.
(απόσπασμα)
Έτσι μισοσηκωμένος, κοιτάζει τον εραστή του,
Που τώρα δύναται ν’ αγαπήσει, αλλά δεν ξέρει πώς.
Μάταια, μένοντας στο ημίφως,
Διατρέχει τα παγωμένα χείλη του στο σώμα όλο.
Και ενώ τα χείλη του είναι αναίσθητα και παγωμένα, αλίμονο!,
Μόλις που γεύεται το θάνατο κ’ οι δύο
Κι ο έρωτας είναι παρών ακόμη, και κινητήρια δύναμη.
Ύστερα σταματούν τα χείλη του στου άλλου τη σχισμή την κρύα των χειλιών.
Α, ήδη η ανύπαρκτη αναπνοή στα χείλη του υπενθυμίζει
Ότι εκ μέρους των θεών έχει σταλεί μια ομίχλη
Που μπαίνει ανάμεσα σ’ εκείνον και στ’ αγόρι. Τ’ ακροδάχτυλά του,
Άσκοπα ακόμα το σώμα ερευνούν, γυρεύοντας
Κάποια απόκριση της σαρκός στην άγρυπνή του επιθυμία.
Μα η ερώτησή τους για την αγάπη φαντάζει ακατανόητη:
Ο θεός, που του ‘πρεπε η λατρεία των φιλιών, είναι νεκρός!
Fernando Pessoa: Αντίνοος (Αρμός, 2006)
Μετάφραση: Κώστας Λάνταβος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου