Αναρριχάσαι
Αναρριχάσαι μέχρι τον ουρανίσκο μου
Και με πνίγεις όπως ο πράσινος Απρίλης
Όπως η ορμή του κύματος που γεμίζει μ’ αλάτι
Τα ρουθούνια μου όπως ο ατμός που φεύγει απ τη μηχανή.
Με μια πινελιά χρωματίζεται η ζωή μου.
Με μια βροχή σβήνεται η ζωή μου.
Τα αλόγα του χρόνου χριμιντίζουν στο κατώφλι μου.
Βροντούν με τις οπλές τους για να τους ανοίξω.
Όμως φοβάμαι τα μονονύχα ζώα.
Φοβάμαι το σάλιο τους που λάμπεί σαν ασήμι.
Φοβάμαι την ορθωμένη τους ουρά που κάποτε
Ήταν ή αγάπη μας.
Φοβάμαι το πράσινο Απρίλη
Τον αφρό του κύματος
Και τον ατμό της μηχανής.
Άλλο δεν έχω τίποτα να πω
Και μένω κλειδωμένος μέσα.
Κάτι έτριξε
Κάτι έτριξε μέσα στην κάμαρα μου
Δεν ήταν το καθοριστικό τρίξιμο των επίπλων
Ήταν ένα τρίξιμο ανεπαίσθητο σχεδόν
Όπως το θρόισμα που κάνει η γλαυκή θωριά σου
Με κοίταξες ορθός με κείνα τα πρασινωπά σου μάτια
Τα μάτια εξημερωμένου δράκου
Απλώσαμε τα χέρια και ένιωσα
Την ζεστασιά της σάρκας σου όπως παλιά
Και ένιωσα το πυρετό του σώματός μου
Να με πετάει σαν άχυρο
Σαν πούπουλο
Σαν ξερό φύλλο μες τους δρόμους.
Ύστερα ανακάθισα.
Αυτό το μαρτύριο δεν τελειώνει…
Νίκος Σπάνιας: Το μαύρο γάλα της αυγής (Οδός Πανός, 1987)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου