.
Κάτω απ’ το Σπίτι
Κάτω απ’ το Σπίτι
.
Χθες περπατώντας σε μια συνοικία
απόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτι
που έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ.
Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρως
με την εξαίσια του ισχύν.
Και χθες
σαν πέρασ’ απ’ τον δρόμο τον παληό,
αμέσως ωραΐσθηκαν απ’ την γοητεία του έρωτος
τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, η πέτρες,
και τοίχοι, και μπαλκόνια, και παράθυρα'
τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί.
Και καθώς στέκομουν, κ’ εκύτταζα την πόρτα,
και στέκομουν, κ’ εβράδυνα κάτω απ’ το σπίτι,
η υπόστασίς μου όλη απέδιδε
την φυλαχθείσα ηδονική συγκίνησι.
Χθες περπατώντας σε μια συνοικία
απόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτι
που έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ.
Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρως
με την εξαίσια του ισχύν.
Και χθες
σαν πέρασ’ απ’ τον δρόμο τον παληό,
αμέσως ωραΐσθηκαν απ’ την γοητεία του έρωτος
τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, η πέτρες,
και τοίχοι, και μπαλκόνια, και παράθυρα'
τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί.
Και καθώς στέκομουν, κ’ εκύτταζα την πόρτα,
και στέκομουν, κ’ εβράδυνα κάτω απ’ το σπίτι,
η υπόστασίς μου όλη απέδιδε
την φυλαχθείσα ηδονική συγκίνησι.
.
Κ.Π. Καβάφης
Κ.Π. Καβάφης
.
ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΩΣ
.
Όταν επέρασεν απ’ εκείνες τες γειτονιές
– όλως τυχαίως- εκείνο το βράδυ
(καλοκαίρι) πώς εθυμήθη
εξαίσιες μυρωδιές από υασεμί
στον κήπο του ή τες λεπτές
εκείνες ευωδιές που με τες ριπες
του αέρα τα’ αγιόκλημα σου στέλνει
πώς εθυμήθη εκείνα τα βτάδια
π’ ανέβαινε τη σκάλα κι εκείνος
επερίμενε με λάμπα χαμηλή
σχεδόν σβησμένη.
Τώρα, που όλως τυχαίως
απ’ τες ίδιες γειτονιές περνά ξανά,
βλέπει φώτα πολλά στο παράθυρο
και παιδικές φωνές ακούει
αναμφιβόλως πολλές φωνές παιδιών.
Ετάχυνε το βήμα κι ενεθυμήθη
τα τελευταία λόγια του
«θα υπανδρευτώ», τον είχε πει,
«μια πιο ηθική ζωή θα ζήσω, μα πάλι…»
Παιδικές φωνές και γέλια
αναμφιβόλως
ετάχυνεν το βήμα.
Ρέμων Γραικός: Κ.Π. Καβάφης (1917-2005) [Γαβριηλίδης, 2006]
ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΩΣ
.
Όταν επέρασεν απ’ εκείνες τες γειτονιές
– όλως τυχαίως- εκείνο το βράδυ
(καλοκαίρι) πώς εθυμήθη
εξαίσιες μυρωδιές από υασεμί
στον κήπο του ή τες λεπτές
εκείνες ευωδιές που με τες ριπες
του αέρα τα’ αγιόκλημα σου στέλνει
πώς εθυμήθη εκείνα τα βτάδια
π’ ανέβαινε τη σκάλα κι εκείνος
επερίμενε με λάμπα χαμηλή
σχεδόν σβησμένη.
Τώρα, που όλως τυχαίως
απ’ τες ίδιες γειτονιές περνά ξανά,
βλέπει φώτα πολλά στο παράθυρο
και παιδικές φωνές ακούει
αναμφιβόλως πολλές φωνές παιδιών.
Ετάχυνε το βήμα κι ενεθυμήθη
τα τελευταία λόγια του
«θα υπανδρευτώ», τον είχε πει,
«μια πιο ηθική ζωή θα ζήσω, μα πάλι…»
Παιδικές φωνές και γέλια
αναμφιβόλως
ετάχυνεν το βήμα.
Ρέμων Γραικός: Κ.Π. Καβάφης (1917-2005) [Γαβριηλίδης, 2006]
.
.
Περνώντας τυχαία από διάφορες περιοχές της Αθήνας σηκώνουμε τα μάτια και κοιτάζουμε κάποια μπαλκόνια. Όχι γιατί μας κάνει εντύπωση η εγκατάλειψή τους, η βρώμα τους ή αντίθετα το πόσο περιποιημένα είναι. Σηκώνουμε τα μάτια και τα κοιτάζουμε γιατί κάποτε καθόμασταν σε εκείνα τα μπαλκόνια και πίναμε καφέ μαζί με εκείνον που κατοικούσε εκεί. Είναι τα μπαλκόνια των πρώην σχέσεων, εκεί που αγκαλιασμένοι κοιτούσαμε τον κόσμο, κάναμε όνειρα, χασμουρηθήκαμε στη θέα του ξημερώματος, βγήκαμε έξω οργισμένοι να πάρουμε αέρα για να μη συνεχίσουμε τον καβγά.
Περνάμε τυχαία κάτω από εκείνα τα μπαλκόνια κι ένα σωρό αναμνήσεις έρχονται στο μυαλό μας, καλές και κακές. Δεν μπορούμε να αντισταθούμε στην περιέργεια τι να κάνει η πρώην σχέση μας, άραγε έχει βρει κάποιον άλλο να πίνει καφέ μαζί, να κοιμάται αγκαλιά, να τον περιμένει σε εκείνο το μπαλκόνι να γυρίσει; Δεν είναι μελαγχολικές σκέψεις αυτές, είναι απλά νοσταλγικές.
Είναι και κάποια άλλα μπαλκόνια που ούτε που θέλουμε να τα κοιτάξουμε γιατί περάσαμε εκεί τόσο βρώμικα όσο απεριποίητα είναι τα ίδια, άσχετα του ποιός έφταιγε, για αυτό και σκύβουμε το βλέμα στο πεζοδρόμιο και τα διασχίζουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται, τόσο γρήγορα ίσως όσο γρήγορα τελείωσε και η σχέση εκείνη.
Είναι μερικά μπαλκόνια που τα θυμόμαστε αμυδρά γιατί δεν τα είδαμε ποτέ πρωί. Νύχτα τα επισκεφτήκαμε και για μια μόνο φορά, απλά για να εκτονώσουμε την ανάγκη μας για σεξ.
Και καθώς γυρίζουμε σπίτι βλέπουμε κάποιον άλλο να είναι σε ένα άλλο μπαλκόνι, να σηκώνεται και να μας χαιρετάει μόλις μας δει, διακόπτοντας το πότισμα της γλάστρας που εμείς αγοράσαμε για το δικό του μπαλκόνι. Μπαίνουμε στο σπίτι, φοράμε πρόχειρα ρούχα και παντόφλες και καθόμαστε κουρασμένοι στο μπαλκόνι. Μας σερβίρει τον καφέ και καθόμαστε και οι δύο να κοιτάζουμε τα απέναντι μπαλκόνια…
Περνώντας τυχαία από διάφορες περιοχές της Αθήνας σηκώνουμε τα μάτια και κοιτάζουμε κάποια μπαλκόνια. Όχι γιατί μας κάνει εντύπωση η εγκατάλειψή τους, η βρώμα τους ή αντίθετα το πόσο περιποιημένα είναι. Σηκώνουμε τα μάτια και τα κοιτάζουμε γιατί κάποτε καθόμασταν σε εκείνα τα μπαλκόνια και πίναμε καφέ μαζί με εκείνον που κατοικούσε εκεί. Είναι τα μπαλκόνια των πρώην σχέσεων, εκεί που αγκαλιασμένοι κοιτούσαμε τον κόσμο, κάναμε όνειρα, χασμουρηθήκαμε στη θέα του ξημερώματος, βγήκαμε έξω οργισμένοι να πάρουμε αέρα για να μη συνεχίσουμε τον καβγά.
Περνάμε τυχαία κάτω από εκείνα τα μπαλκόνια κι ένα σωρό αναμνήσεις έρχονται στο μυαλό μας, καλές και κακές. Δεν μπορούμε να αντισταθούμε στην περιέργεια τι να κάνει η πρώην σχέση μας, άραγε έχει βρει κάποιον άλλο να πίνει καφέ μαζί, να κοιμάται αγκαλιά, να τον περιμένει σε εκείνο το μπαλκόνι να γυρίσει; Δεν είναι μελαγχολικές σκέψεις αυτές, είναι απλά νοσταλγικές.
Είναι και κάποια άλλα μπαλκόνια που ούτε που θέλουμε να τα κοιτάξουμε γιατί περάσαμε εκεί τόσο βρώμικα όσο απεριποίητα είναι τα ίδια, άσχετα του ποιός έφταιγε, για αυτό και σκύβουμε το βλέμα στο πεζοδρόμιο και τα διασχίζουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται, τόσο γρήγορα ίσως όσο γρήγορα τελείωσε και η σχέση εκείνη.
Είναι μερικά μπαλκόνια που τα θυμόμαστε αμυδρά γιατί δεν τα είδαμε ποτέ πρωί. Νύχτα τα επισκεφτήκαμε και για μια μόνο φορά, απλά για να εκτονώσουμε την ανάγκη μας για σεξ.
Και καθώς γυρίζουμε σπίτι βλέπουμε κάποιον άλλο να είναι σε ένα άλλο μπαλκόνι, να σηκώνεται και να μας χαιρετάει μόλις μας δει, διακόπτοντας το πότισμα της γλάστρας που εμείς αγοράσαμε για το δικό του μπαλκόνι. Μπαίνουμε στο σπίτι, φοράμε πρόχειρα ρούχα και παντόφλες και καθόμαστε κουρασμένοι στο μπαλκόνι. Μας σερβίρει τον καφέ και καθόμαστε και οι δύο να κοιτάζουμε τα απέναντι μπαλκόνια…
.
1 σχόλιο:
I step off the train.I'm walking down your street again,and past your door but u don't live there anymore.It's years since u've been there,now u've dissapeared somewhere,like outer space,u found some better place,and i miss u like the deserts miss the rain..
Could u be dead?U always were two steps ahead of everyone,we'd walk behind while u would run.I look up at your house,and i can almost hear u shout down to me,where i always used to be,and i miss u like the deserts miss the rain..
Back on the train,i ask why did i come again?Can i confess i've been hanging round your old address?And the years have proved,to offer nothing since u moved.U're long gone,but i can't move on,and i miss u like the deserts miss the rain..
EBTG - Missing
Δημοσίευση σχολίου