Βουδαπέστη, 12 Φεβρουάριου 1985. Το κρύο περονιάζει τα κόκαλα, ο ποταμός έχει παγώσει και ένας χρησμός, που ακούγεται σαν κρώξιμο, σημαδεύει τον νεογέννητο Γιάνος: "Κακός σπόρος, κακά μαντάτα". Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ο χρησμός επιβεβαιώνεται· ο "Γιάνος ο Ούγγρος" συλλαμβάνεται στην Αθήνα, κατηγορούμενος ότι δολοφόνησε τον ζωγράφο Μίλτο Αδριανό.
Πρόκειται άραγε για ένα ακόμα "τυπικό" έγκλημα όπου εμπλέκεται το κύκλωμα της αντρικής πορνείας; Ο δημοσιογράφος Στράτος Παπαδόπουλος ξεκινά να ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας, σκαλίζοντας ζωές παράλληλες, που ενίοτε συναντώνται στο περιθώριο της νέας αθηναϊκής πραγματικότητας. Μια εξηντάχρονη χήρα που διατηρεί ερωτική σχέση με τον Ούγγρο, η γυναίκα του με την οποία έχει αποκτήσει έναν γιο, ο γόνος μιας ισχυρής πολιτικής οικογένειας που σχετιζόταν με τον ζωγράφο, ένας κρυψίνους αστυνόμος και ένας σκοτεινός τύπος του υπόκοσμου είναι τα πρόσωπα-κλειδιά σε ένα άνισο παιχνίδι συναλλαγών.
Στο βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου κανείς δεν μοιάζει αθώος, ενώ η αλήθεια κρύβεται, όπως πάντα, στις λεπτομέρειες. Καθώς αποκαλύπτεται το μυστήριο, τα γκρίζα νερά του Δούναβη παρασέρνουν τις ιστορίες ανθρώπων που το μόνο που επιθύμησαν ήταν ν' αγαπηθούν. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο
Σταύρος Χριστοδούλου, επαγγελματίας δημοσιογράφος, είναι ένας μάστορας της
γλώσσας, ο οποίος μοιάζει να έχει κατά νου εκτός του Γιάννη Μαρή, και πολλούς
ακόμα Έλληνες συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου (τον Θράσο Καστανάκη
ενδεχομένως, ως εκπρόσωπο της «ρεαλιστικής ψυχογραφίας, του μεσοπολεμικού
μοντερνισμού και της χρήσης του εσωτερικού μονολόγου», και
τον Κουμανταρέα, τον «κατεξοχήν αθηναιογράφο» και «υμνητή των νικημένων»). Η υπόθεση του βιβλίου, με δύο λόγια, αφορά τον
φόνο του ομοφυλόφιλου ζωγράφου Μίλτου Αδριανού στο διαμέρισμά του, σε μια
πολυκατοικία της οδού Λυκαβηττού. Την εξιχνίαση του φόνου αναλαμβάνει ο
αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης, ένας συντηρητικός και κατσούφης τύπος ο οποίος
συνεργάζεται διακριτικά με τον δημοσιογράφο της εφημερίδας η Αλήθεια,
τον Στράτο Παπαδόπουλο. Με τη βοήθεια του θυρωρού της πολυκατοικίας που κρατάει
λεπτομερές αρχείο των επισκεπτών και των κινήσεων των ενοίκων της
πολυκατοικίας, γρήγορα συλλαμβάνεται ως ύποπτος ο Γιάνος ο Ούγγρος, ένας νεαρός
Ούγγρος μπλεγμένος στα κυκλώματα της ανδρικής πορνείας. Ουσιαστικά, η αρχή της
ιστορίας αναφύεται το 1985 στη Βουδαπέστη και τελειώνει με μια ομολογία, πάλι
στη Βουδαπέστη, είκοσι επτά χρόνια αργότερα. Ο φόνος γίνεται αφορμή για να
ξεδιπλώσει ο συγγραφέας σχόλια, σκέψεις, παρατηρήσεις που αφορούν τα αδιέξοδα
της ζωής στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού λίγο πριν και μετά την πτώση του
Τείχους, τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης, τα ταξικά στερεότυπα στην
αντιμετώπιση του εγκλήματος, τις φυλετικές και σεξουαλικές προκαταλήψεις των
εκπροσώπων του νόμου. Όπως επίσης, τη σημασία της πατρότητας και τον
αντίκτυπο που μπορεί να έχει η απουσία του πατέρα, οι ενοχές που κουβαλάει ο
απών πατέρας όσο βαθιά στη λάσπη κι αν έχει πέσει.
Το
Κολωνάκι, ο ζωγράφος, ο αστυνόμος και ο δημοσιογράφος: ο Χριστοδούλου κλείνει
το μάτι στους θαυμαστές του Μαρή. Παίρνει τα ίδια πρωτογενή υλικά, αλλά τα
τοποθετεί σε άλλες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Εδώ το έγκλημα γίνεται
αφορμή για ενδελεχή ανάλυση της κοινωνίας και των χαρακτήρων, για εκλεπτυσμένες
λογοτεχνικές περιγραφές των αθηναϊκών λαϊκών συνοικιών, των κακόφημων μπαρ αλλά
και της άρχουσας τάξης που παραμένει στο απυρόβλητο. Η ομοφυλοφιλία αποπνέει
ακόμα την αίσθηση της αμαρτίας, τα μπαρ βρίσκονται σχεδόν όλα στην Ομόνοια και
διαθέτουν προς πώληση ποτά-μπόμπες, αγόρια και κορίτσια, κάθε λογής ναρκωτικά,
ενώ στελεχώνονται από εκπροσώπους της τοπικής μαφίας κάθε χώρας των Βαλκανίων. [...] (Χίλντα Παπαδημητρίου, bookpress.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου