[…] Ο έρωτας μοιάζει να απολαμβάνει μια διαφορετική
καταστατική θέση σε σχέση με άλλα μοναδικά συμβάντα. Πράγματι μπορεί κανείς να
ερωτευτεί περισσότερες από μία φορές και ορισμένοι άνθρωποι καμαρώνουν ή
παραπονούνται επειδή ερωτεύονται και «ξε-ερωτεύονται» (τόσο οι ίδιοι όσο και
κάποιοι άλλοι με τους οποίους γνωρίζονται στην πορεία) υπερβολικά εύκολα. Όλοι
έχουμε ακούσει διάφορες ιστορίες σχετικά με τέτοια «ερωτομανή» ή «ευαίσθητα στα
βέλη του έρωτα» άτομα.
Υπάρχουν καλοί λόγοι για να βλέπει κανείς τον έρωτα
και ιδιαίτερα την κατάσταση του «ερωτευμένου» ως-σχεδόν εκ φύσεως-περιοδική
κατάσταση, δεκτική επανάληψης και πρόσφορη ακόμα και σε επαναλαμβανόμενεες
απόπειρες. Αν μας πίεζαν, οι περισσότεροι εξ ημών θα αναγνωρίζαμε ότι νιώθαμε
και ήμαστε ερωτευμένοι σε κάμποσες διαφορετικές περιστάσεις. Μαντεύει κανείς
(και όχι ακριβώς στα τυφλά) ότι σήμερα οι τάξεις των ανθρώπων που τείνουν να
αποδώσουν το όνομα του έρωτα σε περισσότερες από μία εμπειρίες της ζωής τους,
που δεν θα έπαιρναν όρκο ότι ο έρωτας που ζουν επί του παρόντος είναι ο
τελευταίος, που προσδοκούν περισσότερες τέτοιες εμπειρίες στο μέλλον,
πληθαίνουν με γοργό ρυθμό. Αν η εικασία αποδειχθεί σωστή, δεν πρέπει δα να
εκπλαγούμε. Άλλωστε ο ρομαντικός ορισμός του έρωτα ως «αιώνιας αγάπης» είναι
οριστικά ανεπίκαιρος-η ημερομηνία λήξης του έχει παρέλθει εξαιτίας της ριζικής
αναδιάταξης των δομών συγγένειας που εξυπηρετούσε και από τις οποίες αντλούσε
το κύρος και τη σοβαρότητά του. Όμως, ο εκφυλισμός αυτής της ιδέας σημαίνει,
αναπόφευκτα, την απλοποίηση των ελέγχων που πρέπει να περάσει μια εμπειρία για
να θεωρηθεί «έρωτας».
Αντί να ανέλθουν περισσότεροι άνθρωποι στα υψίπεδα του
έρωτα σε περισσότερες περιπτώσεις, τα υψίπεδα αυτά κατρακύλησαν, ως αποτέλεσμα,
το σύνολο των εμπειριών στις οποίες αναφερόμαστε με τη λέξη έρωτας διευρύνθηκε
τρομακτικά. Μια βραδιά περιστασιακού σεξ περιγράφεται υπό την κωδική ονομασία
«κάνω έρωτα».
Αυτή η ξαφνική αφθονία και η φαινομενική διαθεσιμότητα
«ερωτικών εμπειριών» ενδέχεται να- και όντως-τρέφει την πεποίθηση ότι ο έρωτας
(να ερωτεύεσαι, να επιδίδεσαι στο κυνήγι του έρωτα) είναι δεξιότητα που
μαθαίνεται και ότι η αντίστοιχη επιδεξιότητα αναπτύσσεται ευθέως ανάλογα προς
τον αριθμό των πειραμάτων και τη συχνότητα της άσκησης. Μέχρι που φθάνει κανείς
να πιστεύει (όπως τόσο συχνά συμβαίνει) ότι οι δεξιότητες στον έρωτα
αναπτύσσονται κατ’ ανάγκην με τη σώρευση εμπειριών, ότι ο επόμενος έρωτας θα
είναι εμπειρία ακόμη πιο ευφρόσυνη από τον τρέχοντα ομόλογό του, μολονότι,
βέβαια, όχι τόσο συναρπαστική ή διεγερτική όσο ο μεθεπόμενος.
Αλλά και αυτό δεν είναι παρά ακόμη μια ψευδαίσθηση.
Το είδος της γνώσης που αυξάνεται σε όγκο, καθώς η
αλληλουχία των ερωτικών επεισοδίων επιμηκύνεται, αφορά τον «έρωτα» ως έντονα,
βραχύβια και εκθαμβωτικά επεισόδια που προβάλλει η a priori επίγνωση της
ευπάθειας και της συντομίας τους. Οι δεξιότητες που αποκτούνται τότε υπάγονται
στον τύπο του «τελειώνω γρήγορα και ξαναρχίζω απ’ την αρχή»-μιας μορφής
δραστηριότητας στην οποία σύμφωνα με τον Σαίρεν Κίρκεγκωρ (Soren Kierkegaard),
ο Ντον Τζιοβάνι του Μότσαρτ υπήρξε ο αρχετυπικός δεξιοτέχνης. Καθώς, όμως,
καθοδηγούνταν από την παρόρμηση να ξαναπροσπαθήσει και προσπαθούσε
εμμονοληπτικά να αποτρέψει κάθε διαδοχική απόπειρα στο παρόν να σταθεί εμπόδιο
σε μελλοντικές προσπάθειες, ο Ντον Τζιοβάνι, υπήρξε ένας αρχετυπικός «ανίκανος
για αγάπη». Αν ο έρωτας ήταν ο σκοπός των ακούραστων αναζητήσεων και
πειραματισμών του Ντον Τζιοβάνι, η παρόρμησή του να πειραματίζεται θ’ αψηφούσε
τον ίδιο του τον σκοπό. Δελεάζεται κανείς να πει πως το αποτέλεσμα της
υποτιθέμενης «απόκτησης δεξιοτήτων» είναι αναγκαστικά, όπως στην περίπτωση του
Ντον Τζιοβάνι, η απεκμάθηση του έρωτα, μια «πεπαιδευμένη ανικανότητα» για
αγάπη.
Η εκδίκηση
του έρωτα
Μια τέτοια συνέπεια-η εκδίκηση του έρωτα, τρόπον τινά,
ενάντια σε εκείνους που τολμούν να αμφισβητήσουν τη φύση του-θα μπορούσε να
θεωρηθεί αναμενόμενη. Μπορεί κανείς να μάθει να εκτελεί μια δραστηριότητα
καθόσον ένα σύνολο σταθερών και αμετάβλητων κανόνων ανταποκρίνεται σε σταθερές,
μονότονα επαναληπτικές συνθήκες που ευνοούν την εκμάθηση, την απομνημόνευση και
μια συνακόλουθη σειρά επιτελεστικών κινήσεων. Σ’ ένα ασταθές περιβάλλον, η
απομνημόνευση και η απόκτηση έξεων-τα χαρακτηριστικά της επιτυχημένης
εκμάθησης-δεν είναι μόνο αντιπαραγωγικές αλλά μπορεί να αποδειχθούν θανάσιμες
στις συνέπειές τους. Αυτό που διαρκώς αποδεικνύεται θανατηφόρο για τους
αρουραίους στους υπονόμους των πόλεων-αυτά τα εξαιρετικά ευφυή πλάσματα που
είναι ικανά να μαθαίνουν γρήγορα πως να ξεδιαλέγουν τα θρεπτικά υλικά ανάμεσα στα
θανατηφόρα δολώματα-είναι το στοιχείο της αστάθειας, της καταστρατήγησης των
κανόνων, το οποίο εισάγεται στο δίκτυο των υπόγειων υδρορροών και δεξαμενών από
την ακανόνιστη, μη επιδεικτική εκμάθησης, απρόβλεπτη και αληθινά αδιαπέρατη
«ετερότητα» άλλων ευφυών πλασμάτων-των ανθρώπων: πλασμάτων ξακουστών για την
τάση τους να παρεκκλίνουν από τη συνήθεια και να διασκεδάζουν παραβιάζοντας τη
διάκριση κανονικού και τυχαίου. Αν δεν τηρείται τούτη η διάκριση, η εκμάθηση
αποκλείεται. Όσοι επιμένουν να ρυθμίζουν τις πράξεις τους βάσει προηγούμενων,
σαν τους στρατηγοιύς για τους οποίους θρυλείται ότι διεξάγουν τον τελευταίο
νικηφόρο πολεμό τους ξανά και ξανά, διακινδυνεύουν μέχρι αυτοκτονίας, μπαίνουν
μόνοι τους σε ατέλιωτους μπελάδες.
Ανήκει στη φύση του έρωτα-όπως παρατήρησε ο
Λουκανός (39-65 μ.Χ.) πριν από δύο χιλιετίες και επανέλαβε ο Φράνσις Μπαίηκον
(Francis Bacon) πολλούς αιώνες αργότερα-ότι δεν μπορεί παρά να σημαίνει έκθεση
σε μελλοντικούς κινδύνους.
Στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, η Διοτίμα από τη Μαντινεία
(δηλαδή σε ελεύθερη απόδοση, η προφήτις «Φοβού-τον-Θεό από την πόλη των
προφητών») υποδεικνύει στον Σωκράτη, με την ολόψυχη συγκατάθεση του τελευταίου,
ότι «δεν είναι η ομορφιά το αντικείμενο του έρωτα όπως εσύ νομίζεις», «είναι η
γέννα και η γονιμοποίηση στην ομορφιά». Να αγαπά κανείς σημαίνει να «επιθυμεί
να γονιμοποιήσει και να γεννήσει» κι έτσι ο εραστής «αναζητάει κι αυτός,
γυρίζοντας εδώ κι εκεί, την ομορφιά όπου θα μπορέσει να γεννήσει».
Με άλλα λόγια, ο έρωτας δεν βρίσκει το νοημά του στη
λαχτάρα για προκατασκευασμένα, έτοιμα και ολοκληρωμένα πράγματα-αλλά στην
ανάγκη να συμμετάσχει στο γίγνεσθαι αυτών των πραγμάτων. Ο έρωτας συγγενεύει με
το υπερβατικό. Δεν είναι παρά ένα άλλο όνομα της δημιουργικής ορμής και ως
τέτοιος είναι κατάφορτος από κινδύνους: όπως κάθε δημιουργία, δεν είναι ποτέ
σίγουρος που θα καταλήξει.
Σε κάθε έρωτα υπάρχουν τουλάχιστον δύο όντα, καθένα
από τα οποία αποτελεί τον μεγάλο άγνωστο στις εξισώσεις του άλλου. Το γεγονός
αυτό που κάνει τον έρωτα να μοιάζει με την ιδιοτροπία της μοίρας-με αυτό το
αλλόκοτο και μυστηριώδες μέλλον που είναι αδύνατο να προβλεφθεί, να προληφθεί ή
να αποκρουστεί, να επισπευσθεί ή να αναχαιτιστεί. Να αγαπάς θα πει να ανάγεσαι
σε τούτη τη μοίρα, σε αυτή την εξοχότερη όλων των ανθρώπινων καταστάσεων, στην
οποία ο φόβος και η χαρά ενώνονται σε ένα κράμα που δεν επιτρέπει πλέον το
διαχωρισμό των συστατικών του. Η διάνοιξη σε αυτή τη μοίρα θα πει, σε τελευταία
ανάλυση, εισδοχή της ελευθερίας που ενσαρκώνεται στον Άλλο, τον ερωτικό
σύντροφο.
Όπως το έθετε ο Έριχ Φρομ (ErichFromm): «Η ικανοποίηση
στην ατομική αγάπη δεν είναι εφικτή δίχως γνήσια ταπεινοφροσύνη, θάρρος,
πίστη και πειθαρχία»- μόνο και μόνο για να προσθέσει αμέσως, με θλίψη, ότι σε
«έναν πολιτισμό στον οποίο αυτές οι ιδιότητες σπανίζουν, η επίτευξη της ικανότητας
για αγάπη παραμένει κατ’ ανάγκην σπάνιο κατόρθωμα».
Κι έτσι είναι-σε έναν καταναλωτικό πολιτισμό όπως ο
δικός μας, ο οποίος ευνοεί τα έτοιμα για άμεση χρήση προϊόντα, τις στιγμιαίες
εκτονώσεις, τη στιγμιαία ικανοποίηση, τα αποτελέσματα που δεν απαιτούν
παρατεταμένη προσπάθεια, τις σίγουρες συνταγές, την ασφάλιση κατά παντός
κινδύνου και τις εγγυήσεις επιστροφής χρημάτων. Η υπόσχεση εκμάθησης της τέχνης
της αγάπης είναι μια (ψευδής, παραπλανητική αλλά και τόσο ευσεβώς ποθητή!)
υπόσχεση μετατροπής της «ερωτικής εμπειρίας» καθ’ ομοίωσιν άλλων εμπορευμάτων
τα οποία σαγηνεύουν και αποπλανούν κραδαίνοντας όλα τα προαναφερθέντα
χαρακτηριστικά, υποσχόμενα να αφαιρέσουν την αναμονή από την επιθυμία, τον
ιδρώτα από την προσπάθεια και την προσπάθεια από τα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχει αγάπη χωρίς ταπεινοφροσύνη και θάρρος. Και
τα δυο είναι απαραίτητα, σε τεράστιες και συνεχώς ανανεούμενες ποσότητες, όποτε
εισχωρεί κανείς σε περιοχές ανεξερεύνητες και αχαρτογράφητες-και όποτε κάνει
την εμφάνισή του ο έρωτας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ανθρώπινα όντα, τα
οδηγεί σε τέτοιες ακριβώς περιοχές…
….Επιθυμία
και έρωτας. Αδέλφια αμφιθαλή. Γεννιούνται κάποτε ως δίδυμα, ποτέ όμως ως δίδυμα
ομοζυγωτικά.
Η επιθυμία είναι διάθεση να καταναλώσουμε: να
απορροφήσουμε, να κατασπαράξουμε, να καταπιούμε και να χωνέψουμε-να
εξολοθρεύσουμε… Τα αναλώσιμα έλκουν, τα απορρίματα απωθούν. Μετά την επιθυμία
έρχεται η σειρά των απορριμάτων…
Ο έρωτας από την άλλη είναι η διάθεση να φροντίσουμε
και να προστατεύσουμε το αντικείμενο της φροντίδας μας… Να βυθίσουμε, να
απορροφήσουμε και να αφομοιώσουμε το υποκείμενο στο αντικείμενο, όχι
αντιστρόφως, όπως στην περίπτωση της επιθυμίας. Έρωτας σημαίνει να προσθέτουμε
στον κόσμο-όπου κάθε πρόσθεση είναι το ζωντανό ίχνος του ερώντος. Στον έρωτα ο
εαυτός μετεμφυτεύεται λίγο λίγο στον κόσμο. Ο ερών επεκτείνεται με το να
παραδίδεται στο αγαπημένο αντικείμενο.
Ο έρωτας αφορά την επιβίωση του εαυτού μέσω της
ετερότητας του εαυτού-και έτσι, ο έρωτας σημαίνει μιαν ανάγκη να
προστατεύσουμε, να θρέψουμε, να προφυλάξουμε. Επίσης, να χαϊδέψουμε, να
κακομάθουμε και να κανακέψουμε ή να περιφρουρήσουμε ζηλόφθονα, να περιφράξουμε,
να εγκλωβίσουμε. Έρωτας σημαίνει να είσαι στην υπηρεσία, να τελείς διαθέσιμος,
να αναμένεις εντολές-μπορεί όμως και να σημαίνει απαλλοτρίωση και υπέρβαση
ευθύνης: κατίσχυση μέσω παράδοσης, θυσία που ανακλάται ως αύξηση… Ο έρωτας και
η επιθυμία δρουν αντίρροπα. Ο έρωτας είναι ένα δίχτυ που απλώνεται στην
αιωνιότητα, η επιθυμία ένα στρατήγημα προς αποφυγή των αγγαρειών της ύφανσης…
Ζύγκμουντ Μπάουμαν: Ρευστή αγάπη. Για την ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών (Εστία, 2006)
Ζύγκμουντ Μπάουμαν: Ρευστή αγάπη. Για την ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών (Εστία, 2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου