Το σέξι σκέλεθρο
τoυ Δημοσθένη Κούρτοβικ (Tα Νέα, 27/11/2010)
Δύο δοκίμια της Σούζαν Σόνταγκ που, αν και γράφτηκαν τη δεκαετία του 1970, είναι πολύ πιο επίκαιρα σήμερα. Γιατί άραγε ο φασισμός, δεκαετίες μετά τη συντριβή των καθεστώτων του και την αποκάλυψη των εγκλημάτων τους, εξασκεί γοητεία σε τόσους νέους ανθρώπους;
Ας το ομολογήσουμε, με όλη τη δέουσα ανησυχία: ο φασισμός είναι σέξι. ΄Οσο το πολιτικό μήνυμά του μεταμφιέζεται σε άλλα, πιο «λάιτ» ιδεολογικά σχήματα και τα ιστορικά εγκλήματά του ξεθωριάζουν στη συλλογική μνήμη τόσο τα διακοσμητικά στοιχεία του γίνονται ερωτικά φετίχ και η σκοτεινή αισθητική του εξασκεί έλξη σε πλήθος ανθρώπων, πολύ λίγοι από τους οποίους είναι πραγματικοί φασίστες.
Είναι παράδοξο ότι η ναζιστική Γερμανία, ένα καθεστώς καταπιεστικό (και) σεξουαλικά, έχει πλημμυρίσει σήμερα τον κόσμο με σεξουαλικά εμβλήματα, δημοφιλέστατα ιδίως στις σαδομαζοχιστικές κοινότητες, από τις στρατιωτικές στολές, τους σιδηρόσταυρους και τα περιβραχιόνια με τη σβάστικα ώς την υπερκόσμια ομορφιά των αγγέλων του θανάτου, των SS, που γίνεται σε ταινίες και κόμικς έκφραση ενός αμφιθυμικού ερωτισμού.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Η Σούζαν Σόνταγκ, στο πρώτο (και εκπληκτικό) από τα δύο δοκίμιά της για τη γοητεία του φασισμού, παρατηρεί ότι για όσους γεννήθηκαν μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1940 και μεγάλωσαν σφυροκοπημένοι από μια αδιάκοπη ρητορεία υπέρ ή κατά του κομμουνισμού, ο φασισμός αντιπροσωπεύει το εξωτερικό, το άγνωστο· έτσι, υπάρχει ανάμεσα στους νέους (το δοκίμιο γράφτηκε το 1975, αλλά όσα λέει ισχύουν ακόμα περισσότερο σήμερα) μια γενική έλξη προς το ανόσιο, το δαιμονικό, του οποίου κατ΄ εξοχήν ιστορική μορφή είναι ο ναζισμός. Η Σόνταγκ κάνει όμως και μια άλλη, συναφή παρατήρηση. Ενώ, λέει, τα αριστερά κινήματα τείνουν προς ένα ενιαίο φύλο και μια άφυλη εικονοποιία, τα δεξιά κινήματα και, ως ακραία εκδοχή τους, ο ναζισμός διεγείρουν τη σεξουαλική επιθυμία, όχι λόγω της στάσης τους απέναντι στη σεξουαλικότητα (στάσης που είναι πουριτανική) αλλά λόγω της συνάντησης της πολιτικής ιδεολογίας τους με τη φύση και τα όρια της σεξουαλικής φαντασίας: από τη μια η «θηλυκή», πρόθυμα υποταγμένη, εκστατική μάζα, από την άλλη το απόλυτο, κυρίαρχο αρσενικό, ο Ηγέτης, ο Φύρερ, ο Ντούτσε.
Η επίσημη τέχνη των κομμουνιστικών χωρών επιδίωκε ν΄ αναπτύξει μια ουτοπική ηθική. Αντίθετα, η επίσημη τέχνη του εθνικοσοσιαλισμού πρόβαλλε μια ουτοπική αισθητική: την αισθητική της σωματικής τελειότητας. Τα νιάτα, η αλκή, το σωματικό κάλλος έγιναν το μόνιμο και υποχρεωτικό μοτίβο αυτής της τέχνης. Τα ναζιστικά γυμνά έχουν κάτι το πορνογραφικό: αν και δεν αποσκοπούν στη σεξουαλική διέγερση, η εξωπραγματική τελειότητα των σωμάτων που απεικονίζουν είναι ίδια με αυτή που βλέπουμε σήμερα στις φωτογραφίες των ημιπορνογραφικών περιοδικών, αλλά και στις διαφημίσεις.
Την εποχή που γράφτηκε το δοκίμιο της Σόνταγκ, παρακολούθησα σε μια έκτακτη προβολή στη Γερμανία, όπου έκανα μεταπτυχιακές σπουδές, την ταινία της Λένι Ρίφενσταλ «Ο θρίαμβος της θέλησης» , της οποίας κάνει μνεία το δοκίμιο. Όπως είναι γνωστό, η ταινία αυτή είναι ένα ντοκιμαντέρ, πολύ επιδέξια σκηνοθετημένο (ουσιαστικά κατασκευή της πραγματικότητας), με θέμα το συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη το 1934. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αναστάτωση της αριστερής συνείδησής μου μόλις τελείωσε η προβολή. Η απίστευτη χορογραφία των κινήσεων της μάζας, η αρμονική ροή των στρατιωτικών σχηματισμών που παρέλαυναν, οι μεθυστικές καταδύσεις και αναδύσεις της κάμερας στην απεικόνιση της επαφής του Φύρερ-θεού με τα πλήθη των διονυσιασμένων πιστών του, όλα αυτά μού προκάλεσαν κάτι που ελάχιστα απείχε από ερωτική έξαψη και για το οποίο ντρεπόμουν. Και, όπως διαπίστωσα, με παρόμοιο τρόπο είχαν ανταποκριθεί οι περισσότεροι συμφοιτητές και ομοϊδεάτες μου μέσα στην αίθουσα.
Ναι, ο φασισμός είναι σέξι, δυστυχώς. Και γίνεται ακόμα πιο σέξι στην εποχή μας, στην οποία, όπως σημειώνει προσφυέστατα η Σόνταγκ, το σεξουαλικό μυστικό της κουλτούρας μας δεν είναι το ερωτικό ξεφάντωμα αλλά- ο σαδομαζοχισμός. Η κοινωνία της αφθονίας ανακήρυξε κάθε τμήμα της ανθρώπινης ζωής σε ζήτημα επιλογής. Το σεξ έπαψε και αυτό να είναι μια φυσική δραστηριότητα κι έγινε «προτίμηση», «επιλογή». Αυτή όμως η ελευθερία στην επιλογή σεξουαλικής ταυτότητας κατάντησε καταπιεστική, ο ατομικισμός της (όπως και κάθε ατομικισμός) έφτασε στο σημείο να γίνει αφόρητος. Η μανία για τα ναζιστικά εμβλήματα και τις σαδομαζοχιστικές συνδηλώσεις τους είναι, λέει η Σόνταγκ, μια αντίδραση σ΄ αυτή την καταπιεστική ελευθερία, μια πρόβα του έργου της υποδούλωσης, που μπορεί να μη σημαίνει τον ενστερνισμό φασιστικών θεωριών, φανερώνει όμως μια νοσταλγία για τη διάλυση της ατομικότητας, που υπόσχονταν εκείνες.
Γενικά, το ανησυχητικό είναι ότι ο φασισμός σοφιλιάζει στη θηριώδη κοσμοθεωρία του ιδεώδη κι επιθυμίες με ανθεκτικότερη φύση, που βρίσκουν σήμερα έκφραση κάτω από άλλες σημαίες: το ιδεώδες της ζωής ως τέχνης, την αποθέωση της σωματικής ομορφιάς και της νεότητας, την απόρριψη της διανόησης, την άρση της αποξένωσης και της υπαρξιακής ανασφάλειας μέσα σε εκστατικά αισθήματα κοινότητας (μέσα στη «δημοκρατία της συγκίνησης», για την οποία έκανε λόγο ο Ανδρέας Πανταζόπουλος πριν από μερικά χρόνια). Και πολύ σωστά παρατηρεί η Σόνταγκ ότι η εξύμνηση της κοινότητας όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά μπορεί να οδηγεί νομοτελειακά στην αναζήτηση της απολυταρχικής ηγεσίας, υπενθυμίζοντας τους τόσους και τόσους αντιεξουσιαστές νέους της δεκαετίας του 1960 που κατέληξαν να προσκυνούν διάφορους γκουρού και να δέχονται τη γελοιωδέστατη δεσποτική πειθαρχία που τους επέβαλλαν αυτοί. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα είναι ο Χίτλερ μετά τον Χίτλερ, αλλά και πριν από τον Χίτλερ. Αυτό είναι το θέμα της μνημειώδους ταινίαςΧίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία, που γύρισε ο Χανς Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ το 1978 και με την οποία ασχολείται το δεύτερο δοκίμιο της Σόνταγκ. Η Αμερικανίδα συγγραφέας αναλύει με ευρωπαϊκή φινέτσα την τεχνική αυτού του φιλμ και την όλη ποιητική του σκηνοθέτη του. Δεν χρειάζεται να μπούμε εδώ σε λεπτομέρειες. Θα κρατήσουμε το πιο βασικό: ο Χίτλερ είναι για τον Ζύμπερμπεργκ μια πρωτεϊκή αρχή του κακού, που διαποτίζει το παρόν και ανασηματοδοτεί το παρελθόν. Ο Ζύμπερμπεργκ χαράζει γενεαλογικές γραμμές που οδηγούν από τον ρομαντισμό στον Χίτλερ, από τον Βάγκνερ στον Χίτλερ, από τον Καλιγκάρι στον Χίτλερ, από το κιτς στον Χίτλερ, αλλά και από τον Χίτλερ στην πορνογραφία, από τον Χίτλερ στον άψυχο καταναλωτή της τότε Ομοσπονδιακής Γερμανίας, από τον Χίτλερ στους ωμούς καταναγκασμούς του καθεστώτος της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Χίτλερ είναι η κορύφωση και μαζί η προδοσία του γερμανικού ρομαντισμού, η λογική συνέπεια και μαζί η ανατροπή των αρχών της νεωτερικότητας .
Μπορεί κανείς ν΄ αμφισβητήσει αυτές τις γενεαλογίες, και αυτό κάνει πράγματι η Σόνταγκ, ήπια και διακριτικά, σημειώνοντας ότι κινούνται μεταξύ αλήθειας και υπερβολής. Αλλά η ουσία είναι μία και τη διακρίνουμε σήμερα καθαρότερα απ΄ ό, τι την εποχή που γράφτηκαν τα δύο δοκίμια: ο Χίτλερ δεν τελείωσε με τον Χίτλερ. Με το φαινόμενο του φασισμού και του ναζισμού θα έχουμε λόγους να προβληματιζόμαστε για πολύ καιρό ακόμα. ΄Ισως ολοένα πιο επιτακτικά.
τoυ Δημοσθένη Κούρτοβικ (Tα Νέα, 27/11/2010)
Δύο δοκίμια της Σούζαν Σόνταγκ που, αν και γράφτηκαν τη δεκαετία του 1970, είναι πολύ πιο επίκαιρα σήμερα. Γιατί άραγε ο φασισμός, δεκαετίες μετά τη συντριβή των καθεστώτων του και την αποκάλυψη των εγκλημάτων τους, εξασκεί γοητεία σε τόσους νέους ανθρώπους;
Ας το ομολογήσουμε, με όλη τη δέουσα ανησυχία: ο φασισμός είναι σέξι. ΄Οσο το πολιτικό μήνυμά του μεταμφιέζεται σε άλλα, πιο «λάιτ» ιδεολογικά σχήματα και τα ιστορικά εγκλήματά του ξεθωριάζουν στη συλλογική μνήμη τόσο τα διακοσμητικά στοιχεία του γίνονται ερωτικά φετίχ και η σκοτεινή αισθητική του εξασκεί έλξη σε πλήθος ανθρώπων, πολύ λίγοι από τους οποίους είναι πραγματικοί φασίστες.
Είναι παράδοξο ότι η ναζιστική Γερμανία, ένα καθεστώς καταπιεστικό (και) σεξουαλικά, έχει πλημμυρίσει σήμερα τον κόσμο με σεξουαλικά εμβλήματα, δημοφιλέστατα ιδίως στις σαδομαζοχιστικές κοινότητες, από τις στρατιωτικές στολές, τους σιδηρόσταυρους και τα περιβραχιόνια με τη σβάστικα ώς την υπερκόσμια ομορφιά των αγγέλων του θανάτου, των SS, που γίνεται σε ταινίες και κόμικς έκφραση ενός αμφιθυμικού ερωτισμού.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Η Σούζαν Σόνταγκ, στο πρώτο (και εκπληκτικό) από τα δύο δοκίμιά της για τη γοητεία του φασισμού, παρατηρεί ότι για όσους γεννήθηκαν μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1940 και μεγάλωσαν σφυροκοπημένοι από μια αδιάκοπη ρητορεία υπέρ ή κατά του κομμουνισμού, ο φασισμός αντιπροσωπεύει το εξωτερικό, το άγνωστο· έτσι, υπάρχει ανάμεσα στους νέους (το δοκίμιο γράφτηκε το 1975, αλλά όσα λέει ισχύουν ακόμα περισσότερο σήμερα) μια γενική έλξη προς το ανόσιο, το δαιμονικό, του οποίου κατ΄ εξοχήν ιστορική μορφή είναι ο ναζισμός. Η Σόνταγκ κάνει όμως και μια άλλη, συναφή παρατήρηση. Ενώ, λέει, τα αριστερά κινήματα τείνουν προς ένα ενιαίο φύλο και μια άφυλη εικονοποιία, τα δεξιά κινήματα και, ως ακραία εκδοχή τους, ο ναζισμός διεγείρουν τη σεξουαλική επιθυμία, όχι λόγω της στάσης τους απέναντι στη σεξουαλικότητα (στάσης που είναι πουριτανική) αλλά λόγω της συνάντησης της πολιτικής ιδεολογίας τους με τη φύση και τα όρια της σεξουαλικής φαντασίας: από τη μια η «θηλυκή», πρόθυμα υποταγμένη, εκστατική μάζα, από την άλλη το απόλυτο, κυρίαρχο αρσενικό, ο Ηγέτης, ο Φύρερ, ο Ντούτσε.
Η επίσημη τέχνη των κομμουνιστικών χωρών επιδίωκε ν΄ αναπτύξει μια ουτοπική ηθική. Αντίθετα, η επίσημη τέχνη του εθνικοσοσιαλισμού πρόβαλλε μια ουτοπική αισθητική: την αισθητική της σωματικής τελειότητας. Τα νιάτα, η αλκή, το σωματικό κάλλος έγιναν το μόνιμο και υποχρεωτικό μοτίβο αυτής της τέχνης. Τα ναζιστικά γυμνά έχουν κάτι το πορνογραφικό: αν και δεν αποσκοπούν στη σεξουαλική διέγερση, η εξωπραγματική τελειότητα των σωμάτων που απεικονίζουν είναι ίδια με αυτή που βλέπουμε σήμερα στις φωτογραφίες των ημιπορνογραφικών περιοδικών, αλλά και στις διαφημίσεις.
Την εποχή που γράφτηκε το δοκίμιο της Σόνταγκ, παρακολούθησα σε μια έκτακτη προβολή στη Γερμανία, όπου έκανα μεταπτυχιακές σπουδές, την ταινία της Λένι Ρίφενσταλ «Ο θρίαμβος της θέλησης» , της οποίας κάνει μνεία το δοκίμιο. Όπως είναι γνωστό, η ταινία αυτή είναι ένα ντοκιμαντέρ, πολύ επιδέξια σκηνοθετημένο (ουσιαστικά κατασκευή της πραγματικότητας), με θέμα το συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη το 1934. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αναστάτωση της αριστερής συνείδησής μου μόλις τελείωσε η προβολή. Η απίστευτη χορογραφία των κινήσεων της μάζας, η αρμονική ροή των στρατιωτικών σχηματισμών που παρέλαυναν, οι μεθυστικές καταδύσεις και αναδύσεις της κάμερας στην απεικόνιση της επαφής του Φύρερ-θεού με τα πλήθη των διονυσιασμένων πιστών του, όλα αυτά μού προκάλεσαν κάτι που ελάχιστα απείχε από ερωτική έξαψη και για το οποίο ντρεπόμουν. Και, όπως διαπίστωσα, με παρόμοιο τρόπο είχαν ανταποκριθεί οι περισσότεροι συμφοιτητές και ομοϊδεάτες μου μέσα στην αίθουσα.
Ναι, ο φασισμός είναι σέξι, δυστυχώς. Και γίνεται ακόμα πιο σέξι στην εποχή μας, στην οποία, όπως σημειώνει προσφυέστατα η Σόνταγκ, το σεξουαλικό μυστικό της κουλτούρας μας δεν είναι το ερωτικό ξεφάντωμα αλλά- ο σαδομαζοχισμός. Η κοινωνία της αφθονίας ανακήρυξε κάθε τμήμα της ανθρώπινης ζωής σε ζήτημα επιλογής. Το σεξ έπαψε και αυτό να είναι μια φυσική δραστηριότητα κι έγινε «προτίμηση», «επιλογή». Αυτή όμως η ελευθερία στην επιλογή σεξουαλικής ταυτότητας κατάντησε καταπιεστική, ο ατομικισμός της (όπως και κάθε ατομικισμός) έφτασε στο σημείο να γίνει αφόρητος. Η μανία για τα ναζιστικά εμβλήματα και τις σαδομαζοχιστικές συνδηλώσεις τους είναι, λέει η Σόνταγκ, μια αντίδραση σ΄ αυτή την καταπιεστική ελευθερία, μια πρόβα του έργου της υποδούλωσης, που μπορεί να μη σημαίνει τον ενστερνισμό φασιστικών θεωριών, φανερώνει όμως μια νοσταλγία για τη διάλυση της ατομικότητας, που υπόσχονταν εκείνες.
Γενικά, το ανησυχητικό είναι ότι ο φασισμός σοφιλιάζει στη θηριώδη κοσμοθεωρία του ιδεώδη κι επιθυμίες με ανθεκτικότερη φύση, που βρίσκουν σήμερα έκφραση κάτω από άλλες σημαίες: το ιδεώδες της ζωής ως τέχνης, την αποθέωση της σωματικής ομορφιάς και της νεότητας, την απόρριψη της διανόησης, την άρση της αποξένωσης και της υπαρξιακής ανασφάλειας μέσα σε εκστατικά αισθήματα κοινότητας (μέσα στη «δημοκρατία της συγκίνησης», για την οποία έκανε λόγο ο Ανδρέας Πανταζόπουλος πριν από μερικά χρόνια). Και πολύ σωστά παρατηρεί η Σόνταγκ ότι η εξύμνηση της κοινότητας όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά μπορεί να οδηγεί νομοτελειακά στην αναζήτηση της απολυταρχικής ηγεσίας, υπενθυμίζοντας τους τόσους και τόσους αντιεξουσιαστές νέους της δεκαετίας του 1960 που κατέληξαν να προσκυνούν διάφορους γκουρού και να δέχονται τη γελοιωδέστατη δεσποτική πειθαρχία που τους επέβαλλαν αυτοί. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα είναι ο Χίτλερ μετά τον Χίτλερ, αλλά και πριν από τον Χίτλερ. Αυτό είναι το θέμα της μνημειώδους ταινίαςΧίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία, που γύρισε ο Χανς Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ το 1978 και με την οποία ασχολείται το δεύτερο δοκίμιο της Σόνταγκ. Η Αμερικανίδα συγγραφέας αναλύει με ευρωπαϊκή φινέτσα την τεχνική αυτού του φιλμ και την όλη ποιητική του σκηνοθέτη του. Δεν χρειάζεται να μπούμε εδώ σε λεπτομέρειες. Θα κρατήσουμε το πιο βασικό: ο Χίτλερ είναι για τον Ζύμπερμπεργκ μια πρωτεϊκή αρχή του κακού, που διαποτίζει το παρόν και ανασηματοδοτεί το παρελθόν. Ο Ζύμπερμπεργκ χαράζει γενεαλογικές γραμμές που οδηγούν από τον ρομαντισμό στον Χίτλερ, από τον Βάγκνερ στον Χίτλερ, από τον Καλιγκάρι στον Χίτλερ, από το κιτς στον Χίτλερ, αλλά και από τον Χίτλερ στην πορνογραφία, από τον Χίτλερ στον άψυχο καταναλωτή της τότε Ομοσπονδιακής Γερμανίας, από τον Χίτλερ στους ωμούς καταναγκασμούς του καθεστώτος της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Χίτλερ είναι η κορύφωση και μαζί η προδοσία του γερμανικού ρομαντισμού, η λογική συνέπεια και μαζί η ανατροπή των αρχών της νεωτερικότητας .
Μπορεί κανείς ν΄ αμφισβητήσει αυτές τις γενεαλογίες, και αυτό κάνει πράγματι η Σόνταγκ, ήπια και διακριτικά, σημειώνοντας ότι κινούνται μεταξύ αλήθειας και υπερβολής. Αλλά η ουσία είναι μία και τη διακρίνουμε σήμερα καθαρότερα απ΄ ό, τι την εποχή που γράφτηκαν τα δύο δοκίμια: ο Χίτλερ δεν τελείωσε με τον Χίτλερ. Με το φαινόμενο του φασισμού και του ναζισμού θα έχουμε λόγους να προβληματιζόμαστε για πολύ καιρό ακόμα. ΄Ισως ολοένα πιο επιτακτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου