Εκεί που είχε φθάσει η συζήτηση, ο Αμβρόσιο δεν είχε αμφιβολίες – οι εκφράσεις, η φωνή, όλα, του φαίνονταν πολύ αυθεντικά. Κρύσταλλο διάφανο ο τύπος’ και δίχως καμμία επιφύλαξη. Ο τέλειος συνταξιδιώτης για ένα μακρύ και ανιαρό ταξίδι’ ο πιο κατάλληλος άνθρωπος, τη στιγμή που ακόμα έμεναν τρεςι ώρες για να φθάσουν στο Μιλάνο.
Η επόμενη έκπληξη –κι όχι η μεγαλύτερη ούτε η τελαυταία-, ήρθε όταν ο Αμβρόσιο προσπάθησε να μάθει για το άτομα που τον τράβηξε στην Αθήνα.
«Μια Ελληνίδα;» τον ρώτησε.
«Όχι. Ένας νεαρός από τη Λιβύη» ομολόγησε ο Όσκαρ κοιτώντας τον στα μάτια.
Άξαφνα, όμως, δίχως μεταβατικό στάδιο, το χαμόγελο του Άγγλου έγινε μορφασμός πόνου. Ύστερα από δυο χοντρά δάκρυα, κοκκίνισε η άκρη των βλεφάρων του. Χαμήλωσε το κεφάλι κι άρχισε να περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.
Ο Αμβρόσιο έμεινε σιωπηλός για να του δώσει χρόνο να ηρεμήσει. Όταν συνήλθε, χαμογέλασε για αν ζητήσει συγνώμη. Το πολύ μελαχρινό δέρμα του, που είχε άξαφνα χλομιάσει. Έδινε στο βλέμμα του μια θλίψη κι ένα βάθος που κανένας δεν θα μπορούσε να κρύψει.
Δεν έκλαψε άλλο. Ένα γκρίζο τσουλούφι έπεσε μπροστά στο μέτωπό του, και με το βλέμμα χαμένο κάπου στις χιονισμένες Άλπεις της Σαβοϊας, ομολόγησε στον συνταξιδιώτη του πόσο είχε αγαπήσει εκείνον τον νεαρό, που τον έλεγαν Αμπντέλ.
«Όμως, στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού μ’ εγκατέλειψε.»
Ο Αμπντέλ έφυγε μια μέρα από το διαμέρισμα στην Αθήνα, όπου συγκατοικούσαν για αρκετά χρόνια. Του άφησε ένα γράμμα που έλεγε ότι επέστρεφε στη Λιβύη. Ήθελε να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και να φροντίσει τους γέρους γονείς του. Αγαπούσε ακόμα τον Όσκαρ, όμως, ήταν πια είκοσι πέντε χρονών και πίστευε ότι δεν είχαν μέλλον ως ζευγάρι. Για το καλό και των δυο, θα άρχιζε μια νέα ζωή.
Και στο τέλος τον αποχαιρετούσε με την είδηση για το γάμο του στη Βεγγάζη, την επόμενη εβδομάδα. Ο πατέρας του τα είχε αναλάβει όλα κι ο πεθερός του τους έκανε δώρο ένα διαμέρισμα.
Ο Όσκαρ ανασήκωσε τους ώμους με ύφος απαρηγόρητο.
Ντανιέλ Τσαβαρία: Για τα μάτια σου (opera, 2009)
Η επόμενη έκπληξη –κι όχι η μεγαλύτερη ούτε η τελαυταία-, ήρθε όταν ο Αμβρόσιο προσπάθησε να μάθει για το άτομα που τον τράβηξε στην Αθήνα.
«Μια Ελληνίδα;» τον ρώτησε.
«Όχι. Ένας νεαρός από τη Λιβύη» ομολόγησε ο Όσκαρ κοιτώντας τον στα μάτια.
Άξαφνα, όμως, δίχως μεταβατικό στάδιο, το χαμόγελο του Άγγλου έγινε μορφασμός πόνου. Ύστερα από δυο χοντρά δάκρυα, κοκκίνισε η άκρη των βλεφάρων του. Χαμήλωσε το κεφάλι κι άρχισε να περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.
Ο Αμβρόσιο έμεινε σιωπηλός για να του δώσει χρόνο να ηρεμήσει. Όταν συνήλθε, χαμογέλασε για αν ζητήσει συγνώμη. Το πολύ μελαχρινό δέρμα του, που είχε άξαφνα χλομιάσει. Έδινε στο βλέμμα του μια θλίψη κι ένα βάθος που κανένας δεν θα μπορούσε να κρύψει.
Δεν έκλαψε άλλο. Ένα γκρίζο τσουλούφι έπεσε μπροστά στο μέτωπό του, και με το βλέμμα χαμένο κάπου στις χιονισμένες Άλπεις της Σαβοϊας, ομολόγησε στον συνταξιδιώτη του πόσο είχε αγαπήσει εκείνον τον νεαρό, που τον έλεγαν Αμπντέλ.
«Όμως, στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού μ’ εγκατέλειψε.»
Ο Αμπντέλ έφυγε μια μέρα από το διαμέρισμα στην Αθήνα, όπου συγκατοικούσαν για αρκετά χρόνια. Του άφησε ένα γράμμα που έλεγε ότι επέστρεφε στη Λιβύη. Ήθελε να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και να φροντίσει τους γέρους γονείς του. Αγαπούσε ακόμα τον Όσκαρ, όμως, ήταν πια είκοσι πέντε χρονών και πίστευε ότι δεν είχαν μέλλον ως ζευγάρι. Για το καλό και των δυο, θα άρχιζε μια νέα ζωή.
Και στο τέλος τον αποχαιρετούσε με την είδηση για το γάμο του στη Βεγγάζη, την επόμενη εβδομάδα. Ο πατέρας του τα είχε αναλάβει όλα κι ο πεθερός του τους έκανε δώρο ένα διαμέρισμα.
Ο Όσκαρ ανασήκωσε τους ώμους με ύφος απαρηγόρητο.
Ντανιέλ Τσαβαρία: Για τα μάτια σου (opera, 2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου