμια των «Ορνίθων» για το «Θέατρο Τέχνης» και τη «Νόρμα» του Μπελίνι, με την Κάλλας, στην Επίδαυρο. Πλουσιότατη σκηνογραφικά ήταν και η δεκαετία του 1960. «Πέρσες» με το «Θέατρο Τέχνης», «Θαΐδα» με τον Φράνκο Τζεφιρέλι για την Οπερα του Ντάλας, «Τρωάδες» με τον Κακογιάννη στο παρισινό Εθνικό Θέατρο. Εκθεση στο Παρίσι. Διδασκαλία για δύο χρόνια στη Σχολή Δοξιάδη. Και ζωγραφίζει... Ασταμάτητα. Καθημερινά, για ώρες. Κι αυτό έκανε μέχρι τέλους, θεωρώντας ότι για εκείνον «η ζωγραφική είναι ο καλύτερος τρόπος διατυπώσεως ιδεών, σκέψεων, αισθημάτων».
Λόγω της χούντας αυτοεξορίζεται στο Παρίσι, όπου με την Λίλα ντε Νόμπιλι δημιουργεί «ακαδημία ζωγραφικής», διδάσκοντας δωρεάν. Σκηνογραφεί την παράσταση της Χριστίνας Τσίγκου με τις μπεκετικές «Ευτυχισμένες μέρες». Εκθέτει έργα του. Σχεδιάζει (δουλειά που δεν ολοκλήρωσε) το σκηνικό και τα κοστούμια για το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου «Φαίδρα». Με τη μεταπολίτευση επιστρέφει, και το 1975, με δική του μετάφραση (μόνος του έμαθε αρχαία ελληνικά), σκηνικό, κοστούμια και σκηνοθεσία, και ερασιτέχνες κυρίως, παρουσιάζει (σε ένα πάρκινγκ) τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Το 1982, με δική του μετάφραση, σκηνικά, κοστούμια και σκηνοθεσία, ανεβάζει τους αισχυλικούς «Επτά επί Θήβαις». Σκηνογραφεί διάφορες παραστάσεις και εκδίδει βιβλία του. Το 1988 προετοιμάζει το ανέβασμα σε δική του μετάφραση του ευριπιδικού «Ορέστη». Πρόλαβε, όμως, ο θάνατος...
Υπογράφοντας το πρώτο κείμενο στον κατάλογο της έκθεσης, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Αγγελος Δεληβοριάς, διατυπώνει καίριες επισημάνσεις για την πολύπλευρη προσφορά και μοναδικότητα του Τσαρούχη. Αξίζει να παραθέσουμε κάποιες. Θεωρεί ότι ο Τσαρούχης μετατάχθηκε «στο επίπεδο του μύθου». Χαρακτηρίζει «απαστράπτουσα και «ερεθιστική» την πνευματική - συγγραφική παραγωγή του. «Υποδειγματική» τη θεατρική. «Οξύτατα κριτική» τη στάση του «απέναντι στο μικροαστισμό μιας κοινωνίας, που αποζητούσε τις ανέσεις της εύκολης διαβίωσης». Ως άλλος «Δον Κιχώτης», επισημαίνει ο Αγγ. Δεληβοριάς, ο Τσαρούχης «ψηλάφισε τα στίγματα του παρελθόντος, ανακαλώντας στη μνήμη της ευαισθησίας μας ό,τι οι καθεστηκυίες νοοτροπίες της μεταπολεμικής περιόδου θεωρούσαν υποδεέστερο. Βιώματα και θαύματα, που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Στον Τσαρούχη χρωστάμε μεγάλο μέρος από όσες εμπειρίες έπλασαν την αυτογνωσία μας, όταν ακόμα μπορούσαμε να ονειρευόμαστε. Θα του χρωστάμε και την προδομένη εν τω μεταξύ πίστη μας πως κάθε βαρυσήμαντη δημιουργία αντιπροσωπεύει ουσιαστικά κάποια ποιοτική συνάρτηση των ανθρωπίνων αξιών του δημιουργού της». Και η δημιουργία του Τσαρούχη και βαρυσήμαντη και πλήρης βιωμάτων, θαυμάτων και ανθρωπιστικών αξιών ήταν. «Προσπαθώ να κρατώ ακμαία την αγάπη μου για τον άνθρωπο, αυτό είναι το κυριότερο», έλεγε ο ίδιος.
«Το ζωγραφικό έργο του Τσαρούχη υπάκουσε στο μέτρο, στη γνώση, στη λογική, στο κάλλος της μορφής. Εκεί εδράζεται η μεγάλη του ιστορική και ιδεολογική αξία, καθώς με αυτά εναντιώθηκε στον αιώνα του, όπου στο πεδίο της ζωγραφικής καταλύθηκε κάθε μέτρο, κάθε γνώση, κάθε λογική και μορφή. Ομως, στο ζωγραφικό έργο του ενυπάρχει επίσης η "απεριόριστη αγάπη", το άμετρο, το άλογο, το δέος της έκστασης, και από αυτήν πηγάζει η μοναδικότητα της λαϊκότητάς του, νοώντας εδώ ό,τι πιο ευγενικό διασώζει αυτή η έννοια. Αυτή είναι η υπέρτατη αξία του - η αξία της τέχνης, που αγγίζει το υψηλό, καθώς μας επιτρέπει να συλλάβουμε, να διαισθανθούμε το ασύλληπτο», επισημαίνει ο ιστορικός της Τέχνης, Ευγένιος Μαθιόπουλος.
Ο ζωγράφος και σκηνογράφος Αλέξης Βλ. Λεβίδης, θεωρεί ότι ο Τσαρούχης «ίδρυσε για τον εαυτό του έναν νεο-ρεαλισμό, με πλήρες "ανθρωπολογικό" πρόγραμμα και καλλιτεχνική αυτάρκεια» και ότι «ζωγράφισε μερικά από τα πιο επαναστατικά και ολοκληρωμένα έργα, από άποψη περιεχομένου και μορφής του ελληνικού μοντερνισμού».
«Γεννήθηκα στον Πειραιά, όπου το φως είναι αργυρό και χρυσό. (...) Στον Πειραιά έβλεπα όλη την αρχαία Ελλάδα και την Ελλάδα της Τουρκοκρατίας με τη μορφή των γυναικών που ήταν ντυμένες με τα κοστούμια τα παλαιά, όπως της Κούλουρης και του Καστελόριζου. Συγχρόνως έβλεπα και τα παριζιάνικα μοντέλα που φορούσαν οι αθεράπευτες ξενομανείς που ήθελαν να γίνουν Παριζιάνες (...) Εμαθα πολλά από πολλούς, όμως θα ήμουν ένα τίποτα αν δεν είχα δει μικρό παιδί το εξαίσιο φως του Πειραιώς...)».
Αυτό το φως, διαπερασμένο μέσα από εκπληκτικές αποχρώσεις όλων των χρωμάτων της ίριδας, αλλά και ομορφιά και συγκίνηση, που γεννά η καθαρότητα, η απλότητα, η λαϊκότητα της εικαστικής του «γλώσσας» αναβλύζουν από όλα τα έργα του Γιάννη Τσαρούχη.
Πριν 100 χρόνια (13/1/1910) γεννήθηκε και στις 20/7/1989 αναλήφθηκε στο Πάνθεον των αθανάτων ο Γιάννης Τσαρούχης. Κορυφαία μορφή της ελληνικής Τέχνης στον 20ό αιώνα, ο πολύπλευρος «σοφός του Μαρουσιού», με αφορμή τη διπλή επέτειο (γέννησης - θανάτου) τιμάται όπως του αξίζει, με μια θαυμαστής ποιότητας και ποσοτικά τεράστια έκθεση έργων του, που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη (κτίριο Πειραιώς 138), με τη συνεργασία του ιδρύματος - μουσείου που φέρει το όνομά του, και θα λειτουργεί μέχρι τις 13/3. «ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ 1910-1989», τιτλοφορείται η έκθεση - αναδρομή σε όλες τις περιόδους και τις μορφές δημιουργίας του, από τα πρώτα παιδικά έργα μέχρι και τα τελευταία, που «μαρτυρούν» πόσο πηγαίος, ανεπιτήδευτος, πολύτροπος, καλλιεργημένος, στοχαζόμενος κι όμως πόσο «ταπεινός», γι' αυτό τόσο μεγάλος καλλιτέχνης ήταν.
Σε έκταση 1.800 τ.μ, παρουσιάζονται 670 έργα του (ζωγραφική με ποικίλα υλικά, κεραμική, μικρογλυπτική, υφαντά, ταπισερί, ξυλογλυπτική, ζωγραφική σε ξύλο και κουτιά, χάρτινες κατασκευές, μακέτες σκηνικών και κοστουμιών, μάσκες, πίνακες για το Θέατρο Σκιών κ.ά.), που ανήκουν σε διάφορα ιδρύματα, μουσεία, ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και τα έργα που ανήκουν στο (αβοήθητο από την πολιτεία) μουσείο του, το οποίο διατηρώντας την αυτονομία του, τέθηκε υπό τη «σκέπη» του Μουσείου Μπενάκη, με απόφαση της ανιψιάς και κληρονόμου του, Νίκης Γρυπάρη. Η έκθεση πλαισιώνεται με οπτικοακουστικό υλικό (με τον Τσαρούχη να μιλά για τη ζωή, το έργο του, το θέατρο, τον Καραγκιόζη, για ζητήματα της Τέχνης, να χορεύει τσάμικο και τον αγαπημένο του χορό, το Ζεϊμπέκικο), με εκπαιδευτικά προγράμματα και με έκδοση καταλόγου με τα παρουσιαζόμενα έργα και σημαντικά επιστημονικά κείμενα ειδικών.
Πίνακες ζωγραφικής - του Βολανάκη και άλλων - για πρώτη φορά αντίκρισε σ' ένα πειραιώτικο σπίτι, του κυρ Σταμάτη και της κυρά Ασημίνας Παπαλεονάρδου. Ηταν δεν ήταν επτά χρονών όταν άρχισε να ζωγραφίζει με παστέλ, αντιγράφοντας τοπία, σε μεγάλες κόλλες χαρτιού. Στο δημοτικό σχολείο ζωγράφιζε εκ του φυσικού. Εκ του φυσικού ζωγράφιζε όλη του τη ζωή. «Για να πλουτίζω τα εκφραστικά μου μέσα, να διευκολύνω το έργο μου, ώστε να αποχτήσει αξίες που διαρκούν», έλεγε. Βλέπει θέατρο και Καραγκιόζη. Οκτώ χρονών, με ό,τι θυμόταν από μια σχολική παράσταση, φτιάχνει στο σπίτι του το δικό του «θέατρο». Γράφει ένα κειμενάκι, ζωγραφίζει (με χαρτί) σκηνικό, κοστούμια και τα πρόσωπα και παίζει την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, με μοναδικό θεατή τον αδελφό του. Εννιά χρονών ζωγραφίζει και με ακουαρέλες. Από το 1924, αρχίζει να φιλοτεχνεί σκηνικά και κοστούμια για τις σχολικές παραστάσεις του Γυμνασίου. Περίπου ένα χρόνο μετά γνωρίζει τον καραγκιοζοπαίκτη Σωτήρη Σπαθάρη. Ενας σπουδαίος, αυτοδίδακτος λαϊκός δημιουργός, του οποίου η ζωγραφική επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση των ιδεολογοαισθητικών αξιών του Τσαρούχη: «Είδα μια ρεκλάμα του Καραγκιόζη έξω στον ήλιο. Δεν "απέδιδε το φως" όπως λένε και όμως στεκόταν στο φως υπέροχα. Να μια ζωγραφική που πρέπει να κάνει κανείς!», έγραφε σε ένα φίλο του το 1929. Κι αργότερα έγραφε ότι οι ρεκλάμες του Καραγκιόζη θυμίζουν πανάρχαιες ζωγραφικές, της Ουρ, της Αιγύπτου, της Ετρουρίας, της προκλασικής Ελλάδας, όχι λόγω αρχαιογνωσίας αλλά λόγω «επιβίωσης ενός τρόπου να βλέπουμε τα πράγματα».
Το 1927 ο Τσαρούχης εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας. Συμμετέχει στην έκθεση «Ασπούδαχτοι ζωγράφοι», στην αίθουσα «Ασυλο Τέχνης». Πρωτοετής, σκηνογραφεί την «Πριγκίπισσα Μαλέν» για τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Μελετά τις ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές. Από το 1929 δουλεύει με τον Φώτη Κόντογλου, σαν «μαθητής και συνεργάτης του». Ομως, ο Κόντογλου θεωρούσε «δουλειά του διαόλου» το θέατρο. Ετσι έφυγε από τον Κόντογλου. Ο Τσαρούχης διψά για γνώση. Μελετά την αρχαιοελληνική ζωγραφική, την κοπτική υφαντική, τη βυζαντινή παρασημαντική, τα φαγιούμ, τη ζωγραφική του Κωνσταντίνου Παρθένη και το 1931 εγγράφεται στο εργαστήρι του.
«Σταθμός» στην πορεία του Τσαρούχη ήταν η συνεργασία του με τον Κάρολο Κουν. Ιδρύεται η «Λαϊκή Σκηνή» και σκηνογραφεί την πρώτη της παράσταση, με την «Ερωφίλη» του Χορτάτση. Θεατρική πρωτοπορία, με όλο το «ταπεινό» μεγαλείο της ελληνικής λαϊκής τέχνης, κόντρα στη βυζαντινολογία και τον ευρωπαΐζοντα κοσμοπολίτικο μαϊμουδισμό του τότε ελληνικού θεάτρου.
Νιώθοντας «ερευνητής, που ψάχνει να βρει την αληθινή του πίστη και στα έργα του τον τρόπο που θα ήταν πιο σύμφωνος με τον εαυτό του», ο Τσαρούχης ζωγραφίζει αφηρημένους πίνακες. Ασκείται με το σουρεαλισμό - σχεδιαστικά και ποιητικά - και το 1934 πάει στο Παρίσι. Γνωρίζει όλα τα αισθητικά ρεύματα και ασκείται με όλα. Γνωρίζει μεγάλους ζωγράφους και τον συλλέκτη Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης), και στο σπίτι του πρωτοβλέπει έργα του Θεόφιλου. Στην Ιταλία γοητεύεται από την Αναγέννηση και τη ζωγραφική της Πομπηίας. Εχοντας δει τόσα «θαύματα» αναρωτιόταν αν είχε το δικαίωμα να λέγεται ζωγράφος. «Πολλές φορές νόμισα πως πρέπει να μιμηθώ ό,τι μου αρέσει. Ομως, αυτό είναι σφάλμα. Τα καλά παραδείγματα στην τέχνη πρέπει να ξέρουμε να τα ερμηνεύουμε σύμφωνα με την περίπτωσή μας, αλλιώς καταντούν καταστροφικά», σκεφτόταν ο Τσαρούχης και έτσι χάραξε το δικό του, μοναδικό αισθητικά «δρόμο».
Το 1937 επιστρέφει και μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου φιλοτεχνεί σκηνικά και κοστούμια παραστάσεις του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το 1937 παρουσιάζει την πρώτη του έκθεση σε ένα άδειο κατάστημα στην οδό Νίκης και το 1938 συμμετέχει στην Α' Πανελλήνια Καλλιτεχνική Εκθεση. Επιστρέφοντας από το Αλβανικό Μέτωπο, συνεχίζει τη σκηνογραφική και ενδυματολογική δουλειά του, σε διαφόρους θιάσους, εικονογραφεί ποιήματα του Ελύτη («Ηλιος ο πρώτος») και του Σεφέρη («Οι θεατρίνοι») και ζωγραφίζει... Μεταξύ άλλων και τον πίνακα «Η σύλληψη των τριών κομμουνιστών» (1944).
Μετά τον πόλεμο αρχίζει μια εξαιρετικά παραγωγική περίοδος για τον Τσαρούχη. Σκηνικά και κοστούμια για το «Θέατρο Τέχνης». Ιδρυση της εικαστικής ομάδας «Αρμός», με τους Χατζηκυριάκο - Γκίκα, Μόραλη, Εγγονόπουλο. Σκηνικά - κοστούμια για το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλούς Μάνου. Εκθέσεις στο Παρίσι και το Λονδίνο. Συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο και άλλους θιάσους. Σκηνικά - κοστούμια για ταινίες του Μιχάλη Κακογιάννη και του Ζυλ Ντασσέν. Συμμετοχή στην Μπιενάλε Βενετίας. Σκηνικά - κοστούμια για τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι, με την Μαρία Κάλλας, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, στην Επίδαυρο (1957, 1960) και στη «Σκάλα» του Μιλάνου (1960). Τα σκηνικά - κοστούμια των «Ορνίθων» για το «Θέατρο Τέχνης» και τη «Νόρμα» του Μπελίνι, με την Κάλλας, στην Επίδαυρο. Πλουσιότατη σκηνογραφικά ήταν και η δεκαετία του 1960. «Πέρσες» με το «Θέατρο Τέχνης», «Θαΐδα» με τον Φράνκο Τζεφιρέλι για την Οπερα του Ντάλας, «Τρωάδες» με τον Κακογιάννη στο παρισινό Εθνικό Θέατρο. Εκθεση στο Παρίσι. Διδασκαλία για δύο χρόνια στη Σχολή Δοξιάδη. Και ζωγραφίζει... Ασταμάτητα. Καθημερινά, για ώρες. Κι αυτό έκανε μέχρι τέλους, θεωρώντας ότι για εκείνον «η ζωγραφική είναι ο καλύτερος τρόπος διατυπώσεως ιδεών, σκέψεων, αισθημάτων».
Λόγω της χούντας αυτοεξορίζεται στο Παρίσι, όπου με την Λίλα ντε Νόμπιλι δημιουργεί «ακαδημία ζωγραφικής», διδάσκοντας δωρεάν. Σκηνογραφεί την παράσταση της Χριστίνας Τσίγκου με τις μπεκετικές «Ευτυχισμένες μέρες». Εκθέτει έργα του. Σχεδιάζει (δουλειά που δεν ολοκλήρωσε) το σκηνικό και τα κοστούμια για το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου «Φαίδρα». Με τη μεταπολίτευση επιστρέφει, και το 1975, με δική του μετάφραση (μόνος του έμαθε αρχαία ελληνικά), σκηνικό, κοστούμια και σκηνοθεσία, και ερασιτέχνες κυρίως, παρουσιάζει (σε ένα πάρκινγκ) τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Το 1982, με δική του μετάφραση, σκηνικά, κοστούμια και σκηνοθεσία, ανεβάζει τους αισχυλικούς «Επτά επί Θήβαις». Σκηνογραφεί διάφορες παραστάσεις και εκδίδει βιβλία του. Το 1988 προετοιμάζει το ανέβασμα σε δική του μετάφραση του ευριπιδικού «Ορέστη». Πρόλαβε, όμως, ο θάνατος...
Υπογράφοντας το πρώτο κείμενο στον κατάλογο της έκθεσης, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Αγγελος Δεληβοριάς, διατυπώνει καίριες επισημάνσεις για την πολύπλευρη προσφορά και μοναδικότητα του Τσαρούχη. Αξίζει να παραθέσουμε κάποιες. Θεωρεί ότι ο Τσαρούχης μετατάχθηκε «στο επίπεδο του μύθου». Χαρακτηρίζει «απαστράπτουσα και «ερεθιστική» την πνευματική - συγγραφική παραγωγή του. «Υποδειγματική» τη θεατρική. «Οξύτατα κριτική» τη στάση του «απέναντι στο μικροαστισμό μιας κοινωνίας, που αποζητούσε τις ανέσεις της εύκολης διαβίωσης». Ως άλλος «Δον Κιχώτης», επισημαίνει ο Αγγ. Δεληβοριάς, ο Τσαρούχης «ψηλάφισε τα στίγματα του παρελθόντος, ανακαλώντας στη μνήμη της ευαισθησίας μας ό,τι οι καθεστηκυίες νοοτροπίες της μεταπολεμικής περιόδου θεωρούσαν υποδεέστερο. Βιώματα και θαύματα, που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Στον Τσαρούχη χρωστάμε μεγάλο μέρος από όσες εμπειρίες έπλασαν την αυτογνωσία μας, όταν ακόμα μπορούσαμε να ονειρευόμαστε. Θα του χρωστάμε και την προδομένη εν τω μεταξύ πίστη μας πως κάθε βαρυσήμαντη δημιουργία αντιπροσωπεύει ουσιαστικά κάποια ποιοτική συνάρτηση των ανθρωπίνων αξιών του δημιουργού της». Και η δημιουργία του Τσαρούχη και βαρυσήμαντη και πλήρης βιωμάτων, θαυμάτων και ανθρωπιστικών αξιών ήταν. «Προσπαθώ να κρατώ ακμαία την αγάπη μου για τον άνθρωπο, αυτό είναι το κυριότερο», έλεγε ο ίδιος.
«Το ζωγραφικό έργο του Τσαρούχη υπάκουσε στο μέτρο, στη γνώση, στη λογική, στο κάλλος της μορφής. Εκεί εδράζεται η μεγάλη του ιστορική και ιδεολογική αξία, καθώς με αυτά εναντιώθηκε στον αιώνα του, όπου στο πεδίο της ζωγραφικής καταλύθηκε κάθε μέτρο, κάθε γνώση, κάθε λογική και μορφή. Ομως, στο ζωγραφικό έργο του ενυπάρχει επίσης η "απεριόριστη αγάπη", το άμετρο, το άλογο, το δέος της έκστασης, και από αυτήν πηγάζει η μοναδικότητα της λαϊκότητάς του, νοώντας εδώ ό,τι πιο ευγενικό διασώζει αυτή η έννοια. Αυτή είναι η υπέρτατη αξία του - η αξία της τέχνης, που αγγίζει το υψηλό, καθώς μας επιτρέπει να συλλάβουμε, να διαισθανθούμε το ασύλληπτο», επισημαίνει ο ιστορικός της Τέχνης, Ευγένιος Μαθιόπουλος.
Ο ζωγράφος και σκηνογράφος Αλέξης Βλ. Λεβίδης, θεωρεί ότι ο Τσαρούχης «ίδρυσε για τον εαυτό του έναν νεο-ρεαλισμό, με πλήρες "ανθρωπολογικό" πρόγραμμα και καλλιτεχνική αυτάρκεια» και ότι «ζωγράφισε μερικά από τα πιο επαναστατικά και ολοκληρωμένα έργα, από άποψη περιεχομένου και μορφής του ελληνικού μοντερνισμού».
.
Διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου