ως υπασπιστής των Ελλήνων στον αγώνα για Ανεξαρτησία, στηρίζεται
σε αρχαία κολόνα, με τον Παρθενώνα στο βάθος.
Λόρδος Βύρων: «Τσάιλδ Χάρολδ»
Τώρα το κρένει Βρεττανός, ποιος τώλπιζε, στοχάσου,
Πως η Αλβιόνα έχει χαρές στων Αθηνών το κλάμα.
Μα οι σκλάβοι κι αν τους σπάραξαν, ωιμέ! με τ' όνομά σου,
Μη στην Ευρώπη, είνε ντροπή, μην πης το ανόσιο δράμα.
Η ρήγισσα του πέλαγου, η ελεύθερη η Αγγλία
Από τη ματωμένη τους πατρίδα να ξεσπά
Τ' απομεινάρια τα στερνά που ανθίζαν στα μνημεία.
Ναι διαφεντέφτρα ευγενική που ο κόσμος αγαπά,
Με χέρι στρίγγλας ρήμαξες συντρίμμια που και χρόνια
Και οι τύραννοι σεβάστηκαν, μ' αγάπη ή ζηλοφθόνια.
(μετάφραση Στέφανου Μύρτα)
Λόρδος Βύρων: «Η Κατάρα της Αθηνάς»
Μα στερνός, στο σαστισμένο πλήθος, κάπου σε μιαν άκρη,
Ενας που ήσυχα κοιτάζει βουρκωμένος απ' το δάκρυ,
Μ' άλαλο θυμό και πόνο μια αυτά πούκλεψαν θαμάζει,
Μια σιχένεται τον κλέφτη σύψυχα κι ανατριχιάζει
Ω! που ζώντας και που σκόνη, δίχως σχώριο να γροικήση,
Ν' ακλουθιέται η αχορτασιά του η ιερόσυλη με μίση,
Και η εκδίκηση ως τον τάφο και πιο πέρα, το όνομά του
Να το κυνηγά, στο πλάγι του μωρόδοξου Ηροστράτου,
Και σε φύλλα λεκιασμένα και γραμμές που καίνε ας γίνη
Ατελείωτα να στράφτουν εμπρηστές ναών κι Ελγίνοι,
Καταδικασμένοι αιώνια στο ίδιο ανάθεμα κι οι δυο τους,
Που ίσως στο στερνό θε νάβρης και τον πιο χειρότερό τους,
Ετσι ας στέκουν, να τους βλέπουν τα μελλούμενα τα χρόνια,
Αγαλμα άσειστο, με βάση μοναχή, την καταφρόνια.
(μετάφραση Στέφανου Μύρτα)
"Τυφλά είναι τα μάτια που δε χύνουν δάκρυα βλέποντας, Ω, Ελλάς αγαπημένη,
Λόρδος Βύρων: «Τσάιλδ Χάρολδ»
Τώρα το κρένει Βρεττανός, ποιος τώλπιζε, στοχάσου,
Πως η Αλβιόνα έχει χαρές στων Αθηνών το κλάμα.
Μα οι σκλάβοι κι αν τους σπάραξαν, ωιμέ! με τ' όνομά σου,
Μη στην Ευρώπη, είνε ντροπή, μην πης το ανόσιο δράμα.
Η ρήγισσα του πέλαγου, η ελεύθερη η Αγγλία
Από τη ματωμένη τους πατρίδα να ξεσπά
Τ' απομεινάρια τα στερνά που ανθίζαν στα μνημεία.
Ναι διαφεντέφτρα ευγενική που ο κόσμος αγαπά,
Με χέρι στρίγγλας ρήμαξες συντρίμμια που και χρόνια
Και οι τύραννοι σεβάστηκαν, μ' αγάπη ή ζηλοφθόνια.
(μετάφραση Στέφανου Μύρτα)
Λόρδος Βύρων: «Η Κατάρα της Αθηνάς»
Μα στερνός, στο σαστισμένο πλήθος, κάπου σε μιαν άκρη,
Ενας που ήσυχα κοιτάζει βουρκωμένος απ' το δάκρυ,
Μ' άλαλο θυμό και πόνο μια αυτά πούκλεψαν θαμάζει,
Μια σιχένεται τον κλέφτη σύψυχα κι ανατριχιάζει
Ω! που ζώντας και που σκόνη, δίχως σχώριο να γροικήση,
Ν' ακλουθιέται η αχορτασιά του η ιερόσυλη με μίση,
Και η εκδίκηση ως τον τάφο και πιο πέρα, το όνομά του
Να το κυνηγά, στο πλάγι του μωρόδοξου Ηροστράτου,
Και σε φύλλα λεκιασμένα και γραμμές που καίνε ας γίνη
Ατελείωτα να στράφτουν εμπρηστές ναών κι Ελγίνοι,
Καταδικασμένοι αιώνια στο ίδιο ανάθεμα κι οι δυο τους,
Που ίσως στο στερνό θε νάβρης και τον πιο χειρότερό τους,
Ετσι ας στέκουν, να τους βλέπουν τα μελλούμενα τα χρόνια,
Αγαλμα άσειστο, με βάση μοναχή, την καταφρόνια.
(μετάφραση Στέφανου Μύρτα)
"Τυφλά είναι τα μάτια που δε χύνουν δάκρυα βλέποντας, Ω, Ελλάς αγαπημένη,
τα ιερά σου μάρμαρα να αρπάζονται από βλάσφημα Εγγλέζικα χέρια που έχουν
ξαναπληγώσει την πονεμένη σου καρδιά και αρπάξει τους θεούς σου, τους θεούς
που μισούν το απαίσιο κλίμα της Αγγλίας." Λόρδος Βύρωνας, "Childe Harold"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου