Γιάννης Τσαρούχης
.
Ναπολέων Λαπαθιώτης: Κάπου περνούσε μια φωνή... (1915)*
(…) Και στον ορίζοντα είχε φανεί, ακόμα, ένα νέο πρόσωπο, που δεν υπήρχε πριν: ένας καινούργιος σύντροφος του Λάκη, κομμάτι μεγαλύτερος στα χρόνια, αλλά που, ντροπαλούτσικος, κοντούλης και μικροκαμωμένος, καθώς ήταν, έκρυβε καμπόσα, και φαινόταν μόλις μεγαλύτερος του Λάκη, ο Σωτήρης, ο γείτονας τσαγκάρης... (...)
Παρά την ηλικία του και τ’ άλλα φυσικά του, που ήταν καλοσύνη, τρυφεράδα και κάτι το θερμό, το στοργικό, στην αισθηματικήν υπόστασή του, δεν είχε πολλή κλίση στις γυναίκες, και του ’λειπεν, απέναντι σε κείνες, η λεπτή κι αυτόματη διαίσθηση, κι η ειδική, κρυφή εκείνη όσφρηση, που κάνει τους ανθρώπους και διαβάζουν, στην αστραπή και μόνο μιας ματιάς, το φλογερό κι απόρρητο περιεχόμενό της! Όχι, όχι, του ’λειπε μια τέτοιαν ικανότητα, κι ας είχε τόσες άλλες εξυπνάδες! Κι όταν το πράμα γίνηκε πασίγνωστο, ακόμα - έτσι καθώς θα δούμε παρακάτω - αυτός μήτε που το ’θιγε καθόλου, ή αν βρισκότανε, τυχόν, αναγκασμένος να δώσει μιαν απάντηση, σε κάποιον που ρωτούσε, επέμενε να μην το παραδέχεται, με πείσμα, που δεν ήτανε και τόσο φυσικό, και στρέφοντας το πρόσωπο αλλού, με δυσφορία, σα να ’ταν μια συζήτηση που τον δυσαρεστούσε, και που βιαζόταν γρήγορα να κλείσει…
Ο Σωτήρης ήταν τίμιο παιδί, κι όσο γινόταν φίλος της καρδιάς, και συνδεόταν με το Λάκη πιο πολύ, τόσο και περισσότερο τον πείραζαν αυτές οι καμπανιές, κι αυτά τ’ αστεία, και τόσο και σκοτείνιαζε το μάτι του, όταν κάποιοι φίλοι αδιόρθωτοι εννοούσαν, βλέποντας το πόσο πειραζόταν, σώνει και καλά να τον κουρντίζουν. Και σιγά σιγά, τα χάλασε μαζί τους, χωρίς να δείξει πως αυτός ήταν ο λόγος, μα ρίχνοντας το σ’ άλλες αφορμές.
Την παλιά του συντροφιά, την άφησε, γι’ αυτό. Σχετίστηκε με νέα γειτονοπούλα, που ήταν ήδη φίλοι και του Λάκη, κι απ’ τους παλιούς, δεν κράτησε, σχεδόν, παρά το ναύτη του «Κιλκίς», που λέγαμε πιο πάνω, το Βαγγέλη, απ’ τη Γαργαρέτα, παιδί πολύ προσεχτικό και διακριτικό, που ποτέ δεν πείραζε, για τίποτα, κανένα, κι ούτε και σαχλαμάριζε στη συντροφιά, ποτέ του. Μα, κι εκείνος, σπάνια ερχόταν ως εκεί, απ’ τον καιρό που φόρεσε στολή, γιατί κι οι άδειες δεν ήταν ταχτικές, κι ο Ναύσταθμος, που, πέντε μήνες, τώρα, ήταν αραγμένο το καράβι του, δεν ήταν Γαργαρέτα, να πετάγεται, σαν πρώτα, κάθε λίγο και λιγάκι, να βρίσκει το Σωτήρη, στο Παγκράτι! Κι άσε, ακόμα, και τις τιμωρίες, και τις, για ψύλλου πήδημα, στερήσεις εξόδου… Κι έτσι, τις περισσότερες φορές, ο Λάκης κι ο Σωτήρης ήταν μόνοι. Έπαιζαν τ’ απαραίτητο «σκαμπίλι», κι έπειτα χωρίζοντας, με τρόπο, απ’ τ’ άλλα τα παιδιά του καφενείου, που ταχτικά κολλούσαν στην παρέα, τραβούσαν πέρα, σ’ άλλες γειτονιές, και πότε κατηφόριζαν στο Ζάππειο, για ν’ ακούσουν λίγο μουσική, φτάνοντας, κάποτε, και μέχρι την Ακρόπολη, πότε ανηφόριζαν προς τη Δεξαμενή, κι έσπαζαν κέφι με τον καραγκιόζη. Ήταν καρδιά καλοκαιριού, ζέστα πολλή τη μέρα, και μια δροσούλα φειδωλή φυσούσε, προς το βράδυ, κι οι γειτονιές ήταν γιομάτες κόσμο, μ’ όλο το σχετικό γυναικολόι, συναγμένο γύρω στις αυλόπορτες, και θρονιασμένο, μέχρι τα μεσάνυχτα, στα πεζοδρόμια, μπροστά σε κάθε σπίτι. Και το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε, ακούραστο, χωρίς διακοπή, ως τη στιγμή που οι παρέες σκόρπιζαν, μπαίνοντας μέσα, για να κοιμηθούν, και τραβώντας, με καληνυχτίσματα, τις καρέκλες απ’ τα πεζοδρόμια…
Το θέαμα των δυο παιδιών, πάντα μαζί, στο δρόμο, προκαλούσε σχόλια πολλά, κάθε βραδιά, και σ’ αυτά τα σχόλια τα καθεβραδινά, όχι μονάχα το πολύ γειτονικό, άλλα και κάπως μακρινότερο γυναικομανιό πρωτοστατούσε. Η καινούργια και θερμή αυτή φιλία, έτσι ξαφνικά σχηματισμένη, ήταν πολύ επόμενο να παρατηρηθεί, και να δώσει άμεση λαβή στη γειτονιά, σε χίλια ερωτήματα, και χίλιες υποθέσεις. Κι η πιο συχνή, κι επίμονη, και βάσιμη, από τις φήμες που κυκλοφορούσαν, ήταν πως ο Σωτήρης, πολύ σύντομα, θα γινότανε γαμπρός της κυρα-Λένης, κι ότι ο Λάκης, με τη νέα του φιλία, έκανε, για την ώρα, το μεσάζοντα, ανάμεσα στους δυο ερωτευμένους! Κι αμέσως η κουβέντα πήρε δρόμο, κι έφτασε και στ’ αυτιά της κυρα-Λένης... Μόνον ο Λάκης, ο Σωτήρης κι η Ρηνούλα, - δηλαδή, τα κύρια πρόσωπα, κι οι ήρωες αυτής της ιστορίας - αγνοούσαν, όπως γίνεται συνήθως, όλες αυτές τις άδικες, των καλοθελητάδων, κι ίσως και λίγο φθονερές, στο βάθος, διαδόσεις!..
Κι ένα βράδυ που καθόταν ολομόναχη, - έλειπε κι η μητέρα της, κι ο Λάκης - κι έραβε, με τη λάμπα, τα κουμπιά κάποιου παλιού πανταλονιού του Λάκη, η Ρηνούλα, περιμένοντάς τους για να φάνε, βρήκε, μες στην τσέπη του, δυο γράμματα κατατσαλακωμένα του Σωτήρη, γραμμένα με μολύβι, και τα δυο. Στο ένα έγραφε του Λάκη τούτα:
«Αγαπιτέμου αδελφέμου Λάκι, έρχομε πρότο νάσου εκσιγίσο τογιατή δεσούγραψα τρίς μέρες στησηρά. Δε φτέο, αδελφέμου, που δεσούγραψα, και δενίρθα γιανασανταμόσο, μαγιά καλό καιτόν διονόνμας τόκανα. Δεν πορό νάσου ταπό σετούτο το χαρτή, τοπόσο ίμε στεναχορεμένος, παλιογαπιμένε αδελφέμου, ναμή σεδό τρίς μέρες στησηρά. Απόπσε έλα νάμε περιμένις, ίνε πολί ανάγκι νασεδό, και θαταμάθις όλα, αδελφέμου, όλα μετονί και μετοσίγμα. Ναήσε στης ενιά εκή πουκσέρις. Θάσε περιμένο δίχως άλο. Κίτα μίσου φίγι λόγος πρός τούς άλλους, γιατή πρέπι νάμαστε ηδιόμας ναταπούμε. Σε γλικοφιλό, ο αδελφόσου…»
Τ’ άλλο γράμμα ήταν συντομότερο, και με τις ίδιες ανορθογραφίες:
«Αδελφέμου, ώχι, δεβαστό, θέλο ναμάθο αποσένα τιν αλίθια. Πεσεμούτο καθαρά, νακσέρο τι σινβένι, η ζοήμου κρέμετε στα χέργιασου. Σεκσορκίζω σότι αγαπάς, πέσεμου γιατή τόκανες αφτό, γιατή, γιατή;…»
Η Ρηνούλα στάθηκε, βαθιά συλλογισμένη, κρατώντας τα δυο γράμματα στο χέρι της σφιχτά! Τα μάτια της, θεόρατα, κοιτούσαν στο κενό... Και ξαφνικά, χωρίς να ξέρει το γιατί, κάτι, θαρρείς, έσπασε, στα βάθη της ψυχής της, και ξέσπασε σε κλάματα πικρά, πικρά, πικρά...
Το ’νιωθε πως, εκείνη τη στιγμή, κάτι μεγάλο πέθαινε, για πάντα, στην ψυχή της, κάτι μοναδικό κι ανεπανόρθωτο, κι έπειτ’ από μήνες αγωνίας.
Ήταν η γαλήνη της, που πέθαινε για πάντα, κι η ξενοιασιά της πρώτης της ζωής! Από κείνη τη στιγμή και πέρα, δε θα ζούσε, - κι όσο να ζούσε - παρά με μια λαχτάρα στην ψυχή, με μια λαχτάρα δίχως λυτρωμό, που δε θα ’ταν, Θε μου, τίποτ’ άλλο παρά λαχτάρα, και καημός, και πόθος του Σωτήρη ...
sarantakos.com
Ναπολέων Λαπαθιώτης: Κάπου περνούσε μια φωνή... (1915)*
(…) Και στον ορίζοντα είχε φανεί, ακόμα, ένα νέο πρόσωπο, που δεν υπήρχε πριν: ένας καινούργιος σύντροφος του Λάκη, κομμάτι μεγαλύτερος στα χρόνια, αλλά που, ντροπαλούτσικος, κοντούλης και μικροκαμωμένος, καθώς ήταν, έκρυβε καμπόσα, και φαινόταν μόλις μεγαλύτερος του Λάκη, ο Σωτήρης, ο γείτονας τσαγκάρης... (...)
Παρά την ηλικία του και τ’ άλλα φυσικά του, που ήταν καλοσύνη, τρυφεράδα και κάτι το θερμό, το στοργικό, στην αισθηματικήν υπόστασή του, δεν είχε πολλή κλίση στις γυναίκες, και του ’λειπεν, απέναντι σε κείνες, η λεπτή κι αυτόματη διαίσθηση, κι η ειδική, κρυφή εκείνη όσφρηση, που κάνει τους ανθρώπους και διαβάζουν, στην αστραπή και μόνο μιας ματιάς, το φλογερό κι απόρρητο περιεχόμενό της! Όχι, όχι, του ’λειπε μια τέτοιαν ικανότητα, κι ας είχε τόσες άλλες εξυπνάδες! Κι όταν το πράμα γίνηκε πασίγνωστο, ακόμα - έτσι καθώς θα δούμε παρακάτω - αυτός μήτε που το ’θιγε καθόλου, ή αν βρισκότανε, τυχόν, αναγκασμένος να δώσει μιαν απάντηση, σε κάποιον που ρωτούσε, επέμενε να μην το παραδέχεται, με πείσμα, που δεν ήτανε και τόσο φυσικό, και στρέφοντας το πρόσωπο αλλού, με δυσφορία, σα να ’ταν μια συζήτηση που τον δυσαρεστούσε, και που βιαζόταν γρήγορα να κλείσει…
Ο Σωτήρης ήταν τίμιο παιδί, κι όσο γινόταν φίλος της καρδιάς, και συνδεόταν με το Λάκη πιο πολύ, τόσο και περισσότερο τον πείραζαν αυτές οι καμπανιές, κι αυτά τ’ αστεία, και τόσο και σκοτείνιαζε το μάτι του, όταν κάποιοι φίλοι αδιόρθωτοι εννοούσαν, βλέποντας το πόσο πειραζόταν, σώνει και καλά να τον κουρντίζουν. Και σιγά σιγά, τα χάλασε μαζί τους, χωρίς να δείξει πως αυτός ήταν ο λόγος, μα ρίχνοντας το σ’ άλλες αφορμές.
Την παλιά του συντροφιά, την άφησε, γι’ αυτό. Σχετίστηκε με νέα γειτονοπούλα, που ήταν ήδη φίλοι και του Λάκη, κι απ’ τους παλιούς, δεν κράτησε, σχεδόν, παρά το ναύτη του «Κιλκίς», που λέγαμε πιο πάνω, το Βαγγέλη, απ’ τη Γαργαρέτα, παιδί πολύ προσεχτικό και διακριτικό, που ποτέ δεν πείραζε, για τίποτα, κανένα, κι ούτε και σαχλαμάριζε στη συντροφιά, ποτέ του. Μα, κι εκείνος, σπάνια ερχόταν ως εκεί, απ’ τον καιρό που φόρεσε στολή, γιατί κι οι άδειες δεν ήταν ταχτικές, κι ο Ναύσταθμος, που, πέντε μήνες, τώρα, ήταν αραγμένο το καράβι του, δεν ήταν Γαργαρέτα, να πετάγεται, σαν πρώτα, κάθε λίγο και λιγάκι, να βρίσκει το Σωτήρη, στο Παγκράτι! Κι άσε, ακόμα, και τις τιμωρίες, και τις, για ψύλλου πήδημα, στερήσεις εξόδου… Κι έτσι, τις περισσότερες φορές, ο Λάκης κι ο Σωτήρης ήταν μόνοι. Έπαιζαν τ’ απαραίτητο «σκαμπίλι», κι έπειτα χωρίζοντας, με τρόπο, απ’ τ’ άλλα τα παιδιά του καφενείου, που ταχτικά κολλούσαν στην παρέα, τραβούσαν πέρα, σ’ άλλες γειτονιές, και πότε κατηφόριζαν στο Ζάππειο, για ν’ ακούσουν λίγο μουσική, φτάνοντας, κάποτε, και μέχρι την Ακρόπολη, πότε ανηφόριζαν προς τη Δεξαμενή, κι έσπαζαν κέφι με τον καραγκιόζη. Ήταν καρδιά καλοκαιριού, ζέστα πολλή τη μέρα, και μια δροσούλα φειδωλή φυσούσε, προς το βράδυ, κι οι γειτονιές ήταν γιομάτες κόσμο, μ’ όλο το σχετικό γυναικολόι, συναγμένο γύρω στις αυλόπορτες, και θρονιασμένο, μέχρι τα μεσάνυχτα, στα πεζοδρόμια, μπροστά σε κάθε σπίτι. Και το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε, ακούραστο, χωρίς διακοπή, ως τη στιγμή που οι παρέες σκόρπιζαν, μπαίνοντας μέσα, για να κοιμηθούν, και τραβώντας, με καληνυχτίσματα, τις καρέκλες απ’ τα πεζοδρόμια…
Το θέαμα των δυο παιδιών, πάντα μαζί, στο δρόμο, προκαλούσε σχόλια πολλά, κάθε βραδιά, και σ’ αυτά τα σχόλια τα καθεβραδινά, όχι μονάχα το πολύ γειτονικό, άλλα και κάπως μακρινότερο γυναικομανιό πρωτοστατούσε. Η καινούργια και θερμή αυτή φιλία, έτσι ξαφνικά σχηματισμένη, ήταν πολύ επόμενο να παρατηρηθεί, και να δώσει άμεση λαβή στη γειτονιά, σε χίλια ερωτήματα, και χίλιες υποθέσεις. Κι η πιο συχνή, κι επίμονη, και βάσιμη, από τις φήμες που κυκλοφορούσαν, ήταν πως ο Σωτήρης, πολύ σύντομα, θα γινότανε γαμπρός της κυρα-Λένης, κι ότι ο Λάκης, με τη νέα του φιλία, έκανε, για την ώρα, το μεσάζοντα, ανάμεσα στους δυο ερωτευμένους! Κι αμέσως η κουβέντα πήρε δρόμο, κι έφτασε και στ’ αυτιά της κυρα-Λένης... Μόνον ο Λάκης, ο Σωτήρης κι η Ρηνούλα, - δηλαδή, τα κύρια πρόσωπα, κι οι ήρωες αυτής της ιστορίας - αγνοούσαν, όπως γίνεται συνήθως, όλες αυτές τις άδικες, των καλοθελητάδων, κι ίσως και λίγο φθονερές, στο βάθος, διαδόσεις!..
Κι ένα βράδυ που καθόταν ολομόναχη, - έλειπε κι η μητέρα της, κι ο Λάκης - κι έραβε, με τη λάμπα, τα κουμπιά κάποιου παλιού πανταλονιού του Λάκη, η Ρηνούλα, περιμένοντάς τους για να φάνε, βρήκε, μες στην τσέπη του, δυο γράμματα κατατσαλακωμένα του Σωτήρη, γραμμένα με μολύβι, και τα δυο. Στο ένα έγραφε του Λάκη τούτα:
«Αγαπιτέμου αδελφέμου Λάκι, έρχομε πρότο νάσου εκσιγίσο τογιατή δεσούγραψα τρίς μέρες στησηρά. Δε φτέο, αδελφέμου, που δεσούγραψα, και δενίρθα γιανασανταμόσο, μαγιά καλό καιτόν διονόνμας τόκανα. Δεν πορό νάσου ταπό σετούτο το χαρτή, τοπόσο ίμε στεναχορεμένος, παλιογαπιμένε αδελφέμου, ναμή σεδό τρίς μέρες στησηρά. Απόπσε έλα νάμε περιμένις, ίνε πολί ανάγκι νασεδό, και θαταμάθις όλα, αδελφέμου, όλα μετονί και μετοσίγμα. Ναήσε στης ενιά εκή πουκσέρις. Θάσε περιμένο δίχως άλο. Κίτα μίσου φίγι λόγος πρός τούς άλλους, γιατή πρέπι νάμαστε ηδιόμας ναταπούμε. Σε γλικοφιλό, ο αδελφόσου…»
Τ’ άλλο γράμμα ήταν συντομότερο, και με τις ίδιες ανορθογραφίες:
«Αδελφέμου, ώχι, δεβαστό, θέλο ναμάθο αποσένα τιν αλίθια. Πεσεμούτο καθαρά, νακσέρο τι σινβένι, η ζοήμου κρέμετε στα χέργιασου. Σεκσορκίζω σότι αγαπάς, πέσεμου γιατή τόκανες αφτό, γιατή, γιατή;…»
Η Ρηνούλα στάθηκε, βαθιά συλλογισμένη, κρατώντας τα δυο γράμματα στο χέρι της σφιχτά! Τα μάτια της, θεόρατα, κοιτούσαν στο κενό... Και ξαφνικά, χωρίς να ξέρει το γιατί, κάτι, θαρρείς, έσπασε, στα βάθη της ψυχής της, και ξέσπασε σε κλάματα πικρά, πικρά, πικρά...
Το ’νιωθε πως, εκείνη τη στιγμή, κάτι μεγάλο πέθαινε, για πάντα, στην ψυχή της, κάτι μοναδικό κι ανεπανόρθωτο, κι έπειτ’ από μήνες αγωνίας.
Ήταν η γαλήνη της, που πέθαινε για πάντα, κι η ξενοιασιά της πρώτης της ζωής! Από κείνη τη στιγμή και πέρα, δε θα ζούσε, - κι όσο να ζούσε - παρά με μια λαχτάρα στην ψυχή, με μια λαχτάρα δίχως λυτρωμό, που δε θα ’ταν, Θε μου, τίποτ’ άλλο παρά λαχτάρα, και καημός, και πόθος του Σωτήρη ...
sarantakos.com
.
*Το πεζογράφημα αυτό του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα, το 1940, στη Νέα Εστία.