Να
που ξανάρθε η εποχή του χρόνου που τηρούμε δυο σεβάσμιες παραδόσεις: πάμε για
μπάνια και βρίζουμε το Φεστιβάλ Περηφάνιας της Αθήνας.
«Πουλημένο στο σύστημα» vs «παραδομένο
στους συριζαίους». «Πολύ συντηρητικό» vs «Πολύ ακραίο». «Υπερβολικά cis» vs
«υπερβολικά ξεφωνημένο». «Βαμμένο αριστερό» vs «φιλελέδικο και έρμαιο των
εταιρειών». «Τρανσφοβικό» vs «όλο τρελές». «Μπατσολάτρες» vs «μπαχαλάκηδες».Η
λίστα των κατηγοριών που ακούει από τη μία και την άλλη πλευρά είναι ατελείωτη.
Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος και φυσικά όλες μας θα το κάναμε καλύτερα,
αρκεί να ρωτούσαν τη γνώμη μας.
Αυτές οι κατηγορίες δίνουν και παίρνουν,
αλλά δεν περιορίζονται στην κριτική του Πράιντ (το οποίο φυσικά έχει τις
ατέλειές του, όπως κάθε δημιούργημα ανθρώπου). Η λοατκι «κοινότητα» μόνο
κοινότητα δεν είναι. Αντιμαχόμαστε μεταξύ μας με βαριές κατηγορίες:
«Cis λευκοί άντρες γεμάτοι προνόμια»
εναντίον «ακραίων κουήαρ που τα ισοπεδώνουν όλα». «Οι τρανς ενισχύουν τα
αρνητικά κοινωνικά στερεότυπα για τους γκέι» εναντίον «είσαι τρανσφοβικός και
αρνείσαι να αναγνωρίσεις το προνόμιό σου». «Τα φύλα είναι δύο» εναντίον «τα
φύλα είναι πολλά». «Οι cis προνομιούχοι ενισχύουν την έμφυλη καταπίεση»
εναντίον «ξεφωνημένα παρτσακλά, που βγάζουν κακό όνομα στις λεσβίες και τους
γκέι». «Οι παπάκηδες που καταστρέφουν τη γλώσσα και γελοιοποιούν τους αγώνες
μας για μια λιγότερο σεξιστική γλώσσα» vs «οι εντοιχισμένοι που αρνούνται την επίδραση
της γλώσσας στις κοινωνικές καταπιέσεις». «Οι υποκριτές κρυφογκέι μπάι»
εναντίον των «bi-erasing γκέι και λεσβιών».
Πρόκειται για πολύ σοβαρά κοινωνικά
ζητήματα, που σηκώνουν εκτενή διάλογο και επεξεργασία. Όμως μόνο διάλογος δεν
γίνεται. Αντιθέτως, καταφερόμαστε εναντίον οι μεν των δε με τρομαχτική βία και
μένος, σε βαθμό που θα νόμιζε κανείς ότι ο πραγματικός εχθρός μας δεν είναι μια
ακροδεξιά χρυσαύγιτισσα αλλά μια cis γκέι γυναίκα που δεν χρησιμοποιεί παπάκι.
Υπάρχει λοατκι κοινότητα; Ή μήπως ένα καλύτερο
ερώτημα είναι: Μπορεί να υπάρξει λοατκι κοινότητα;
Πόσα μας ενώνουν; Πόσα μας χωρίζουν; Αυτό
το ερώτημα δύσκολα απαντιέται κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Τέτοιες διχόνοιες,
εξίσου βίαιες, συμβαίνουν σε πολλές χώρες, ενίοτε με αποτέλεσμα να γίνονται δύο
Πράιντ, με πικρόχολα δελτία τύπου εκατέρωθεν.
Τι κοινό έχουμε λοιπόν οι κουήαρ
non-binary με τις τρανς γυναίκες που πιστεύουν ότι υπάρχουν μόνο δύο φύλα; Τι
κοινό έχουμε οι λεσβίες μη φεμινίστριες με τους γκέι άντρες φεμινιστές; Αν,
μάλιστα, στην εξίσωση αυτή προσθέσουμε και την πολιτική και οικονομική
διάσταση, το χάσμα μοιάζει αγεφύρωτο: ένας γκέι cis αρρενωπός άνεργος εργάτης
από το Πέραμα τι προνόμια έχει σε σύγκριση με ένα non-binary agender πλούσιο
πολυσυντροφικό άτομο από την Εκάλη;
Σαν να υπάρχει ένας άτυπος αγώνας να
αποδείξουμε ποια έχει το μεγαλύτερο (ή μικρότερο) προνόμιο και άρα ποια
δικαιούται να μιλάει με αυθεντία για τα δικαιώματά μας ή ακόμα και για το πώς
πρέπει να μιλάμε.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι διαφωνούμε για
το ποιος είναι ο σωστός αγώνας ή η πιο επείγουσα διεκδίκηση. Ίσως να μην είναι
εύκολο όλες εμείς να μπορέσουμε να κάνουμε χωριό. Κι ίσως αυτό να μην πειράζει
τόσο πολύ – ας ασχοληθεί ο καθένας με όποιο τεταρτημόριο των ευρύτερων
κοινωνικών αγώνων επιλέγει. Το πρόβλημα είναι η βία που ασκούμε η μία στην
άλλη. Μια εξωφρενική βία και περιφρόνηση στο πώς βλέπουμε ο ένας τον άλλον μέσα
σ’ αυτή την αόριστη, συγκεχυμένη, πολυμορφική λοατκι κοινότητα.
Θεωρώ πως υπάρχουν λόγοι που είμαστε τόσο
βίαιοι μεταξύ μας. Ο ένας ίσως είναι πολιτισμικός: ως λαός οι Έλληνες είμαστε
ιστορικά διχασμένοι, ταμπουρωμένοι σε αδιαπραγμάτευτα μετερίζια, από τα οποία
διατρανώνουμε το δίκιο μας και το πόσο υποφέρουμε πιο πολύ και πιο δραματικά
από τους εκάστοτε «άλλους». Αυτή η εμφυλιοπολεμική στάση και η συνεπακόλουθη
βία δεν θα μπορούσε να λείπει από τη λοατκι κοινότητα, αφού πριν από λοατκι
είμαστε Ελληνίδες. Η μόνη σωστή αλήθεια είναι η δική μας.
Υπάρχει όμως κι ένας πρόσθετος λόγος για
όλη αυτή τη βία: Αναπαράγουμε τη βία που έχουμε εισπράξει ως λεσβίες, μπάι, γκέι,
τρανς. Μια βία συχνά απροκάλυπτη και άγρια, συχνότερα όμως έμμεση και
καμουφλαρισμένη. Όλα τα «πούστηδες», «ανώμαλες» και «τραβέλια» που ακούγαμε
σχεδόν καθημερινά μεγαλώνοντας, όλη η περιφρόνηση που εισπράτταμε (τις
περισσότερες φορές με συγκαλυμμένο τρόπο) πριν καλά καλά συνειδητοποιήσουμε ότι
«ωχ, είμαι απ’ αυτούς», όλη η απαξίωση που δεχόμασταν επειδή ήμασταν παντού
αόρατοι –κι όταν μας έκαναν την «τιμή» να μας δείξουν σε μια ταινία ή σειρά,
μας παρουσίαζαν σαν καρικατούρες ή ψυχάκηδες− όλα αυτά τα ενσωματώσαμε και τα
αναπαράγουμε κι εμείς εναντίον άλλων σαν κι εμάς. Μάλιστα, το κάνουμε κυρίως
εκεί που μας παίρνει, μέσα στη λοατκι κοινότητα.
Προσωπικά, τις χειρότερες, πιο σκληρές
και πληγωτικές επιθέσεις ως ενήλικας τις έχω δεχτεί από άλλες λεσβίες, τρανς,
γκέι και μπάι, όχι από στρέιτ που δήθεν δεν μας καταλαβαίνουν. Εξάλλου, οι
άλλοι σαν κι εμάς ξέρουν ακριβώς πού να μας πονέσουν – εκεί που έχουν πονέσει
και οι ίδιοι.
Διεκδικούμε χώρο στην κοινωνία. Όμως μας
κάνουμε πρώτα εμείς χώρο, παρά τις όποιες διαφορές μας; Ή πρέπει να είμαστε το
σωστό είδος κουήαρ, τρανς, μπάι, γκέι, προκειμένου να χωρέσουμε;