Γιαγιά μόνη ψάχνει... και βρίσκει γυναίκα
Γιάννης Ζουμπουλάκης (Το Βήμα, 26/8/2010)
Το μεγαλείο της ισπανικής «χαριτωμένης διαστροφής» αποκαλύπτεται στο «Ευτυχώς που είμαι γυναίκα» (Ισπανία, 2010) του Μιχέλ Αλβαδέχο. Κεντρικό πρόσωπο είναι μια γριούλα 72 ετών, γεροντοκόρη και κάτοικος ενός χωριού όπου μένουν... τρεις κι ο κούκος. Η κυρά έχει χαραμίσει τη ζωή της στην ανατροφή των τριών κοριτσιών της μακαρίτισσας της αδελφής της και τώρα που μεγάλωσαν και μεγάλωσε και εκείνη, φοβάται. Θα την προφυλάξουν ή θα την «πετάξουν» σαν σκυλί σε οίκο ευγηρίας;
Οταν η γιαγιά αντιλαμβάνεται ότι θα γίνει το δεύτερο, αποφασίζει να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να γλιτώσει. Ο γάμος με το μοναδικό πρόσωπο που όλα αυτά τα χρόνια τής έχει σταθεί φαίνεται να δίνει τη λύση. Μόνο που ο υποψήφιος γαμπρός είναι γυναίκα! Το υπερβολικό στυλ της ταινίας αναπόφευκτα προκαλεί μειδίαμα. Ωστόσο στην καρδιά του το «Ευτυχώς που είμαι γυναίκα» αφηγείται μια βαθύτατα μελαγχολική ιστορία, με αποτέλεσμα το γέλιο κάπου να παγώνει και να σε αφήνει αμήχανο. Οι ερμηνείες πάντως είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικές, με πρώτη και καλύτερη τη γιαγιούλα Πέτρα Μαρτίνεθ η οποία κυριαρχεί δίπλα στις Αδριάνα Οθόρες (η... γαμπρός), Μαρία Αλφόνσα Ρόσο και Μαλένα Αλτέριο.
Φοβερή ιδέα για να στηθεί μια ιλαροτραγωδία πάνω στον γυναικείο αγώνα για ζωή και δικαιώματα. Φοβερή γιατί: α) βασίζει το θεωρητικά τολμηρό εύρημά της σε μια συνένωση συμφέροντος «λευκή» και όχι σκανδαλολογικά ομοφυλοφιλική, β) αποφεύγει το άλλοθι της ανδροκρατίας ως εμπόδιο στον αγώνα αυτόν, προτάσσοντας μια διάδραση σχεδόν αποκλειστικά ανάμεσα σε γυναίκες, με τα δικά της η καθεμιά «θέματα», και γ) επικεντρώνεται σ’ έναν χαρακτήρα σύνθετο, μια γηραιά, φαινομενικά πράα, ανήμπορη και «θύμα», που όμως μεθοδεύει και εκτελεί τις κινήσεις της με την ακρίβεια ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή!
Ολα τα παραπάνω βγάζουν σπίθες στο πρώτο μισό του φιλμ, όπου η ηθογραφία συνυπάρχει αρμονικά με τη χαρακτηρολογία και το φαρσικό στοιχείο απορροφάται αβίαστα από το γλυκόπικρο χιούμορ. Ωστόσο, η κομψότητα αρχίζει σταδιακά να υποχωρεί μετά την αποκάλυψη του παρελθόντος της Πουρίτα και την είσοδο στη δράση των συγγενών της. Οχι ότι από μόνη της η σεναριακή στροφή δεν είναι έξυπνη, απλώς ο δημιουργός του φιλμ, Μιγκέλ Αλβαλαδέχο, τη χειρίζεται μάλλον άγαρμπα, εμβολιάζοντας τη δράση με περιττές γραφικότητες και κλιμακώνοντάς την σ’ ένα διόλου πειστικό φινάλε. Παρότι κατάδηλα επηρεασμένος από τα σινεμά του Αλμοδόβαρ, δεν διαθέτει τη ρευστότητα του μέντορά του στον χειρισμό του μελοδράματος, ούτε και την ικανότητά του να κάνει και τον πιο προβληματικό, έως και δυσάρεστο χαρακτήρα του μύθου του αγαπητό στον θεατή. Κρίμα, γιατί τόσο η αρχική πραγμάτωση της ιδέας, όπως είπαμε, όσο και το εκπληκτικά εκφραστικό πρόσωπο της Πέτρα Μαρτίνεθ, στον ρόλο της φοβισμένης μέσα στην πονηριά της Φλόρα, προσφέρονταν για κάτι πολύ πιο συγκινητικό. (Ρόμπυ Εκσιέλ, e-go.gr/cinemag)
Γιάννης Ζουμπουλάκης (Το Βήμα, 26/8/2010)
Το μεγαλείο της ισπανικής «χαριτωμένης διαστροφής» αποκαλύπτεται στο «Ευτυχώς που είμαι γυναίκα» (Ισπανία, 2010) του Μιχέλ Αλβαδέχο. Κεντρικό πρόσωπο είναι μια γριούλα 72 ετών, γεροντοκόρη και κάτοικος ενός χωριού όπου μένουν... τρεις κι ο κούκος. Η κυρά έχει χαραμίσει τη ζωή της στην ανατροφή των τριών κοριτσιών της μακαρίτισσας της αδελφής της και τώρα που μεγάλωσαν και μεγάλωσε και εκείνη, φοβάται. Θα την προφυλάξουν ή θα την «πετάξουν» σαν σκυλί σε οίκο ευγηρίας;
Οταν η γιαγιά αντιλαμβάνεται ότι θα γίνει το δεύτερο, αποφασίζει να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να γλιτώσει. Ο γάμος με το μοναδικό πρόσωπο που όλα αυτά τα χρόνια τής έχει σταθεί φαίνεται να δίνει τη λύση. Μόνο που ο υποψήφιος γαμπρός είναι γυναίκα! Το υπερβολικό στυλ της ταινίας αναπόφευκτα προκαλεί μειδίαμα. Ωστόσο στην καρδιά του το «Ευτυχώς που είμαι γυναίκα» αφηγείται μια βαθύτατα μελαγχολική ιστορία, με αποτέλεσμα το γέλιο κάπου να παγώνει και να σε αφήνει αμήχανο. Οι ερμηνείες πάντως είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικές, με πρώτη και καλύτερη τη γιαγιούλα Πέτρα Μαρτίνεθ η οποία κυριαρχεί δίπλα στις Αδριάνα Οθόρες (η... γαμπρός), Μαρία Αλφόνσα Ρόσο και Μαλένα Αλτέριο.
Φοβερή ιδέα για να στηθεί μια ιλαροτραγωδία πάνω στον γυναικείο αγώνα για ζωή και δικαιώματα. Φοβερή γιατί: α) βασίζει το θεωρητικά τολμηρό εύρημά της σε μια συνένωση συμφέροντος «λευκή» και όχι σκανδαλολογικά ομοφυλοφιλική, β) αποφεύγει το άλλοθι της ανδροκρατίας ως εμπόδιο στον αγώνα αυτόν, προτάσσοντας μια διάδραση σχεδόν αποκλειστικά ανάμεσα σε γυναίκες, με τα δικά της η καθεμιά «θέματα», και γ) επικεντρώνεται σ’ έναν χαρακτήρα σύνθετο, μια γηραιά, φαινομενικά πράα, ανήμπορη και «θύμα», που όμως μεθοδεύει και εκτελεί τις κινήσεις της με την ακρίβεια ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή!
Ολα τα παραπάνω βγάζουν σπίθες στο πρώτο μισό του φιλμ, όπου η ηθογραφία συνυπάρχει αρμονικά με τη χαρακτηρολογία και το φαρσικό στοιχείο απορροφάται αβίαστα από το γλυκόπικρο χιούμορ. Ωστόσο, η κομψότητα αρχίζει σταδιακά να υποχωρεί μετά την αποκάλυψη του παρελθόντος της Πουρίτα και την είσοδο στη δράση των συγγενών της. Οχι ότι από μόνη της η σεναριακή στροφή δεν είναι έξυπνη, απλώς ο δημιουργός του φιλμ, Μιγκέλ Αλβαλαδέχο, τη χειρίζεται μάλλον άγαρμπα, εμβολιάζοντας τη δράση με περιττές γραφικότητες και κλιμακώνοντάς την σ’ ένα διόλου πειστικό φινάλε. Παρότι κατάδηλα επηρεασμένος από τα σινεμά του Αλμοδόβαρ, δεν διαθέτει τη ρευστότητα του μέντορά του στον χειρισμό του μελοδράματος, ούτε και την ικανότητά του να κάνει και τον πιο προβληματικό, έως και δυσάρεστο χαρακτήρα του μύθου του αγαπητό στον θεατή. Κρίμα, γιατί τόσο η αρχική πραγμάτωση της ιδέας, όπως είπαμε, όσο και το εκπληκτικά εκφραστικό πρόσωπο της Πέτρα Μαρτίνεθ, στον ρόλο της φοβισμένης μέσα στην πονηριά της Φλόρα, προσφέρονταν για κάτι πολύ πιο συγκινητικό. (Ρόμπυ Εκσιέλ, e-go.gr/cinemag)
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου