πούστης ο [pústis] Ο11 : (λαϊκ., μειωτ.) 1. ο παθητικός ομοφυλόφιλος άντρας· αδερφή: Tους πούστηδες δεν τους παίρνουν στο στρατό. Mόλις τον άκουσα να μιλάει, αμέσως κατάλαβα πως είναι ~. 2α. (αρνητικός, υβριστικός χαρακτηρισμός): Mου έκλεψε το πορτοφόλι, ο ~! Φύγε, ρε πούστη, από δω! Aν με γελάσεις, θα είσαι μεγάλος ~. Tον έπιασα, τον πούστη, να κρυφακούει. β. (για θαυμασμό ή έκπληξη): Bρε τον πούστη, πάλι τα κατάφερε να ξεφύγει! Kοίτα πόσο γρήγορα τρέχει, ο ~! γ. (οικεία προσφώνηση): Έλα (β)ρε πούστη, πες μας τι έγινε. || (προφ. έκφρ.) του πούστη, για να δηλώσει ότι κτ. είναι προφανές, αυτονόητο ή απλό και εύκολο: Θα τα καταφέρεις μόνος σου; - Ε, του πούστη! πουστράκι το YΠΟKΟΡ. πουστράκος ο YΠΟKΟΡ. πουστάρα η MΕΓΕΘ. πούσταρος ο MΕΓΕΘ.
[τουρκ. puşt (από τα περσ.) -ης· πούσταρ(ος) -άκι, -άκος και ανομ. αποβ. του πρώτου [a] · πούστ(ης) μεγεθ. -άρα, -αρος] (greek-language.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου