Α. Β. Στρατής: ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
(Λαπαθιώτης - Καβάφης)
Ξ
Η ομοφυλοφιλία των δύο ποιητών δεν αποτελεί το μοναδικό σημείο, στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί κάποιος, προκειμένου να διαπιστώσει σε πόσο βαθμό συγκλίνει ή αποκλίνει το ποιητικό έργο τους. Ο Μιχ. Μερακλής δηλώνει ότι αποδίδει μικρή σημασία στα ερωτικά ποιήματα χου Λαπαθιώτη, γιατί βρίσκει ότι «δεν έχουν τόσο υπαρξιακή αυθεντικότητα» σε σχέση με τα αντίστοιχα ποιήματα του Καβάφη. Προτείνει μάλιστα να τα εξετάσουμε ως προϊόντα Καβαφικής μίμησης.
Έχω την πεποίθηση ότι δεν συμβαίνει αυτό με τα ερωτικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, γιατί η τέχνη καθενός ποιητή κινείται σε διαφορετικούς χώρους και επίπεδα. Επιπλέον πιστεύω ότι οι δύο ποιητές αποτελούν διαφορετικές περιπτώσεις ομοφυλόφιλου ανθρώπου και καλλιτέχνη.
Εξάλλου ένα ικανό μέρος της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη είναι γραμμένο και δημοσιευμένο πριν από το 1917, δηλαδή πριν αρχίσει να λαμβάνει ο ίδιος τα ποιητικά φυλλάδια του Καβάφη. Αλλά και όσα από τα ερωτικά ποιήματα του γράφτηκαν αργότερα, αφ' ενός δεν διαφέρουν, ως προς το ύφος και το περιεχόμενο τους, από τα προηγούμενα, αφ' ετέρου δεν μοιάζουν με τα αντίστοιχα ποιήματα του Καβάφη, γιατί ο πυρήνας του θέματος του έρωτα έχει ήδη σχηματιστεί από νωρίς στην ποίηση του Λαπαθιώτη.
Αρκετά από τα ερωτικά του ποιήματα μπορούν να συγκινήσουν τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από τη μορφή του έρωτα που περιγράφουν, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα ποιήματα του Καβάφη, τα οποία συγκινούν γυναίκες και άνδρες, ανεξάρτητα από τις ερωτικές προτιμήσεις τους. Ο Μιχ. Μερακλής –ωστόσο- είναι εκείνος που προχωρά σε μιαν καίρια και εύστοχη παρατήρηση. Ξεχωρίζοντας από το σώμα της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη εκείνα τα ποιήματα «που μιλάνε για τα φιλιά που έδινε κι έπαιρνε» ο ποιητής, επισημαίνει: «Στον Καβάφη (τα φιλιά) είναι μονοσήμαντα ηδονικά, επιδερμικά. Καλά-καλά ο Καβάφης δεν μιλάει για τα φιλιά, μιλάει για τα χείλη, για το μέλος και το μέρος της σάρκας που λαχταρίζει. Ο Λαπαθιώτης βγαίνει ολόκληρος, άλλη μια φορά, από τα φιλήματα του».
Σε αυτή τη μερική περίπτωση της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη συμπεριλαμβάνονται ποιήματα όπως: Γλυκιά αγάπη, Alla C.Bot, Κι έπινα μες από τα χείλη σου, Langueur d’amour:
Αχ να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη τόσο,
τόσο τρελλά και τόσο αχόρταγα
που απ’ τα φιλιά να τα ματώσω.
……….
Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου!
Μην τα ματώνεις, τι σου φταίνε;
Αχ, μου πόνεσαν τα χειλάκια μου!
Σώνει γλυκέ μου αγαπημένε»!
Παρατηρούμε ότι αυτά τα ποιήματα συγκρινόμενα με τα αισθησιακού περιεχομένου ποιήματα του Καβάφη, πάσχουν από τόσον πολύ αισθησιασμό και υπερβολικό αισθηματικό φορτίο, ώστε σήμερα να μας φαίνονται γλυκερά και ανούσια.
«Γλυκάθηκα, γλυκάθηκα από τ' άλικο σου στόμα
και δε χορταίνω τα φιλιά κι όλο γυρεύω ακόμα.
Και συ θυμώνεις και μου λες: «τι θέλεις πια από μένα,
όλο φιλούν τα χείλη κι όλο είναι διψασμένα!».
Και μ' αποπαίρνεις άπονα, και σκύβω το κεφάλι
ώσπου να φύγουνε οι θυμοί, να φιληθούμε πάλι»,
(Γλυκιά αγάπη)
Αντίθετα ο Καβάφης χειρίζεται το θέμα του αισθησιασμού με ακρίβεια, οικονομία και λεπτότητα. Παραπέμπω τον αναγνώστη στα ποιήματα του: Στον καφενείου την είσοδο, Μια νύχτα, Μακρυά, καθώς επίσης και στο, Να μείνει:
«Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν - πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σάρκας απόλαυση ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα'
γρήγορο σάρκας γύμνωμα...».
Σε αυτά ακριβώς τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, σ' εκείνα που μιλάνε για τα φιλιά, εντοπίζουμε την έλλειψη υπαρξιακής αυθεντικότητας, για την οποία κάνει λόγο ο Μιχ. Μερακλής. Ο Βάσος Βαρίκας άλλωστε είναι εκείνος που χαρακτηρίζει ως μύθο τον αισθησιασμό στην ποίηση του Λαπαθιώτη, γιατί -αν και υπάρχει-«εξαντλείται στη γραφικότητα. Μοιάζει περισσότερο με παιγνίδι», επειδή «από τα αισθησιακά ποιήματα του Λαπαθιώτη (...) απουσιάζει το πάθος».
(Λαπαθιώτης - Καβάφης)
Ξ
Η ομοφυλοφιλία των δύο ποιητών δεν αποτελεί το μοναδικό σημείο, στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί κάποιος, προκειμένου να διαπιστώσει σε πόσο βαθμό συγκλίνει ή αποκλίνει το ποιητικό έργο τους. Ο Μιχ. Μερακλής δηλώνει ότι αποδίδει μικρή σημασία στα ερωτικά ποιήματα χου Λαπαθιώτη, γιατί βρίσκει ότι «δεν έχουν τόσο υπαρξιακή αυθεντικότητα» σε σχέση με τα αντίστοιχα ποιήματα του Καβάφη. Προτείνει μάλιστα να τα εξετάσουμε ως προϊόντα Καβαφικής μίμησης.
Έχω την πεποίθηση ότι δεν συμβαίνει αυτό με τα ερωτικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, γιατί η τέχνη καθενός ποιητή κινείται σε διαφορετικούς χώρους και επίπεδα. Επιπλέον πιστεύω ότι οι δύο ποιητές αποτελούν διαφορετικές περιπτώσεις ομοφυλόφιλου ανθρώπου και καλλιτέχνη.
Εξάλλου ένα ικανό μέρος της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη είναι γραμμένο και δημοσιευμένο πριν από το 1917, δηλαδή πριν αρχίσει να λαμβάνει ο ίδιος τα ποιητικά φυλλάδια του Καβάφη. Αλλά και όσα από τα ερωτικά ποιήματα του γράφτηκαν αργότερα, αφ' ενός δεν διαφέρουν, ως προς το ύφος και το περιεχόμενο τους, από τα προηγούμενα, αφ' ετέρου δεν μοιάζουν με τα αντίστοιχα ποιήματα του Καβάφη, γιατί ο πυρήνας του θέματος του έρωτα έχει ήδη σχηματιστεί από νωρίς στην ποίηση του Λαπαθιώτη.
Αρκετά από τα ερωτικά του ποιήματα μπορούν να συγκινήσουν τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από τη μορφή του έρωτα που περιγράφουν, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα ποιήματα του Καβάφη, τα οποία συγκινούν γυναίκες και άνδρες, ανεξάρτητα από τις ερωτικές προτιμήσεις τους. Ο Μιχ. Μερακλής –ωστόσο- είναι εκείνος που προχωρά σε μιαν καίρια και εύστοχη παρατήρηση. Ξεχωρίζοντας από το σώμα της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη εκείνα τα ποιήματα «που μιλάνε για τα φιλιά που έδινε κι έπαιρνε» ο ποιητής, επισημαίνει: «Στον Καβάφη (τα φιλιά) είναι μονοσήμαντα ηδονικά, επιδερμικά. Καλά-καλά ο Καβάφης δεν μιλάει για τα φιλιά, μιλάει για τα χείλη, για το μέλος και το μέρος της σάρκας που λαχταρίζει. Ο Λαπαθιώτης βγαίνει ολόκληρος, άλλη μια φορά, από τα φιλήματα του».
Σε αυτή τη μερική περίπτωση της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη συμπεριλαμβάνονται ποιήματα όπως: Γλυκιά αγάπη, Alla C.Bot, Κι έπινα μες από τα χείλη σου, Langueur d’amour:
Αχ να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη τόσο,
τόσο τρελλά και τόσο αχόρταγα
που απ’ τα φιλιά να τα ματώσω.
……….
Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου!
Μην τα ματώνεις, τι σου φταίνε;
Αχ, μου πόνεσαν τα χειλάκια μου!
Σώνει γλυκέ μου αγαπημένε»!
Παρατηρούμε ότι αυτά τα ποιήματα συγκρινόμενα με τα αισθησιακού περιεχομένου ποιήματα του Καβάφη, πάσχουν από τόσον πολύ αισθησιασμό και υπερβολικό αισθηματικό φορτίο, ώστε σήμερα να μας φαίνονται γλυκερά και ανούσια.
«Γλυκάθηκα, γλυκάθηκα από τ' άλικο σου στόμα
και δε χορταίνω τα φιλιά κι όλο γυρεύω ακόμα.
Και συ θυμώνεις και μου λες: «τι θέλεις πια από μένα,
όλο φιλούν τα χείλη κι όλο είναι διψασμένα!».
Και μ' αποπαίρνεις άπονα, και σκύβω το κεφάλι
ώσπου να φύγουνε οι θυμοί, να φιληθούμε πάλι»,
(Γλυκιά αγάπη)
Αντίθετα ο Καβάφης χειρίζεται το θέμα του αισθησιασμού με ακρίβεια, οικονομία και λεπτότητα. Παραπέμπω τον αναγνώστη στα ποιήματα του: Στον καφενείου την είσοδο, Μια νύχτα, Μακρυά, καθώς επίσης και στο, Να μείνει:
«Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν - πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σάρκας απόλαυση ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα'
γρήγορο σάρκας γύμνωμα...».
Σε αυτά ακριβώς τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, σ' εκείνα που μιλάνε για τα φιλιά, εντοπίζουμε την έλλειψη υπαρξιακής αυθεντικότητας, για την οποία κάνει λόγο ο Μιχ. Μερακλής. Ο Βάσος Βαρίκας άλλωστε είναι εκείνος που χαρακτηρίζει ως μύθο τον αισθησιασμό στην ποίηση του Λαπαθιώτη, γιατί -αν και υπάρχει-«εξαντλείται στη γραφικότητα. Μοιάζει περισσότερο με παιγνίδι», επειδή «από τα αισθησιακά ποιήματα του Λαπαθιώτη (...) απουσιάζει το πάθος».
.
sarantakos.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου