.
Πόσες και πόσες φορές δεν είχα ακούσει τον Τζιαν Κάρλο να διηγείται διάφορες ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη του επίσκεψη στην Αμερική. Για τη γνωριμία του με τον Σαμ, που έμελλε να εξελιχθεί σε μια φιλία, γεμάτη αφοσίωση και αγάπη, για την υπόλοιπη πορεία της ζωής τους.
Ο Μενόττι προερχόταν από μια κλειστή κάστα αριστοκρατικής κοινωνίας του Καντελιάνο, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής είχαν μεταξύ τους κάποια συγγένεια. Η μητέρα του ήταν μια όμορφη, δυναμική και δεσποτική γυναίκα που λάτρευε τη μουσική και έπαιζε η ίδια με πάθος πιάνο. Εκτός από τη γενική παιδεία που φρόντισε να δώσει στα δέκα παιδιά της, επιπλέον προσπάθησε να τους εμφυσήσει και την αγάπη για τη μουσική. Επέμενε πως το κάθε ένα έπρεπε να μάθει κι από ένα μουσικό όργανο. Έτσι αργότερα έφτασαν να οργανώνουν στο σπίτι τους μουσικές βραδιές και τα παιδιά έπαιζαν τσέλο, βιολί, άρπα, πιάνο και συχνά έπαιρνε μέρος κι η ίδια.
Απ’ όλα τα παιδιά της όμως, αυτός που έδειχνε αγάπη και μεγαλύτερη κλίση στη μουσική ήταν ο Τζιάν Κάρλο, που μάλιστα στα επτά του μόλις χρόνια έγραψε την πρώτη του όπερα «Ο θάνατος του πιερότου». Η χαρά της ήταν απερίγραπτη και έκανε τα πάντα να τον ενθαρρύνει και να τον οδηγήσει στον κόσμο της μουσικής, μέχρι που του είχε και προσωπική δασκάλα πιάνου, η οποία τρεις φορές την εβδομάδα ερχόταν με το τρένο από το Μιλάνο. Αργότερα τον έγραψε στο μουσικό κονσερβατουάρ του Μιλάνου και κατάφερε να τον γνωρίσει με τον μεγάλο αρχιμουσικό Αρτούρο Τοσκανίνι. Αυτός, αφού διαπίστωσε το ταλέντο του Τζιάν Κάρλο, φρόντισε ο ίδιος να τον βοηθήσει να εισαχθεί στο «Ινστιτούτο Μουσικής Κέρτις» της Φιλαδέλφειας. Είχε πληροφορηθεί πως εκεί υπήρχε ένας σπουδαίος δάσκαλος στη μουσική σύνθεση και την έπεισε πως το παιδί της πρέπει να πάει στην Αμερική για ανώτερες μουσικές σπουδές. Η σχολή όμως ήταν πολύ αυστηρή και ο δάσκαλος Ροζάριο Σκαλέριο δε συνήθιζε να δέχεται ούτε ένα μαθητή πριν δει πρώτα ο ίδιος κάποια του σύνθεση, ακόμα κι αν τον σύστηνε ο μεγάλος Τοσκανίνι.
Έτσι η μητέρα του αποφάσισε να τον συνοδέψει στη Φιλαδέλφεια και αφού ο Σκαλέριο διαπίστωσε τις συνθετικές ικανότητές του, τον δέχθηκε για μαθητή του. Μετά η μητέρα του φρόντισε ώστε να μείνει με μια παραδοσιακή καθολική ιταλοαμερικανική οικογένεια, προκειμένου να μη λείψουν απ’ το παιδί της οι συνήθειες και οι παραδόσεις της πατρίδας του και επέστρεψε μόνη στην Ιταλία.
Ο ίδιος έλεγε πως ποτέ δεν μπόρεσε να ξεχάσει εκείνο το μελαγχολικό βροχερό σούρουπο που συνόδεψε τη μητέρα του στο τρένο. Όταν έφτασαν στο σταθμό κι ήρθς η ώρα ν’ αποχωριστούν, έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με λυγμούς. Μετά εκείνη έτρεξε και μπήκε στο τρένο, δίχως να γυρίσει να τον ξαναδεί.
Ξαφνικά ένιωσε, για πρώτη φορά στη ζωή του, τόση μοναξιά, που μόνο η παρουσία και η φιλία του Σαμ κατάφεραν να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τη θλίψη και τη μελαγχολία που τον είχαν καταβάλει. Ένιωθε, έλεγε, πολύ περήφανος που ο Σαμ Μπάρμπερ έγινε φίλος του και που κατά κάποιο τρόπο τον προστάτευε κάτω από τις φτερούγες του, γιατί ο Σαμ τότε ήταν το είδωλο της σχολής. Έπαιζε πιάνο εκπληκτικά, είχε μια μελωδική φωνή τενόρου και οι συνθετικές του επιδόσεις στη σχολή συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις καλύτερες των σπουδαστών. Και στους τρεις αυτούς τομείς θεωρείτο ιδιοφυία και ήδη λάτρευαν το «Κουαρτέτο για έγχορδα» που είχε γράψει. Όλοι τον θαύμαζαν και ήταν ο χαϊδεμένος μαθητής της σχολής. Από την πρώτη τους κιόλας γνωριμία γοήτευσε ο ένας τον άλλον, ο Μενόττι με την ευρωπαϊκή παιδεία και το ιταλικό αριστοκρατικό ταμπεραμέντο, ο Σαμ με τη γοητευτική παρουσία και την αμερικανική μόρφωση. Έτσι δέθηκαν μεταξύ τους κι έγιναν αχώριστοι. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον.
Ο Σαμ είχε μια αριστοκρατική παρουσία, που τον έκανε να μοιάζει με ευγενή Ευρωπαίο παρά με Αμερικανό. Αυτό βέβαια προερχόταν από το αυστηρό πουριτανικό περιβάλλον όπου μεγάλωσε, στο Ουεσττσέστερ της Πενσυλβάνια. Μέσα σε μια ευκατάστατη οικογένεια, ιδιαίτερα συντηρητική, πιστή στα αμερικανικά ήθη και έθιμα, όπου υπήρχε διάχυτη η ευγένεια και η μουσική παιδεία. Η θεία του ήταν η διάσημη κοντράλντο Λουίζ Χόμερ. Με την οικονομική βοήθεια που είχαν και οι δυο από τις οικογένειές τους, έκαναν πολλά και τακτικά ταξίδια στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Αυστρία, που εκείνα τα χρόνια ήταν τα κέντρα των πιο σημαντικών μουσικών εκδηλώσεων και συγκέντρωναν τους δημιουργούς των τεχνών. Άρχισαν να κυκλοφορούν στα σαλόνια της υψηλής αριστοκρατίας και συναντούσαν γνωστούς διανοούμενους και σημαντικούς καλλιτέχνες. Απόκτησαν φιλίες με ξεχωριστές φυσιογνωμίες της εποχής, όπως ο Αρτούρο Τοσκανίνι, Μπρούνο Βάλτερ, Πικάσο, Ζαν Κοκτώ, Τσάρλι Τσάπλιν, Λόρενς Ολιβιέ, Μάρλεν Ντήτριχ, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Νταλί, πρίγκιπες, βαρόνους και πολλούς άλλους.
Τα πράγματα άλλαξαν, όμως, όταν ο Μενόττι άρχισε να έχει επιτυχία και να αναγνωρίζεται σαν συνθέτης (…)
Νικηφόρος Νανέρης: Πριν τα σβήσει ο χρόνος (Καστανιώτης, 1997)
Διαβάστε (υποχρεωτικά):
G-Musicology: Το coming out του μικρού Sam
Πόσες και πόσες φορές δεν είχα ακούσει τον Τζιαν Κάρλο να διηγείται διάφορες ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη του επίσκεψη στην Αμερική. Για τη γνωριμία του με τον Σαμ, που έμελλε να εξελιχθεί σε μια φιλία, γεμάτη αφοσίωση και αγάπη, για την υπόλοιπη πορεία της ζωής τους.
Ο Μενόττι προερχόταν από μια κλειστή κάστα αριστοκρατικής κοινωνίας του Καντελιάνο, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής είχαν μεταξύ τους κάποια συγγένεια. Η μητέρα του ήταν μια όμορφη, δυναμική και δεσποτική γυναίκα που λάτρευε τη μουσική και έπαιζε η ίδια με πάθος πιάνο. Εκτός από τη γενική παιδεία που φρόντισε να δώσει στα δέκα παιδιά της, επιπλέον προσπάθησε να τους εμφυσήσει και την αγάπη για τη μουσική. Επέμενε πως το κάθε ένα έπρεπε να μάθει κι από ένα μουσικό όργανο. Έτσι αργότερα έφτασαν να οργανώνουν στο σπίτι τους μουσικές βραδιές και τα παιδιά έπαιζαν τσέλο, βιολί, άρπα, πιάνο και συχνά έπαιρνε μέρος κι η ίδια.
Απ’ όλα τα παιδιά της όμως, αυτός που έδειχνε αγάπη και μεγαλύτερη κλίση στη μουσική ήταν ο Τζιάν Κάρλο, που μάλιστα στα επτά του μόλις χρόνια έγραψε την πρώτη του όπερα «Ο θάνατος του πιερότου». Η χαρά της ήταν απερίγραπτη και έκανε τα πάντα να τον ενθαρρύνει και να τον οδηγήσει στον κόσμο της μουσικής, μέχρι που του είχε και προσωπική δασκάλα πιάνου, η οποία τρεις φορές την εβδομάδα ερχόταν με το τρένο από το Μιλάνο. Αργότερα τον έγραψε στο μουσικό κονσερβατουάρ του Μιλάνου και κατάφερε να τον γνωρίσει με τον μεγάλο αρχιμουσικό Αρτούρο Τοσκανίνι. Αυτός, αφού διαπίστωσε το ταλέντο του Τζιάν Κάρλο, φρόντισε ο ίδιος να τον βοηθήσει να εισαχθεί στο «Ινστιτούτο Μουσικής Κέρτις» της Φιλαδέλφειας. Είχε πληροφορηθεί πως εκεί υπήρχε ένας σπουδαίος δάσκαλος στη μουσική σύνθεση και την έπεισε πως το παιδί της πρέπει να πάει στην Αμερική για ανώτερες μουσικές σπουδές. Η σχολή όμως ήταν πολύ αυστηρή και ο δάσκαλος Ροζάριο Σκαλέριο δε συνήθιζε να δέχεται ούτε ένα μαθητή πριν δει πρώτα ο ίδιος κάποια του σύνθεση, ακόμα κι αν τον σύστηνε ο μεγάλος Τοσκανίνι.
Έτσι η μητέρα του αποφάσισε να τον συνοδέψει στη Φιλαδέλφεια και αφού ο Σκαλέριο διαπίστωσε τις συνθετικές ικανότητές του, τον δέχθηκε για μαθητή του. Μετά η μητέρα του φρόντισε ώστε να μείνει με μια παραδοσιακή καθολική ιταλοαμερικανική οικογένεια, προκειμένου να μη λείψουν απ’ το παιδί της οι συνήθειες και οι παραδόσεις της πατρίδας του και επέστρεψε μόνη στην Ιταλία.
Ο ίδιος έλεγε πως ποτέ δεν μπόρεσε να ξεχάσει εκείνο το μελαγχολικό βροχερό σούρουπο που συνόδεψε τη μητέρα του στο τρένο. Όταν έφτασαν στο σταθμό κι ήρθς η ώρα ν’ αποχωριστούν, έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με λυγμούς. Μετά εκείνη έτρεξε και μπήκε στο τρένο, δίχως να γυρίσει να τον ξαναδεί.
Ξαφνικά ένιωσε, για πρώτη φορά στη ζωή του, τόση μοναξιά, που μόνο η παρουσία και η φιλία του Σαμ κατάφεραν να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τη θλίψη και τη μελαγχολία που τον είχαν καταβάλει. Ένιωθε, έλεγε, πολύ περήφανος που ο Σαμ Μπάρμπερ έγινε φίλος του και που κατά κάποιο τρόπο τον προστάτευε κάτω από τις φτερούγες του, γιατί ο Σαμ τότε ήταν το είδωλο της σχολής. Έπαιζε πιάνο εκπληκτικά, είχε μια μελωδική φωνή τενόρου και οι συνθετικές του επιδόσεις στη σχολή συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις καλύτερες των σπουδαστών. Και στους τρεις αυτούς τομείς θεωρείτο ιδιοφυία και ήδη λάτρευαν το «Κουαρτέτο για έγχορδα» που είχε γράψει. Όλοι τον θαύμαζαν και ήταν ο χαϊδεμένος μαθητής της σχολής. Από την πρώτη τους κιόλας γνωριμία γοήτευσε ο ένας τον άλλον, ο Μενόττι με την ευρωπαϊκή παιδεία και το ιταλικό αριστοκρατικό ταμπεραμέντο, ο Σαμ με τη γοητευτική παρουσία και την αμερικανική μόρφωση. Έτσι δέθηκαν μεταξύ τους κι έγιναν αχώριστοι. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον.
Ο Σαμ είχε μια αριστοκρατική παρουσία, που τον έκανε να μοιάζει με ευγενή Ευρωπαίο παρά με Αμερικανό. Αυτό βέβαια προερχόταν από το αυστηρό πουριτανικό περιβάλλον όπου μεγάλωσε, στο Ουεσττσέστερ της Πενσυλβάνια. Μέσα σε μια ευκατάστατη οικογένεια, ιδιαίτερα συντηρητική, πιστή στα αμερικανικά ήθη και έθιμα, όπου υπήρχε διάχυτη η ευγένεια και η μουσική παιδεία. Η θεία του ήταν η διάσημη κοντράλντο Λουίζ Χόμερ. Με την οικονομική βοήθεια που είχαν και οι δυο από τις οικογένειές τους, έκαναν πολλά και τακτικά ταξίδια στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Αυστρία, που εκείνα τα χρόνια ήταν τα κέντρα των πιο σημαντικών μουσικών εκδηλώσεων και συγκέντρωναν τους δημιουργούς των τεχνών. Άρχισαν να κυκλοφορούν στα σαλόνια της υψηλής αριστοκρατίας και συναντούσαν γνωστούς διανοούμενους και σημαντικούς καλλιτέχνες. Απόκτησαν φιλίες με ξεχωριστές φυσιογνωμίες της εποχής, όπως ο Αρτούρο Τοσκανίνι, Μπρούνο Βάλτερ, Πικάσο, Ζαν Κοκτώ, Τσάρλι Τσάπλιν, Λόρενς Ολιβιέ, Μάρλεν Ντήτριχ, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Νταλί, πρίγκιπες, βαρόνους και πολλούς άλλους.
Τα πράγματα άλλαξαν, όμως, όταν ο Μενόττι άρχισε να έχει επιτυχία και να αναγνωρίζεται σαν συνθέτης (…)
Νικηφόρος Νανέρης: Πριν τα σβήσει ο χρόνος (Καστανιώτης, 1997)
Διαβάστε (υποχρεωτικά):
G-Musicology: Το coming out του μικρού Sam
2 σχόλια:
Yποχρεωτικά;
Διαγώνισμα θα γράψουμε; :-P
Δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν εκβιάζω ούτε δίνω μίζες στον erva για να υποχρεώνει τον κόσμο να διαβάζει τις αναρτήσεις μου! :)
Δημοσίευση σχολίου