Την
πρώτη ή τη δεύτερη μέρα, όχι που γνωριστήκαμε, αλλά που μιλήσαμε κάπως
παραπάνω, πήρε έναν πολύ όμορφο νεαρό,
του είπε να περιμένει στη ρεσεψιόν, και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω
επάνω.
Ανεβήκαμε
την ξύλινη σκάλα του ξενοδοχείου που έτριζε
όσο προσεχτικά κι αν πάταγες. Φτάσαμε στο δωμάτιό του, στο δεύτερο
όροφο, εκεί που δεχόταν τους «πελάτες». Ακολουθούσα αλλά πρέπει να ήμουνα
ολόκληρος ένα ερωτηματικό.
Τι διάολο θέλει αυτός… αυτή, ότι τέλος πάντων ήταν.
Μπήκαμε στο δωμάτιό του, κάτι πήγα να πω αλλά μου έκανε νόημα -σςςς- να μη μιλάω, με πέρασε στο
μπαλκόνι, -περίμενε εδώ- μου είπε συνωμοτικά, - και μην κάνεις φασαρία .
Έκλεισε τα παντζούρια προσεκτικά, αφήνοντας όμως μια χαραμάδα έτσι ώστε
απ’ την έξω μεριά, να βλέπω στο δωμάτιο και το κρεβάτι, μου ξαναείπε να
περιμένω και να μην κάνω φασαρία.
Τι διάολο θα συμβεί, γιατί όλα αυτά; Περίμενα, έτσι κι αλλιώς δεν
κινδύνευα από κάτι.
Σε λίγο ανεβήκανε με το νεαρό, κοίταξε προς το μέρος μου,
βεβαιώθηκε ότι ήμουν εκεί, και άρχισαν
να γδύνονται. Ο νεαρός τα έβγαλε όλα, αυτός τα απαραίτητα, απ’ τη μέση και
πάνω, έβγαλε το μπλουζάκι με το βαθύ ντεκολτέ που φόραγε, την κιλότα, χωρίς να
βγάλει τη μίνι φούστα. Αν και κάπως σκοτεινά, το στήθος «της» διαγραφόταν
κανονικά, δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτ’ άλλο. Από μπροστά δεν μπορούσα να δω,
την περισσότερη ώρα μου είχε γυρισμένη την πλάτη. Λίγο που έβλεπα, δεν μπορούσα
να καταλάβω, είχε ή δεν είχε κάνει
εγχείρηση, δε φαινόταν πάντως τίποτα.
Ο
νεαρός ξάπλωσε ανάσκελα κι αυτός τον καβάλησε από πάνω. Αρχίσανε παθιασμένα
φιλά, όχι σαν πουτάνα με πελάτη, αλλά σαν εραστές που είχαν καιρό να ιδωθούν.
«Η πουτάνα», όπως γράφει κι ο Ταχτσής στο Φοβερό Βήμα, κάνοντας μπανιστήρι σ’ ένα
μπουρδέλο, την περίοδο που έμενε στο Σίδνευ, «όταν κάποιος πήγαινε να τη
χαϊδέψει κάτω, έκλεινε τα σκέλια σα
στρείδι, αν πήγαινε να τη φιλήσει στο στόμα
ή το λαιμό, τραβιόταν μ’ ένα μορφασμό αηδίας».
Εδώ δεν είχε τέτοια. Πάθος, φιλιά, αναστεναγμοί,
χαμός. Τη βρίσκανε κι οι δυο, το ήθελε και ο
νεαρός και η « πουτάνα».
Αυτό το
συμβάν στο Σίδνευ, το μπανιστήρι στις πουτάνες δηλαδή, πιστεύω ότι έπαιξε
σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του
Κώστα και σημάδεψε τη ζωή του. Γιατί άλλο να είσαι ομοφυλόφιλος και να έχεις κάποιες επαφές κατά καιρούς, κι άλλο να «ντύνεσαι» και να πηγαίνεις με είκοσι ή και
τριάντα πελάτες τη βραδιά. Οι νεαροί
όμως που κι αυτός ήθελε να πάρει και δεν του δίνανε σημασία…
«.. ήταν εξίσου ευάλωτοι, κι ίσως ακόμα πιο
χαζοί από τους άλλους. Πιο πολύ καβαλούσαν την ιδέα της γυναίκας, παρά την ίδια
τη γυναίκα, και δεν υπήρχε φως μέσα στο δωμάτιο, θα μπορούσες να τους πιάσεις
αυτό το περήφανο αλλά θεόστραβο κομμάτι σάρκας πού’ χανε στα σκέλια τους και να
το βάλεις σ’ οποιαδήποτε ζεστή, γλοιώδη τρύπα – τα υπόλοιπα ήταν θέμα
υποβολής».
Αν
λοιπόν ντυνόταν γυναίκα σε κάποιο σκοτεινό σκηνικό, όχι μόνο θα έπαιρνε αυτούς
που του άρεσαν, αλλά θα ήταν και πιο
απελευθερωμένοι μαζί του. Δοκίμασε και
τα « κατάφερε» μια χαρά. Άλλωστε ήταν μακριά απ’ την Ελλάδα κι αυτό του έδινε
μεγαλύτερη ελευθερία να κάνει κάτι τόσο παράτολμο. Αν δεν είχαν συμβεί αυτά, αν
δεν ήταν τόσο μακριά απ’ την Ελλάδα,
αν.., αν.., αλλά με τα αν δε γίνεται
δουλειά. Έγιναν λοιπόν και ντύθηκε γυναίκα, βοήθησε και το ότι ήταν πολύ
θρασύς, γενικότερα βέβαια, αλλά στα ερωτικά παραήταν.
Γιώργος
Πολυχρονίδης: Ο Κώστας, εγώ και ο Ταχτσής (Οδυσσέας, 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου