Ο
Θεόδωρος (Β’ Λάσκαρις) είναι πρόσωπο μοναχικό. Όπως γίνεται φανερό από τον
σκοτεινό κόσμο που σκιαγραφούν οι επιστολές του, υποφέρει από κατάθλιψη, η
οποία δυσχεραίνει το έργο του. Αδέλφια δεν έχει' η μητέρα του υπέστη σοβαρό
ιππικό ατύχημα λίγο μετά τη γέννησή του και δεν μπόρεσε να συλλάβει ξανά. Αδελφικός
του φίλος είναι ο Γεώργιος Μουζάλων, γόνος άσημης οικογένειας του Αδραμυττίου. Τον
είχαν φέρει στα ανάκτορα ως παιδόπουλον,
συντροφιά για τον νεαρό διάδοχο-μοναχοπαίδι. Λάσκαρις και Μουζάλων μεγαλώνουν
μαζί και παραμένουν στενότατα συνδεδεμένοι δια βίου*.
*Σε επιστολή του ο Θεόδωρος του γράφει: «Μουζάλων μου, και τούτο μετά πόσης σοι της ηδύτητος
προσφωνώ, η γαρ εκ της σχέσεως ημίν γεγονυία ενότης ξυνεχής και αξυμβλητος […]
ω ερρωμένε τοις εμοίς πάσι [κατά] ψυχήν, Μουζάλων Γεώργιε, ερρωμένος δεσμός
αλληλένδετος» (επιστ., LV, σ,
251,255)
[…]
Ο Θεόδωρος θα πεθάνει το 1258, σε ηλικία μόλις τριάντα έξι ετών, ύστερα από
επίμονη μάχη με την ασθένεια και μεγάλη αγωνία, έχοντας περιβληθεί για μικρό
διάστημα το μοναχικό σχήμα. Θα ταφεί δίπλα στον Βατάτζη στην μονή Σωσάνδρων,
έχοντας βασιλεύσει μόλις τρία έτη και δέκα μήνες' αφήνει πίσω τέσσερις κόρες και
έναν οκταετή γιο, τον Ιωάννη. Καταλείπει με διαθήκη την βασιλεία στον Ιωάννη,
ορίζοντας επίτροπό του τον Μουζάλωνα.
Αλέξανδρος Μασσαβέτας :
Μικρά Ασία. Το παλίμψηστο της μνήμης
(Πατάκης, 2015)
5 σχόλια:
Ο Θεόδωρος, μοναδικός γιος του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, γεννήθηκε το 1222, το έτος που ο πατέρας του αναγορεύθηκε αυτοκράτορας.1 Η μητέρα του Ειρήνη ήταν κόρη του αυτοκράτορα Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως. Κατά τα παιδικά του χρόνια διέμενε στη στρατιωτική έδρα της αυτοκρατορίας Νυμφαίο (σήμερα Nif, Kemalpasa). Έπασχε από κληρονομική επιληψία οξείας μορφής, η οποία είχε εκδηλωθεί από μικρή ηλικία, γεγονός που συνέβαλε κατά πολύ στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Σύμφωνα δε με τις πηγές, ο Θεόδωρος ήταν νευρικός, οξύθυμος, αλλά παράλληλα συναισθηματικός, ενώ τον διέκρινε αγάπη προς την ανάγνωση και τη μελέτη.
Κατά την εποχή της ήπιας μορφής της ασθένειάς του ασχολήθηκε συστηματικά με τα γράμματα και την πολεμική τέχνη. Την ανατροφή του την ανέλαβε η μητέρα του, ενώ για την παιδεία του φρόντισε ο αυτοκράτορας. Υπό την καθοδήγηση του λόγιου Νικηφόρου Βλεμμύδη –πιθανόν συμπληρωματικά και επικουρικά– και επίσημα του Γεωργίου Ακροπολίτη2 ο Θεόδωρος έλαβε αξιόλογη μόρφωση και απέκτησε βαθιές γνώσεις τόσο στις θετικές επιστήμες όσο και στον τομέα της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Τις σπουδές του τις ολοκλήρωσε σχετικά νωρίς, πιθανόν περί τα τέλη της δεκαετίας του 1230. Το 1233, σε ηλικία 11 ετών, αρραβωνιάστηκε την εννιάχρονη κόρη του τσάρου της Βουλγαρίας Ιωάννη Β΄ Ασάν, Ελένη, στο πλαίσιο της προσέγγισης των δύο κρατών που σκοπό είχε τη συγκρότηση αντιλατινικής συμμαχίας. Ο γάμος τελέστηκε στη Λάμψακο την άνοιξη του 1235 μετά την υπογραφή της σχετικής διακρατικής συμφωνίας. Η νεαρή σύζυγος τέθηκε υπό τη φροντίδα της αυτοκράτειρας Ειρήνης. Από την Ελένη ο Θεόδωρος απέκτησε πέντε παιδιά: τον Ιωάννη –μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι–, την Ειρήνη,3 τη Μαρία,4 τη Θεοδώρα5 και την Ευδοκία.6 Πριν από το 1254 η Ελένη πέθανε, γεγονός που συγκλόνισε βαθύτατα το σύζυγό της.7
Από νεαρή ηλικία ο Θεόδωρος ενεπλάκη ενεργά στις κρατικές υποθέσεις. Το 1238 και αργότερα το 1241 κατά τη διάρκεια εκστρατειών στην Ευρώπη ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης εμπιστεύτηκε τη διοίκηση του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας στο γιο του, διορίζοντάς τον αναπληρωτή, πιθανόν, αντιβασιλέα και κατ’ επέκταση συμβασιλέα.8 Παρότι δεν έλαβε μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, φαίνεται ότι ο Θεόδωρος υπήρξε αγαπητός στο στρατό και τους κύκλους της αριστοκρατίας.
Μετά το θάνατο του πατέρα του στις 3 Νοεμβρίου 1254 ο Θεόδωρος, σε ηλικία 32 ετών, αναγορεύθηκε αυτοκράτορας με το οικογενειακό όνομα της μητέρας του, Λάσκαρις. Σύμφωνα με το έθιμο, η αναγόρευση έγινε σε ασπίδα ενώπιον του στρατού και παρουσία της συγκλήτου. Η στέψη αναβλήθηκε έως το 1255, μέχρι την εκλογή του νέου Πατριάρχη Αρσενίου Αυτωρειανού.
Ως αυτοκράτορας ο λόγιος Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις αποδείχθηκε άνθρωπος της δράσης με σπουδαίες διοικητικές και στρατιωτικές ικανότητες. Κατά την τετραετή βασιλεία του προέβη σε σειρά μεταρρυθμιστικών μέτρων που στόχο είχαν τη μείωση του ρόλου των αριστοκρατικών οικογενειών. Είχε επίγνωση της σημασίας του αυτοκρατορικού αξιώματος και διοικούσε προσωπικά το κράτος. Παρά το βαθύ θρησκευτικό του αίσθημα, δεν επέτρεπε τη συμμετοχή του κλήρου στις κρατικές υποθέσεις και δε δίστασε να επιχειρήσει την προώθηση πολιτικών σκοπιμοτήτων μέσω της Εκκλησίας. Επηρεασμένος από τις ιδέες της εποχής, που ανάγλυφα διατυπώθηκαν κυρίως στα έργα του Βλεμμύδη, φιλοδοξούσε να ενσαρκώσει το ιδεώδες του βασιλιά-φιλοσόφου.
Το καλοκαίρι του 1258 η υγεία του Θεοδώρου Β΄ επιδεινώθηκε ραγδαία. Λίγες μέρες πριν από το θάνατό του έλαβε το μοναχικό σχήμα διατηρώντας το όνομα Θεόδωρος. Στις 16 Αυγούστου 1258, έπειτα από αλλεπάλληλες επιληπτικές κρίσεις, ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις πέθανε στο Νυμφαίο και ετάφη στη μονή των Σωσάνδρων στην περιοχή της Μαγνησίας, όπως και ο πατέρας του Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης.9
Πριν από το θάνατό του ο Θεόδωρος Β΄, ανήσυχος για το μέλλον του οκτάχρονου γιου του, διόρισε τον επιστήθιο φίλο του και ανώτατο αξιωματούχο Γεώργιο Μουζάλωνα και τον Πατριάρχη Αρσένιο αντιβασιλείς μέχρι την ενηλικίωση του Ιωάννη. Οι φόβοι του για την αντίδραση των αριστοκρατικών οικογενειών, συσπειρωμένων γύρω από το Μιχαήλ Παλαιολόγο, σύντομα επιβεβαιώθηκαν. Οι αδελφοί Μουζάλωνες δολοφονήθηκαν, ο Μιχαήλ (Η΄) Παλαιολόγος ανήλθε στο θρόνο, ο Αρσένιος απομακρύνθηκε από το αξίωμα του Πατριάρχη, ενώ αργότερα ο Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις φυλακίστηκε και τυφλώθηκε.
1. Σύμφωνα με κάποιες ιστορικές πηγές, ο διάδοχος Θεόδωρος γεννήθηκε την ημέρα της ανόδου του πατέρα του, του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, στο θρόνο. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία Ι, σελ. 8, 2-3, αναφέρει «ὁμοῦ τε γὰρ αὐτὸς ἐξ ὠδίνων εἰς φῶς προήγετο μητρικῶν καὶ ὁμοῦ τὰ τῆς αὐτοκρατορίας σκῆπτρα ὁ πατὴρ ἄρτι ἐδέδεκτο». Άλλες πηγές τοποθετούν τη γέννηση του Θεοδώρου λίγο νωρίτερα. Κατά το Γεώργιο Ακροπολίτη, Χρονική συγγραφή, 52, 76-77, «σχεδὸν γὰρ τῇ πατρικῇ ἀναρρήσει καὶ ἡ γέννησις ἐκείνου συνέδραμεν». Η επικρατέστερη σήμερα άποψη είναι ότι ο Θεόδωρος Λάσκαρις γεννήθηκε στις αρχές του 1222.
2. Προς τιμήν του Γεωργίου Ακροπολίτη ο Θεόδωρος συνέταξε ένα εγκώμιο. Από την αλληλογραφία του όμως φαίνεται ότι έτρεφε μεγαλύτερο σεβασμό προς το Νικηφόρο Βλεμμύδη, από τον οποίο επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά τη φιλοσοφία, ενώ τον συμβουλευόταν συχνά σε θέματα θεολογικής φύσης. Πρβλ. Andreeva, M.A., Ocerki po klul’ture vizantijskogo dvore v XIII veko (Prague 1927), σελ. 109-110, και Κρικώνης, Χ.Θ., Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως: Περί χριστιανικής θεολογίας λόγοι (Ανάλεκτα Βλατάδων 49, Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1988).
3. Η Ειρήνη παντρεύτηκε στις αρχές του 1258 το Βούλγαρο τσάρο Κωνσταντίνο Tich. Μετά την άνοδο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου στο βυζαντινό θρόνο το 1261, άσκησε πίεση στο σύζυγό της προκειμένου να τον πείσει να εκδικηθεί το σφετεριστή Μιχαήλ Η΄ για την τύφλωση του αδελφού της Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι.
4. Η Μαρία παντρεύτηκε το Μάιο του 1256 στη Θεσσαλονίκη το γιο του Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου, Νικηφόρο.
5. Η Θεοδώρα παντρεύτηκε το 1261 το Φράγκο ευγενή Βελικούρτο (Velincourt), βλ. Nicephori Gregorae historiae Byzantinae, 3 τόμ., Corpus scriptorum historiae Byzantinae Ι (Bonn 1829-1855), σελ. 92.
6. Η Ευδοκία ήταν η νεότερη κόρη του Θεοδώρου Β΄. Παντρεύτηκε τον κόμη (κόντο) της Βιντιμιλίας (Ventimiglia), βλ. Polemis, D., The Doukai: a contribution to Byzantine prosopography (London 1968), σελ. 110.
7. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με το θάνατο της Ελένης. Το μόνο σίγουρο είναι ότι χρονολογείται πριν από την ανάρρηση στο θρόνο του Θεοδώρου, ο οποίος χρειάστηκε να τεκμηριώσει σε έναν απολογητικό λόγο την απόφασή του να μην ξαναπαντρευτεί (Απολογητικόν προς τινάς των φίλων αυτού ωθούντας αυτόν νύμφην αγαγέσθαι). Νιώθοντας βαθύτατη θλίψη για τον πρόωρο χαμό της συζύγου του ο Θεόδωρος συνέγραψε επίσης ένα δοκίμιο με τίτλο Επιτομαί ηθικαί το του βίου άστατον διαγράφουσαι, έργο ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο αναπτύσσονται κάποιες σκέψεις σχετικά με το νόημα της ζωής.
8. Δεν είναι βέβαιο τι τίτλο είχε ο Θεόδωρος κατά τη βασιλεία του πατέρα του. Κατά πάσα πιθανότητα τιμήθηκε με τον τίτλο του δεσπότη. Η σημαντική παρουσία του στη διοίκηση πάντως φαίνεται και από τις περιοδείες που πραγματοποίησε στις κυριότερες πόλεις της Μικράς Ασίας περί το 1250, βλ. Andreeva, M.A., Ocerki po klul’ture vizantijskogo dvore v XIII veko (Prague 1927), σελ. 101-102.
9. Σχετικά με την ασθένεια, την κουρά και το τέλος της ζωής του Θεοδώρου Λασκάρεως μας πληροφορούν ο Γεώργιος Ακροπολίτης (Χρονική Συγγραφή, 153, § 74, Μετά δε ταύτα νόσω δεινή ο βασιλεύς Θεόδωρος περιπέπωκεν…), ο Νικηφόρος Γρηγοράς, (Ιστορία Βυζαντινή ΙΙΙ, 1, 61-62), ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (Διήγησις μερική, σελ. 47-48, § 48), ο χρονογράφος Εφραίμ (Χρονογραφία, 9246), ο Γεώργιος Παχυμέρης (Ι, 32, 1-35, 15 και 35-39) κ.ά.
http://asiaminor.ehw.gr
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις ήταν σπουδαίος στοχαστής και υπήρξε εξαιρετικά γόνιμος συγγραφέας με μεγάλη ποικιλία ενδιαφερόντων. Συνέβαλε ενεργά και προσωπικά στην καθιέρωση της Νίκαιας ως του σημαντικότερου κέντρου του βυζαντινού πνευματικού βίου και συγκαταλέγεται στους σπουδαιότερους λογίους του 13ου αιώνα. Το έργο του περιλαμβάνει θεολογικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές πραγματείες, εκκλησιαστικούς ύμνους, πανηγυρικούς, εγκώμια, κάποιες σάτιρες και πλήθος επιστολών. Η συγγραφή των περισσότερων έργων ανάγεται στα χρόνια πριν από την ενθρόνισή του, συνέχισε όμως να ασχολείται ενεργά με τη συγγραφή και ως αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Θεοδώρου Β΄ έχει δημοσιευτεί, ωστόσο αρκετά συγγράμματα παραμένουν ακόμα αδημοσίευτα, ενώ είναι αισθητή η απουσία στη βιβλιογραφία μιας συνολικής μελέτης για το έργο και τη σκέψη του λόγιου αυτοκράτορα.10
Ο κορμός του συγγραφικού έργου του Θεοδώρου Β΄ αποτελείται από φιλοσοφικές και θεολογικές πραγματείες. Βασικό γνώρισμα γενικά των συγγραμμάτων του είναι η τάση για επιστημονική προσέγγιση. Το πλήθος αναφορών και παραπομπών στους αρχαίους συγγραφείς φανερώνει τη βαθιά κατάρτισή του στην ελληνική γραμματεία, καθώς επίσης και τις ερμηνευτικές του δυνατότητες.
Κατά κύριο λόγο ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Θεωρούσε δε λυτρωτική την επίδραση της φιλοσοφίας στη συνείδηση των ανθρώπων. Πηγή έμπνευσης στα έργα του αποτελούσαν οι Πυθαγόρειοι, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας (ιδίως ο διάλογος Τίμαιος), οι Νεοπλατωνικοί, καθώς και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τα αμιγώς φιλοσοφικά του έργα είναι δύο. Στο πρώτο, το Περί Φυσικής Κοινωνίας, αναπτύσσονται απόψεις για τη φύσει συγγένεια μεταξύ των όντων. Αντλώντας από την προσωκρατική φιλοσοφία ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα όντα συνίστανται από τα τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία, πυρ, αέρας, ύδωρ και γη, και ότι διαφορές μεταξύ τους προκύπτουν από το βαθμό της κράσης των ίδιων των στοιχείων. Σχετικά με την κράση των έμψυχων όντων ασπάζεται τη θεωρία του Ηρακλείτου περί των τεσσάρων χυμών (αίμα, ξανθή χολή, μέλαινα χολή και φλέγμα), ενώ, βασιζόμενος στην πλατωνική ψυχολογία, ξεχωρίζει τον άνθρωπο, ο οποίος επιπλέον διαθέτει ψυχή αποτελούμενη από τρία μέρη: νουν, επιθυμίαν και θυμόν. Στο συνδυασμό αυτών των επτά μερών διακρίνει 93 τύπους ανθρώπων και δικαιολογεί τη φύση της «συμπάθειας» και της «αντιπάθειας» μεταξύ των ανθρώπων. Στο ίδιο έργο ο συγγραφέας ανέπτυξε επίσης κάποιες απόψεις σχετικά με τη δομή της κοινωνίας και επιχείρησε συστάσεις για την καλύτερη οργάνωσή της. Στο δεύτερο σύνθετο φιλοσοφικό σύγγραμμά του, το έργο Κοσμική Δήλωσις, ο Θεόδωρος εκθέτει την περί κόσμου θεωρία του. Σε τέσσερις λόγους εξετάζει α) το περιεκτικό, ήτοι τον ουρανό, β) το περιεχόμενο, ήτοι τα στοιχεία, γ) τη συνάφεια του περιέχοντος και του περιεχομένου, ήτοι τα του βίου του κόσμου και δ) τα της αγνωσίας του ανθρώπου.
Ως φιλόσοφος ο Θεόδωρος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διανοητής που σκέφτεται και φιλοσοφεί με μαθηματικό τρόπο. Η κλήση του προς τα μαθηματικά διακρίνεται σαφώς μέσω της μαθηματικής συμβολικής, την οποία χρησιμοποίησε εκτενώς στα φιλοσοφικά του έργα (Κοσμική Δήλωσις και Περί Φυσικής Κοινωνίας), αλλά και στα θεολογικά (κυρίως στο Περί Χριστιανικής Θεολογίας). Ως προς το έργο Κοσμική Δήλωσις χαρακτηριστικές είναι οι μεταφορικές αναφορές στο τελειότερο πνευματικό δημιούργημα, το νου, ο οποίος περιγράφεται ως σφαιρικός, όπως και ο ουρανός, το τελειότερο κοσμικό δημιούργημα.11 Ο νους επίσης εξετάζεται και ως τριγωνικός, ως απεικόνιση δηλαδή των εννοιών της αλληλεπίδρασης και της αλληλεξάρτησης, τις οποίες εμπεριέχει ως ολότητα και ενότητα, αλλά είναι και τετράγωνος, διότι οδηγεί τη γνώση πάλι στην ενότητα του γνωρίζοντος πνεύματος. Στο έργο Περί Φυσικής Κοινωνίας όμοιες φιλοσοφικές επιδόσεις αναπτύσσονται σε μεγαλύτερη έκταση, ενώ γίνεται προσπάθεια για παρουσίαση της μετάβασης από το τρίγωνο και το τετράγωνο στον κύκλο. Στο δε θεολογικό του έργο Περί Χριστιανικής Θεολογίας η μαθηματική συμβολική χρησιμοποιείται ακόμα και στη δομή της έκθεσης. Έτσι π.χ. ο Λόγος β΄ με τίτλο Ότι το Ον έστι Εν υποδιαιρείται σε: Πρόταση, Έκθεση, Προσδιορισμό, Αποδείξεις και Συμπέρασμα. Είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια του συγγραφέα να επεκτείνει την εφαρμογή της μαθηματικής συμβολικής και πέρα από τα όρια της Τριαδολογίας, όπου άλλωστε είναι και εύλογη.12 Αξιοσημείωτη παραμένει η χρήση γεωμετρικού σχεδίου όταν επιχειρείται η παρουσίαση του Ελληνισμού ως κέντρου στο οποίο συρρέουν όλες οι τάσεις ανάπτυξης των τεχνών και επιστημών. Οι ελληνοκεντρικές αυτές ιδέες άλλωστε βρίσκονται σε άμεση σχέση με την εσωτερική πολιτική που προώθησε ο αυτοκράτορας.
http://asiaminor.ehw.gr
Δημοσίευση σχολίου