.
γκρίζα παντζούρια βλέπουν σε κοτετσόσυρμα
ελαιόμαυρα νησιά επιπλέουν
σε άγρια σοβάτινη θάλασσα
ο παρθενώνας σου τοίχος φτωχογειτονιάς ω ελλάδα!
θραύσματα και κομμάτια
του στεναγμού του τρελού σου ηρακλείου
επανεμφάνιση αιώνια
σε αρχαίο κολάζ
αρρωστημένος από λέξεις που τσακίστηκαν σε αρένες
αιμάτινης αυτοκρατορίας
σχέδια άγριας παρακμής
αδιέξοδης ομορφιάς
της κνωσσού-καρφιτσωμένη-πεταλούδα
ο Χρόνος επαναλαμβάνει μια μορφή ραγισμένη
άγρυπνη βία που στέρεψε
από νόημα
ω κάψουλα των κύκλων που μαρτυράς
αιώνιο κίνδυνο και ψευδαίσθηση που φτερουγίζει
γύρω απ’ την φλόγα της ματαιότητας
δεν υπάρχει διαφυγή
οι πλανήτες συγκρούονται
σεισμός και ξέσπασμα πολέμου κομήτες
καταβυθίζονται στα προκλητά καμπαναριά της λογικής
διατρέχουν κυκλικά τον ήλιο
κι επιστρέφουν στην κοσμική ισχύ των εκτοξευμένων άστρων!
μυαλά συμπιεσμένα από την ιστορία και νεύρα
που επιταχύνουν τον Θάνατο περνούν
μέσα από πένθιμες ελπίδες
παρόλο που τίποτα δεν μπορεί ολικά να καθηλώσει
τους διαλυμένους εγκεφαλικούς χάρτες της παράνοιας!
κανένα προσχέδιο για τα
ατόφια κενά της χιλιετίας!
τέρμα οι νύχτες! τέρμα η
σοφία! τέρμα
τα παραδείσια προϊόντα χαμένων μυστικών δρόμων!
η στιγμή ακυρώθηκε
η ζωή πέταξε μακριά το κλειδί
μέσα σ’ αυτόν τον πόλεμο όλων
εναντίων όλων
ο Θάνατος γράφει κατάσαρκα
το σιωπηλό του ποίημα
ο ίκαρος χάνει τα φτερά του έρχεται ορμώντας μες απ’ την κοσμική σκόνη
ο πολυμήχανος δαίδαλος κλαίει
πολύ αργά ανάμεσα στα συντρίμμια
τρέμουν τα επιστημονικά του χέρια
βουνά
καταρρέουν καθώς οι θάλασσες αποκόπηκαν
απ’ τις κλίνες τους και οι ήπειροι σχίστηκαν
σαν το χαρτί αφήνοντας σεληνιακούς κρατήρες
η λεμουρία βυθίστηκε η μου βυθίστηκε η ρωσία και η αμερική θα βουλιάξουν
ο πάπας περπατά θρηνώντας
μέσα στον καταποντισμένο καθεδρικό
πάνω από πνιγμένα και καβουρνιασμένα
πτώματα
η γη αιμοστάζει πάνω στον ήλιο
με γδαρμένο το κεφάλι
κάτω απ’ την θάλασσα
τα πάντα
στη θέση τους
πως αλλιώς θα
μπορούσε να γίνει;
ακόμη
κι αν το βουητό του καλοκαιριού
απλώνεται
κάτω απ’ αυτόν τον λόφο της πόλης
ο χρυσός
διεισδύει μέσα στον μαύρο αέρα
μια φωνή καταριέται και γκρινιάζει
τα μικρά αγόρια ξεφωνίζουν στις πλαγιές
και τα σπουργίτια ριγούν πάνω
στα τηλεφωνικά σύρματα
αναμένω
με υπερένταση
τη μοναχική ώθηση
.
ελαιόμαυρα νησιά επιπλέουν
σε άγρια σοβάτινη θάλασσα
ο παρθενώνας σου τοίχος φτωχογειτονιάς ω ελλάδα!
θραύσματα και κομμάτια
του στεναγμού του τρελού σου ηρακλείου
επανεμφάνιση αιώνια
σε αρχαίο κολάζ
αρρωστημένος από λέξεις που τσακίστηκαν σε αρένες
αιμάτινης αυτοκρατορίας
σχέδια άγριας παρακμής
αδιέξοδης ομορφιάς
της κνωσσού-καρφιτσωμένη-πεταλούδα
ο Χρόνος επαναλαμβάνει μια μορφή ραγισμένη
άγρυπνη βία που στέρεψε
από νόημα
ω κάψουλα των κύκλων που μαρτυράς
αιώνιο κίνδυνο και ψευδαίσθηση που φτερουγίζει
γύρω απ’ την φλόγα της ματαιότητας
δεν υπάρχει διαφυγή
οι πλανήτες συγκρούονται
σεισμός και ξέσπασμα πολέμου κομήτες
καταβυθίζονται στα προκλητά καμπαναριά της λογικής
διατρέχουν κυκλικά τον ήλιο
κι επιστρέφουν στην κοσμική ισχύ των εκτοξευμένων άστρων!
μυαλά συμπιεσμένα από την ιστορία και νεύρα
που επιταχύνουν τον Θάνατο περνούν
μέσα από πένθιμες ελπίδες
παρόλο που τίποτα δεν μπορεί ολικά να καθηλώσει
τους διαλυμένους εγκεφαλικούς χάρτες της παράνοιας!
κανένα προσχέδιο για τα
ατόφια κενά της χιλιετίας!
τέρμα οι νύχτες! τέρμα η
σοφία! τέρμα
τα παραδείσια προϊόντα χαμένων μυστικών δρόμων!
η στιγμή ακυρώθηκε
η ζωή πέταξε μακριά το κλειδί
μέσα σ’ αυτόν τον πόλεμο όλων
εναντίων όλων
ο Θάνατος γράφει κατάσαρκα
το σιωπηλό του ποίημα
ο ίκαρος χάνει τα φτερά του έρχεται ορμώντας μες απ’ την κοσμική σκόνη
ο πολυμήχανος δαίδαλος κλαίει
πολύ αργά ανάμεσα στα συντρίμμια
τρέμουν τα επιστημονικά του χέρια
βουνά
καταρρέουν καθώς οι θάλασσες αποκόπηκαν
απ’ τις κλίνες τους και οι ήπειροι σχίστηκαν
σαν το χαρτί αφήνοντας σεληνιακούς κρατήρες
η λεμουρία βυθίστηκε η μου βυθίστηκε η ρωσία και η αμερική θα βουλιάξουν
ο πάπας περπατά θρηνώντας
μέσα στον καταποντισμένο καθεδρικό
πάνω από πνιγμένα και καβουρνιασμένα
πτώματα
η γη αιμοστάζει πάνω στον ήλιο
με γδαρμένο το κεφάλι
κάτω απ’ την θάλασσα
τα πάντα
στη θέση τους
πως αλλιώς θα
μπορούσε να γίνει;
ακόμη
κι αν το βουητό του καλοκαιριού
απλώνεται
κάτω απ’ αυτόν τον λόφο της πόλης
ο χρυσός
διεισδύει μέσα στον μαύρο αέρα
μια φωνή καταριέται και γκρινιάζει
τα μικρά αγόρια ξεφωνίζουν στις πλαγιές
και τα σπουργίτια ριγούν πάνω
στα τηλεφωνικά σύρματα
αναμένω
με υπερένταση
τη μοναχική ώθηση
.
από την Ανθολογία αμερικανικής ποίησης του εικοστού αιώνα (Ηριδανός)
μετ: Γιάννης Λειβαδάς
Αντίο
Κάθησα στης Ευρώπης τον πιο αρχαίο θρόνο
κι άκουσα το παγώνι να φωνάζει μες στα ερείπια
μέθυσα πίνοντας από την Κασταλία πηγή
εκείνη που οι λατίνοι ποιητές
πηγή έμπνευσης την ονόμαζαν
και χάιδεψα στους Δελφούς τον ομφαλό του κόσμου
...κι είδα το βασιλιά των κρίνων
να ξεπροβάλλει
από της Κρήτης
τον φλεγόμενο τοίχο
μυημένο, με φτερά στολισμένο
να κοιτάζει ψηλός και νέος
μέσα από τους σεισμούς του χρόνου
...και στου Απόλλωνα το μαντείο
άκουσα την Πυθία
μέσ' απ' το βράχο: ΔΙΑΛΕΞΕ
από την Ανθολογία Μπιτ Ποίησης (Ροές)
Αντίο
Κάθησα στης Ευρώπης τον πιο αρχαίο θρόνο
κι άκουσα το παγώνι να φωνάζει μες στα ερείπια
μέθυσα πίνοντας από την Κασταλία πηγή
εκείνη που οι λατίνοι ποιητές
πηγή έμπνευσης την ονόμαζαν
και χάιδεψα στους Δελφούς τον ομφαλό του κόσμου
...κι είδα το βασιλιά των κρίνων
να ξεπροβάλλει
από της Κρήτης
τον φλεγόμενο τοίχο
μυημένο, με φτερά στολισμένο
να κοιτάζει ψηλός και νέος
μέσα από τους σεισμούς του χρόνου
...και στου Απόλλωνα το μαντείο
άκουσα την Πυθία
μέσ' απ' το βράχο: ΔΙΑΛΕΞΕ
από την Ανθολογία Μπιτ Ποίησης (Ροές)
μετ: Γιάννης Λειβαδάς
2 σχόλια:
Nα συμπληρώσω ότι ο Χάρολντ Νορς βρέθηκε στην Ελλάδα το 1964. Ήλθε αμέσως μετά το Παρίσι όπου έζησε για μια τριετία (1960-1963) με τους Γουίλλιαμ Μπάρροουζ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ και Γκρέγκορυ Κόρσο. Στην Ύδρα γνωρίστηκε με τον τότε άγνωστο ακόμα Λέοναρντ Κοέν, πέρασε αρκετό χρόνο με τον Τζάκ Χίρσμαν και επανασυνδέθηκε με τον ποιητή Τσάρλς Χένρι Φόρντ που γνώριζε από την δεκαετία του '40 όταν ζούσαν και οι δύο στο Γκρήνουιτς Βίλατζ, όπου ο Χάρολντ Νορς ήταν ενεργό μέλος του ομοφυλοφιλικού και λογοτεχνικού κινήματος.
Harold Norse:
Carnivorous Saint
we dig up ancient shards
clicking cameras
among the dying cypresses
choked by Athenian smog.
yet cats continue basking
in the hazy sun
the chained goat sways in ecstasy
the Parthenon looks down from creamy heights
lichen and rust nibble the pediments
and tourist feet break the spell
of antiquity's vibrations
the grass hits
as I look at rusty orangeade caps
thinking Who needs nuclear Apollo?
thermonuclear Minerva?
Nike crashing to grand finale?
we need the anti-Christ
who is probably playing football around the corner
the sweet boy who used to be called Eros
and wants us to be happy.
bring back the carnivorous saint
whose mother is no virgin
she's Our Lady of Peace Movements
to ban the bomb and clean up the air
she'll wave her umbrella and change the world.
ah yes, when the grass hits
old worlds burn down and new worlds form
in clouds of brown monoxide morning.
Athens, Jan. 1964
βρε αγορι μου τι το θελες αυτο με τους αχυρανθρωπους και μας μπερδεψες...
Δημοσίευση σχολίου