Robert Mapplethorpe
.
Η Πάτι Σμιθ στο βιβλίο της «Just Kids» δίνει μια συγκινητική αφήγηση για τη σχέση της με τον διάσημο φωτογράφο Μάπλθορπ
The Observer/Καθημερινή, 28/2/2010
[...]Μεγάλο μέρος του πρώτου μισού του βιβλίου κυριαρχείται από τον Ρεμπό και αμέτρητες αναφορές σε άλλους άνδρες στη ζωή της -τον Μποντλέρ, τον Κοκτό, τον Ζενέ- που οι περισσότεροι είχαν τα κοινά χαρακτηριστικά ότι ήταν Γάλλοι, νεκροί και φοβερά κουλτουριάρηδες. Δεν μας αφήνει καμιά αμφιβολία ότι είχε το μυαλό της προσηλωμένο σε πολύ υψηλότερα πράγματα από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Αφού απέκτησε ένα παιδί και το έδωσε για υιοθεσία, αγόρασε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη και εξαφανίστηκε μέσα σε μια ομίχλη καλλιτεχνικών προσδοκιών. Οι φίλοι που ήλπιζε να κάνει δεν εμφανίστηκαν ποτέ και έτσι αναγκάστηκε να πάρει τους δρόμους. Οταν ένας αλήτης τη ρώτησε «σε ποιο σημείο βρίσκεσαι;», εκείνη απάντησε ρωτώντας τον, «Στη Γη ή στο σύμπαν;».
Ευτυχώς, τόσο η Πάτι Σμιθ όσο και το βιβλίο σώζονται από την καταβύθιση στην ομφαλοσκόπηση χάρη στην εμφάνιση ενός πρασινομάτη νεαρού που τον έλεγαν Ρόμπερτ Μάπλθορπ. Ηταν ο πνευματικός δίδυμος της Σμιθ, ένας άνθρωπος το ίδιο προσηλωμένος στην καλλιτεχνική δημιουργία με εκείνη, «ένας εραστής κι ένας φίλος για να δημιουργείς μαζί του, πλάι πλάι. Για να του είσαι πιστή αλλά ταυτόχρονα ελεύθερη».
Για τα επόμενα 12 χρόνια, ο Μάπλθορπ και η Σμιθ θα ζούσαν μαζί στη Νέα Υόρκη, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον και μοιραζόμενοι την μεγάλη τους καλλιτεχνική επιτυχία - ο Μάπλθορπ ως φωτογράφος, η Σμιθ ως ποιήτρια και ροκ τραγουδίστρια που έμελλε να γίνει η «μητέρα του πανκ». «Σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, μέναμε μαζί χωρίς να αποχωριζόμαστε παρά μόνο για να πάμε να δουλέψουμε», γράφει. «Χωρίς να μιλάμε, καταλαβαίναμε τα πάντα». Πλάγιαζαν επίσης μαζί και, παρόλο που ο Μάπλθορπ αργότερα παραδέχτηκε ότι ήταν ομοφυλόφιλος, η σχέση του με την Σμιθ παρέμεινε στοργικά προφυλαγμένη από τον εξωτερικό κόσμο. Οπως υποδεικνύει και ο τίτλος του βιβλίου, η μακρόχρονη φιλία τους καθοριζόταν από την αθωότητα και την αγνότητά της - ιδιότητες που διατρέχουν την λυρική πρόζα της Σμιθ.
Η σχέση με τον Μάπλθορπ διαποτίζει τη γραφή της με μιαν ευπρόσδεκτη ανθρώπινη ζεστασιά. Οι λόγιες αναφορές γίνονται λιγότερες και η Σμιθ συγκεντρώνεται στο να υφάνει μια συγκινητική και λεπτοδουλεμένη βιογραφική αφήγηση, ένα γράμμα αγάπης στον άνθρωπο που έγινε ο Ρεμπό της πραγματικής ζωής της. «Ο Ρόμπερτ κι εγώ ήμασταν αδιάσπαστα δεμένοι», γράφει. «Παίζαμε παρόμοια παιχνίδια, αποκαλούσαμε θησαυρούς τα ίδια σκοτεινά πράγματα και συχνά κάναμε φίλους και γνωστούς να απορούν με την ανεξάντλητη αφοσίωσή μας».
Μένοντας σε μια σειρά από άθλια νεοϋορκέζικα διαμερίσματα, ξοδεύοντας τα λίγα λεφτά που είχαν σε καλλιτεχνικές προμήθειες και επιβιώνοντας με μπαγιάτικα ντόνατ και σούπες λαχανικών, ο Μάπλθορπ και η Σμιθ έκαναν τα πρώτα βήματα της καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας που ποθούσαν. Ο Μάπλθορπ, πάντα πιο συγκεντρωμένος και φιλόδοξος, άρχισε να κάνει κολάζ σκίζοντας φωτογραφίες από γκέι πορνοπεριοδικά. Για να γλιτώσουν χρήματα, η Σμιθ του πρότεινε να χρησιμοποιεί δικές του φωτογραφίες. Μερικά από τα πρώιμα αυτά πορτρέτα υπάρχουν στο βιβλίο, ανάμεσά τους και η φημισμένη φωτογραφία της Σμιθ από τον Μάπλθορπ -ένα πορτρέτο ταυτόχρονα αναιδές και ευάλωτο- που έγινε το εξώφυλλο του «Horses», του πρώτου της άλμπουμ. Αργότερα, ο σύζυγός της, ο κιθαρίστας Φρεντ «Σόνικ» Σμιθ, παρατήρησε χαρακτηριστικά ότι «όλες οι φωτογραφίες που σου τράβηξε μοιάζουν με εκείνον».
Παρόλο που η Σμιθ και ο Μάπλθορπ τράβηξαν ο καθένας τον δρόμο του -εκείνη παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά, εκείνος ξεκίνησε μια μακρόχρονη σχέση με τον συλλέκτη Σαμ Γουάγκσταφ- η πνευματική τους εγγύτητα δεν έπαψε να υπάρχει. Οταν, το 1989, η Σμιθ έμαθε ότι ο Μάπλθορπ πέθαινε από έιτζ, έγραψε ότι «κάθε φόβος που έκρυβα μέσα μου φάνηκε να υλοποιείται ξαφνικά σαν καράβι που πήρε φωτιά». Οταν ο Μάπλθορπ παρατήρησε με ειρωνεία ότι ποτέ δεν έκαναν οικογένεια, η Σμιθ απάντησε: «Η δουλειά μας είναι τα παιδιά μας».
Και είναι αλήθεια ότι, από πολλές απόψεις, το «Just Kids» είναι ένα συγκινητικό πορτρέτο ενός αντισυμβατικού γάμου, μιας θερμής οικειότητας που σφυρηλατήθηκε στη φλόγα κοινών καλλιτεχνικών οραμάτων. Χωρίς αμφιβολία, με την τρυφερότητα της έκφρασής της όσο και με την ομορφιά της πρόζας της, η Πάτι Σμιθ μας δίνει ένα έξοχο χρονικό της χαμένης αγάπης της και της τέχνης που μαζί δημιούργησαν. [...]
Η Πάτι Σμιθ στο βιβλίο της «Just Kids» δίνει μια συγκινητική αφήγηση για τη σχέση της με τον διάσημο φωτογράφο Μάπλθορπ
The Observer/Καθημερινή, 28/2/2010
[...]Μεγάλο μέρος του πρώτου μισού του βιβλίου κυριαρχείται από τον Ρεμπό και αμέτρητες αναφορές σε άλλους άνδρες στη ζωή της -τον Μποντλέρ, τον Κοκτό, τον Ζενέ- που οι περισσότεροι είχαν τα κοινά χαρακτηριστικά ότι ήταν Γάλλοι, νεκροί και φοβερά κουλτουριάρηδες. Δεν μας αφήνει καμιά αμφιβολία ότι είχε το μυαλό της προσηλωμένο σε πολύ υψηλότερα πράγματα από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Αφού απέκτησε ένα παιδί και το έδωσε για υιοθεσία, αγόρασε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη και εξαφανίστηκε μέσα σε μια ομίχλη καλλιτεχνικών προσδοκιών. Οι φίλοι που ήλπιζε να κάνει δεν εμφανίστηκαν ποτέ και έτσι αναγκάστηκε να πάρει τους δρόμους. Οταν ένας αλήτης τη ρώτησε «σε ποιο σημείο βρίσκεσαι;», εκείνη απάντησε ρωτώντας τον, «Στη Γη ή στο σύμπαν;».
Ευτυχώς, τόσο η Πάτι Σμιθ όσο και το βιβλίο σώζονται από την καταβύθιση στην ομφαλοσκόπηση χάρη στην εμφάνιση ενός πρασινομάτη νεαρού που τον έλεγαν Ρόμπερτ Μάπλθορπ. Ηταν ο πνευματικός δίδυμος της Σμιθ, ένας άνθρωπος το ίδιο προσηλωμένος στην καλλιτεχνική δημιουργία με εκείνη, «ένας εραστής κι ένας φίλος για να δημιουργείς μαζί του, πλάι πλάι. Για να του είσαι πιστή αλλά ταυτόχρονα ελεύθερη».
Για τα επόμενα 12 χρόνια, ο Μάπλθορπ και η Σμιθ θα ζούσαν μαζί στη Νέα Υόρκη, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον και μοιραζόμενοι την μεγάλη τους καλλιτεχνική επιτυχία - ο Μάπλθορπ ως φωτογράφος, η Σμιθ ως ποιήτρια και ροκ τραγουδίστρια που έμελλε να γίνει η «μητέρα του πανκ». «Σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, μέναμε μαζί χωρίς να αποχωριζόμαστε παρά μόνο για να πάμε να δουλέψουμε», γράφει. «Χωρίς να μιλάμε, καταλαβαίναμε τα πάντα». Πλάγιαζαν επίσης μαζί και, παρόλο που ο Μάπλθορπ αργότερα παραδέχτηκε ότι ήταν ομοφυλόφιλος, η σχέση του με την Σμιθ παρέμεινε στοργικά προφυλαγμένη από τον εξωτερικό κόσμο. Οπως υποδεικνύει και ο τίτλος του βιβλίου, η μακρόχρονη φιλία τους καθοριζόταν από την αθωότητα και την αγνότητά της - ιδιότητες που διατρέχουν την λυρική πρόζα της Σμιθ.
Η σχέση με τον Μάπλθορπ διαποτίζει τη γραφή της με μιαν ευπρόσδεκτη ανθρώπινη ζεστασιά. Οι λόγιες αναφορές γίνονται λιγότερες και η Σμιθ συγκεντρώνεται στο να υφάνει μια συγκινητική και λεπτοδουλεμένη βιογραφική αφήγηση, ένα γράμμα αγάπης στον άνθρωπο που έγινε ο Ρεμπό της πραγματικής ζωής της. «Ο Ρόμπερτ κι εγώ ήμασταν αδιάσπαστα δεμένοι», γράφει. «Παίζαμε παρόμοια παιχνίδια, αποκαλούσαμε θησαυρούς τα ίδια σκοτεινά πράγματα και συχνά κάναμε φίλους και γνωστούς να απορούν με την ανεξάντλητη αφοσίωσή μας».
Μένοντας σε μια σειρά από άθλια νεοϋορκέζικα διαμερίσματα, ξοδεύοντας τα λίγα λεφτά που είχαν σε καλλιτεχνικές προμήθειες και επιβιώνοντας με μπαγιάτικα ντόνατ και σούπες λαχανικών, ο Μάπλθορπ και η Σμιθ έκαναν τα πρώτα βήματα της καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας που ποθούσαν. Ο Μάπλθορπ, πάντα πιο συγκεντρωμένος και φιλόδοξος, άρχισε να κάνει κολάζ σκίζοντας φωτογραφίες από γκέι πορνοπεριοδικά. Για να γλιτώσουν χρήματα, η Σμιθ του πρότεινε να χρησιμοποιεί δικές του φωτογραφίες. Μερικά από τα πρώιμα αυτά πορτρέτα υπάρχουν στο βιβλίο, ανάμεσά τους και η φημισμένη φωτογραφία της Σμιθ από τον Μάπλθορπ -ένα πορτρέτο ταυτόχρονα αναιδές και ευάλωτο- που έγινε το εξώφυλλο του «Horses», του πρώτου της άλμπουμ. Αργότερα, ο σύζυγός της, ο κιθαρίστας Φρεντ «Σόνικ» Σμιθ, παρατήρησε χαρακτηριστικά ότι «όλες οι φωτογραφίες που σου τράβηξε μοιάζουν με εκείνον».
Παρόλο που η Σμιθ και ο Μάπλθορπ τράβηξαν ο καθένας τον δρόμο του -εκείνη παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά, εκείνος ξεκίνησε μια μακρόχρονη σχέση με τον συλλέκτη Σαμ Γουάγκσταφ- η πνευματική τους εγγύτητα δεν έπαψε να υπάρχει. Οταν, το 1989, η Σμιθ έμαθε ότι ο Μάπλθορπ πέθαινε από έιτζ, έγραψε ότι «κάθε φόβος που έκρυβα μέσα μου φάνηκε να υλοποιείται ξαφνικά σαν καράβι που πήρε φωτιά». Οταν ο Μάπλθορπ παρατήρησε με ειρωνεία ότι ποτέ δεν έκαναν οικογένεια, η Σμιθ απάντησε: «Η δουλειά μας είναι τα παιδιά μας».
Και είναι αλήθεια ότι, από πολλές απόψεις, το «Just Kids» είναι ένα συγκινητικό πορτρέτο ενός αντισυμβατικού γάμου, μιας θερμής οικειότητας που σφυρηλατήθηκε στη φλόγα κοινών καλλιτεχνικών οραμάτων. Χωρίς αμφιβολία, με την τρυφερότητα της έκφρασής της όσο και με την ομορφιά της πρόζας της, η Πάτι Σμιθ μας δίνει ένα έξοχο χρονικό της χαμένης αγάπης της και της τέχνης που μαζί δημιούργησαν. [...]